Η έναρξη της επανάστασης στην Ελλάδα
Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας
Κατά την ιστορικό Έφη Αλαμανή, που έγραψε το σχετικό κεφάλαιο στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", η υπόθεση της Αγίας Λαύρας θεωρείται θρύλος καθώς δεν προκύπτει ότι βρισκόταν κανείς εκεί τόσο στις 25 Μαρτίου, όσο και στις 21, ημερομηνία της πρώτης πολεμικής επιχείρησης στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του οπλαρχηγού Βασίλειου Αθ. Πετιμεζά αναφέρεται ότι στις 20 Μαρτίου εκείνος και 40 οπλίτες έφτασαν στην Αγία Λαύρα και έμειναν ως τη δοξολογία της 25ης Μαρτίου. Σε άλλες ωστόσο πηγές όπως σε υπόμνημα του Ιωάννη Κωλέττη προς τον Όθωνα το 1835 και σε έντυπο του 1850 γίνεται λόγος για κήρυξη της επανάσταση στην Αγία Λαύρα από τον Γερμανό στις 17 Μαρτίου, ημέρα εορτής του Αγίου Αλεξίου, πολιούχου των Καλαβρύτων.
Λίγες μέρες μετά την άφιξη τους εκεί στις 10 ή 13 Μαρτίου, όλοι οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι διασκορπίσθηκαν στα ορεινά χωριά της Αχαΐας. Ειδικότερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έμεινε στα Νεζερά ως την ημέρα των τουρκικών προκλήσεων στην Πάτρα (23 Μαρτίου). Από τους Έλληνες απομνημονευματογράφους μόνο ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που έγραψε πολύ αργότερα τα απομνημονεύματά του και θέλησε μάλιστα να συνδέσει με την εξέγερση της ιδιαίτερης πατρίδος του τα γεγονότα της Αγίας Λαύρας, αναφέρει ότι από εκεί άρχισε ο αγώνας στις 23 Μαρτίου. Πιστεύεται ότι ο θρύλος της Αγίας Λαύρας οφείλεται κατεξοχήν στο Γάλλο ιστορικό Φρανσουά Πουκεβίλ, που έγραψε το 1824 την Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Αν και περιγράφει με κάποιες φανταστικές λεπτομέρειες τη δοξολογία που έγινε στην Αγία Λαύρα, τον λόγο που εκφώνησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, την ορκωμοσία των παλικαριών κλπ. ο ίδιος δεν αναφέρει ως ημερομηνία της τέλεσης των παραπάνω γεγονότων την 25η Μαρτίου (ημέρα του Ευαγγελισμού) αλλά αντίθετα τα συγκεκριμένα γεγονότα τα τοποθετεί χρονικά λίγες μέρες πριν την άφιξη του Παλαιών Πατρών Γερμανού στην Πάτρα που έγινε όπως γράφει το απόγευμα της 25 Μαρτίου. Την ίδια άποψη έχει και ο πρώτος Έλληνας που έγραψε για την Επανάσταση το 1829 ο Αλέξανδρος Σούτσος. Στο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» υποστηρίζει ότι η Επανάσταση ξεκίνησε στα Καλάβρυτα όπου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τη σημαία της εξέγερσης, με άμεσο αποτέλεσμα στις 23 Μαρτίου να ξεσπάσουν ταραχές στην Πάτρα, και οι Τούρκοι να κλειστούν στο κάστρο της πόλης. Κατόπιν αυτός και άλλοι επαναστάτες από τα Καλάβρυτα κατέβηκαν στην Πάτρα οπού παρέδωσαν προκήρυξη στους προξένους των ευρωπαϊκών κρατών ζητώντας την βοήθειά τους στον ελληνικό Αγώνα. Παράλληλα στις 25 Μαρτίου (6 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο) ξεκίνησε και η πολιορκία του κάστρου της Πάτρας.
Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας διαδόθηκε ευρύτατα σε όλη την Ελλάδα και έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Έλληνες, που δέχτηκαν με συγκίνηση τη σύνδεση των δύο μεγαλύτερων και αλληλένδετων στη συνείδησή τους ιδανικών, της ελευθερίας του έθνους και της ορθοδοξίας. Η αρχή της εθνεγερσίας, συνδεδεμένη με την ημέρα του Ευαγγελισμού και με πρωτοστάτη εκκλησιαστικό άνδρα που όρκιζε τους αγωνιστές στο λάβαρο με την εικόνα της Παναγίας, ήταν φυσικό να συγκινήσει κάθε ελληνική ψυχή. Εκτός όμως από τον θρύλο της Αγίας Λαύρας, η 25η Μαρτίου είναι και για ιστορικούς λόγους στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της έναρξης της Επανάστασης. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων στα προλεγόμενα των απομνημονευμάτων του Παλαιών Πατρών Γερμανού: «Αληθές είναι ότι η επανάσταση έλαβε χαρακτήρα γενικότερο από τις 25, αλλά η πρώτη αρχή της υπάρχει κυρίως από τις 21, διότι ανυψώθηκαν οι σημαίες, τα εθνόσημα διενεμήθησαν και οι Τούρκοι στα φρούρια κλείσθηκαν».
Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στην προεπαναστατική Μάνη
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Πελοπόννησος, όπου οι κοτζαμπάσηδες ήταν η πλέον αντιπροσωπευτική ελληνική ελίτ, αν και δεν ήταν παρά μια σχετικά μικρή περιφέρεια της αυτοκρατορίας, ήταν ωστόσο χωρισμένη σε πολλά βιλαέτια κι ένα μικρό μπεηλίκι, κατά παραχώρηση της Πύλης, τη Μάνη. Στη Μάνη, το σύστημα των προυχόντων αρθρωνόταν με τις τοπικές καπετανίες. Η Μάνη εκτός από την σημαντική κοινωνική καθυστέρηση έναντι της υπόλοιπης Πελοποννήσου, χαρακτηριζόταν και από μια σχετική θεσμική αυτοτέλεια. Μάλιστα, από το 1776, μετά τα Ορλωφικά, παρά τη μικρή έκτασή της είχε ονομαστεί από τους Οθωμανούς μπεηλίκι και ως εκ τούτου δε βρισκόταν στην αρμοδιότητα του πασά της Πελοποννήσου αλλά ελεγχόταν απευθείας από την Υψηλή Πύλη. Επρόκειτο για μια ημιανεξάρτητη, φόρου υποτελή ηγεμονία, υπό την άμεση δικαιοδοσία του καπουδάν πασά. Τη διοίκησή της αναλάμβανε ένας από τους καπεταναίους της περιοχής, που διοριζόταν μπέης και ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης - τον τίτλο του μπέη της Μάνης στις παραμονές της επανάστασης έφερε ο τοπικός προύχοντας Πέτρος Μαυρομιχάλης, γνωστός λόγω του αξιώματός του και ως Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Οι Μανιάτες διατηρούσαν κι ένα ακόμα σημαντικό προνόμιο, το δικαίωμα της οπλοφορίας - αν και φυσικά είναι αμφίβολο κατά πόσο οι Μανιάτες χωρικοί διέθεταν τη χρηματική δυνατότητα να αποκτήσουν πυροβόλα όπλα ή σπαθιά. Στη Μάνη, λοιπόν, οι καπετάνιοι ήταν οι ομόλογοι των κοτζαμπάσηδων, ήταν οι κεφαλές υπεύθυνες έναντι του οθωμανικού κράτους για την τήρηση των όρων της κατάκτησης και τις υποχρεώσεις του πληθυσμού. Έτσι, οι καπετάνιοι της Μάνης αποτελούσαν μια νομοκατεστημένη τοπική ελίτ υπό τη μορφή της στρατιωτικής αριστοκρατίας, όπου ο πατριάρχης της κάθε οικογένειας ταυτιζόταν με τον πολέμαρχό της. Αυτή η ελίτ ήταν γεωγραφικά κατανεμημένη σε καπετανίες άνισης ισχύος, οι οποίες βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Ωστόσο, παρά τις αντιπαλότητες και τις διαμάχες μεταξύ των μεγάλων οικογενειών της περιοχής, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας σημειώθηκαν αρκετά επαναστατικά κινήματα και οργανώθηκε η καθολική συμμετοχή των Μανιατών στη μεγάλη επανάσταση. Η συνένωση είχε γίνει με πολύ κόπο, διότι υπήρχαν παλιές αντιζηλίες και μίση μεταξύ των αρχηγών των ισχυρών με πολυάριθμα μέλη οικογενειών της Μάνης, που αποτελούσαν πατριές. Καθένας από αυτούς τους αρχηγούς θεωρούσε τον εαυτό του αυτοτελή σε σχέση τόσο με τους άλλους όσο και με τον ίδιο τον μπέη. Υπήρχαν και οικογένειες σε μέλη των οποίων είχε δοθεί κατά το παρελθόν το αξίωμα του μπέη, γεγονός που δε ξεχνούσαν. Η εκδίκηση (γδικιωμός) είχε την ισχύ άγραφου αλλά αδυσώπητου και απαρασάλευτου σκληρού νόμου. Όμως ο πόθος της ελευθερίας και ο αγώνας για την αποτίναξη του τυράννου, στον οποίο εξαιτίας της οπλικής τους υπεροχής οι Μανιάτες θα έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο, τους έκανε να παραμερίσουν τα πάθη τους.
Στα κέντρα της Αχαΐας και της Μεσσηνίας, αν συνυπολογίσουμε σε αυτά και τη δύναμη της δυτικής Μάνης, υπήρχαν οι περισσότεροι από τους σημαντικούς προκρίτους και αρχηγούς των όπλων της χερσονήσου. Όμως η σημαντική μεταξύ των δύο περιφερειών διαφορά ήταν ότι, ενώ στην Αχαΐα μόνο τις τελευταίες ημέρες πριν την επανάσταση είχε σχηματιστεί επαναστατικό στρατόπεδο στη Μονή Ομπλού, διότι ήταν αδύνατο να γίνει αυτό χωρίς την πρόβλεψη ταχείας δράσης, αντίθετα στη Μάνη χάρη στο ιδιότυπο πολιτικό σύστημά της και στη σχετική της αυτοτέλεια, υπήρχε ικανός αριθμός από μόνιμες και ανεξέλεγκτες ένοπλες δυνάμεις υπό τις εντολές έμπειρων αρχηγών, οι οποίοι παρά τις μεταξύ τους διαφορές ήταν έτοιμοι στις παραμονές του αγώνα να συμπράξουν υπό τη γενική ηγεσία του αναγνωρισμένου από το Σουλτάνο τοπικού άρχοντα με τον τίτλο του μπέη της Μάνης, Πέτρου Μαυρομιχάλη. Φυσικά, η σπουδαιότερη προϋπόθεση προκειμένου να πάρουν μέρος στον αγώνα οι Μανιάτες ήταν να λάβει τη σχετική απόφαση ο Πετρόμπεης, κάτω από την εξουσία του οποίου θα συντάσσονταν όλοι οι πολέμαρχοι.
Η προεπαναστατική προετοιμασία
Τον Οκτώβριο του 1819 οι αρχηγοί συγκεντρώθηκαν στις Κιτριές, στο σπίτι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, του τελευταίου μπέη της Μάνης, και υπέγραψαν συμφωνία για συνεννόηση και κοινή προετοιμασία. Στη Μάνη, όπως και σε άλλες επαρχίες της Πελοποννήσου, υπήρχαν διαφωνίες ως προς το ποιος ήταν ο κατάλληλος χρόνος για την έναρξη της επανάστασης. Οι οικογένειες των Μούρτζηνων (ή Τρουπάκηδων) και των Τζαννετάκηδων είχαν ταχθεί υπέρ της γρήγορης έναρξής της. Αντίθετα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και οι συντηρητικοί πρόκριτοι της Καλαμάτας για μεγάλο χρονικό διάστημα διατηρούσαν επιφυλάξεις όχι για τον αγώνα καθεαυτό, αλλά για την εξασφάλιση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες το κίνημα θα μπορούσε να φτάσει σε αίσιο αποτέλεσμα. Ήθελαν κυρίως να προετοιμαστεί η επανάσταση στη Μάνη, η οποία και το κατάλληλο έδαφος διέθετε αλλά και περισσότερη δύναμη σε άντρες και όπλα.
Καθώς το κύρος του Πετρόμπεη και η επιρροή του στον πληθυσμό της επαρχίας καθιστούσαν απαραίτητη τη συμμετοχή του στον αγώνα, από καιρό οι Φιλικοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κατανικήσουν τους δισταγμούς του. Ο Περραιβός ήδη από τον προηγούμενο χρόνο είχε έρθει στη Μάνη με σκοπό να συμφιλιώσει τις αλληλομισούμενες ηγετικές οικογένειες του τόπου. Ο Πετρόμπεης είχε μυηθεί στην Εταιρεία αλλά χωρίς να του αποκαλυφθεί ποτέ η αρχή, πράγμα το οποίο σταθερά επεδίωκε. Είχε, βέβαια, φανταστεί όπως και πολλοί άλλοι ότι μυστικός αρχηγός ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας και ότι την όλη υπόθεση κινούσε η ρωσική πολιτική. Για να επικοινωνήσει, λοιπόν, με τον υποτιθέμενο αρχηγό ανέθεσε στο φίλο και έμπιστο σύμβουλό του για τις υποθέσεις της Μάνης Καμαρηνό Κυριακό από την Καλαμάτα, που βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη για εμπορικούς λόγους, να μεταβεί στη Ρωσία με επιστολή του προς τον Καποδίστρια στην οποία εξέθετε όσα σκεπτόταν και θεωρούσε επιβαλλόμενα για το κίνημα, κυρίως όσα αφορούσαν την οικονομική πλευρά της προετοιμασίας.
Ο Καμαρηνός ύστερα από μακρύ ταξίδι έφτασε στην Πετρούπολη, όπου ο Καποδίστριας του δήλωσε ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στα πράγματα της Εταιρείας ούτε και θα μπορούσε να έχει, γιατί η ρωσική πολιτική ήταν εντελώς ξένη προς την επιχειρούμενη επανάσταση. Εκεί ο Καμαρηνός πληροφορήθηκε ότι η αρχηγία είχε ανατεθεί στον Υψηλάντη, ο οποίος βρισκόταν στη νότια Ρωσία, για να προετοιμάσει τα ζητήματα του αγώνα. Έτσι αποφάσισε να στραφεί σε αυτόν για την εκπλήρωση του σκοπού του ταξιδιού του. Κατόρθωσε τελικά να τον συναντήσει στο Κισνόβ, όταν δηλαδή είχαν τελειώσει οι επαφές και οι συνομιλίες στο Ισμαήλιο και είχε πλέον ληφθεί η απόφαση να ξεκινήσει η επανάσταση από τη Μολδοβλαχία. Έτσι ο Υψηλάντης του απάντησε ότι εξαιτίας των μεγάλων δαπανών για τη δημιουργία στρατού στις παραδουνάβιες ηγεμονίες δε θα μπορούσε να ικανοποιήσει στο ελάχιστο τα οικονομικά αιτήματα του Πετρόμπεη.
Ο Καμαρηνός επεδίωξε να τον συναντήσει εκ νέου και του επανέλαβε με φορτικότητα τα αιτήματά του. Τελικά αποχώρησε οργισμένος καταλήγοντας στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η Φιλική Εταιρεία είχε πάψει προ πολλού να υφίσταται και ότι το κίνημα που ετοίμαζε ο Υψηλάντης δεν είχε σχέση με την εθνεγερσία αλλά με ιδιοτελείς σκοπούς του αρχηγού που επεδίωκε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της οικογένειάς του. Με τον τρόπο αυτό κατέστη ύποπτος και παρακολουθούνταν. Κατά την επιστροφή του, όταν οι περί τον Υψηλάντη είχαν αρχίσει τη δράση τους στη Μολδοβλαχία, ενώ βρισκόταν σε ένα σλέπι για να διαβεί το Δούναβη, δολοφονήθηκε από τους ναύτες του πλοιαρίου Καραβιά και Σφαέλλο ύστερα από εντολή του Ευμορφόπουλου που εκτελούσε διαταγή ανωτέρου του. Τα γεγονότα αυτά, για τα οποία ο Πετρόμπεης δεν είχε καμία ενημέρωση, είχαν συμβεί το τελευταίο διάστημα πριν από την επανάσταση.
Ακολουθώντας τις εντολές της Φιλικής Εταιρείας ο Χριστόφορος Περραιβός ξαναπήγε στη Μάνη μετά από τη σύσκεψη στο Ισμαήλιο επιφορτισμένος να ανακοινώσει στους Μανιάτες τις παραγγελίες του Υψηλάντη για σύντομη έναρξη της επανάστασης πρώτα από την πατρίδα τους και να τους ζητήσει να προβούν στις απαραίτητες προετοιμασίες.
Ο Πετρόμπεης είχε με επιτυχία κατορθώσει να καλύψει την παρουσία και τη δράση των οπλαρχηγών. Το γεγονός όμως ότι παράλληλα οι Φιλικοί της Κωνσταντινούπολης είχαν βοηθήσει το γιο του Γεώργιο, που τον κρατούσαν οι Τούρκοι όμηρο στην Κωνσταντινούπολη ως εγγυητή της πατρικής πίστης προς τον σουλτάνο να δραπετεύσει και η συνακόλουθη άφιξη του νέου στη Μάνη, όπου και μετέδιδε με ενθουσιασμό τις ιδέες του υπέρ της επανάστασης δεν έμειναν άγνωστα στους Τούρκους και ενοχοποίησαν ακόμη περισσότερο τον Πετρόμπεη, που η απειθαρχία του στην εντολή να συλλάβει τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα τον είχαν ήδη καταστήσει ύποπτο στην τουρκική διοίκηση, η οποία μάλιστα σχεδίαζε την αντικατάστασή του ως «μπάσμπογλου» της Μάνης. Οι υποψίες των Τούρκων μετριάστηκαν κάπως όταν στα τέλη Φεβρουαρίου ο Τούρκος διοικητής της Πελοποννήσου, προκειμένου να αποδυναμώσει το ενδεχόμενο της εξέγερσης στην επικράτειά του, κάλεσε όλους τους αρχιερείς και τους προκρίτους της Πελοποννήσου στην Τριπολιτσά, με το πρόσχημα της σύσκεψης, στην πραγματικότητα όμως, για να τους κρατήσει εκεί. Ο Πετρόμπεης κατόρθωσε να αποφύγει τη μετάβασή του στην Τρίπολη προφασιζόμενος ασθένεια έστειλε όμως στη θέση του το γιο του Αναστάσιο, καθησυχάζοντας την απρόσκοπτη δράση των καπεταναίων.
Οι γιοι του Πετρόμπεη, νέοι σε ηλικία, αποφασιστικοί και γενναίοι, εκμηδένισαν τους δισταγμούς του. Δύο σπουδαίοι άνδρες, ο Παπαφλέσσας και ο Περραιβός, λειτουργούσαν ως δίαυλοι επικοινωνίας με τον μπέη και τους άλλους αρχηγούς, ενώ από την νoτιοδυτική Αρκαδία ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που συγκέντρωνε από το Φεβρουάριο τρόφιμα και πολεμοφόδια, βρισκόταν σε συχνή επικοινωνία με τους προκρίτους της Αχαΐας που βρίσκονταν στην περιφέρεια των Καλαβρύτων και με τον Πετρόμπεη. Έτσι, επί της ουσίας ο Κανέλλος Δεληγιάννης υπήρξε τρόπον τινά ο συντονιστής της έναρξης του αγώνα στις δύο εκείνες σημαντικές περιφέρειες της Πελοποννήσου και εξαιτίας των ενεργειών του εξηγείται ο συγχρονισμός των γεγονότων στην Αχαΐα και τη Μεσσηνία.
Η κήρυξη της επανάστασης (17 Μαρτίου 1821) και οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις
Από τις γραπτές πηγές παραδίδεται ότι τις παραμονές της επανάστασης οι αρχιερείς και πρόκριτοι της Αχαΐας, που επίσης είχαν αποφύγει την κράτησή τους στην Τριπολιτσά, ζήτησαν από τον Πετρόμπεη να αρχίσει πρώτη η Μάνη τον αγώνα. Έτσι, ακολούθησε η συγκέντρωση όλων των Μανιατών οπλαρχηγών, ύστερα από πρόσκληση του Πετρόμπεη, την 17η Μαρτίου 1821, στην Τσίμοβα, τη σημερινή Αρεόπολη, που ήταν η πρωτεύουσα των Μαυρομιχαλαίων. Εκεί «συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων», όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, και ο παριστάμενος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανέλαβε να διαβιβάσει την απόφαση αυτή στους οπλαρχηγούς της Μεσσηνίας, της Αρκαδίας και της Αχαΐας. Στην μαρτυρία όμως του Ι. Κολοκοτρώνη δεν αναφέρεται ο τόπος που έγινε η συγκέντρωση των Μανιατών, ούτε αν σε αυτή συμμετείχε ο Πετρόμπεης. Αξιοσημείωτη είναι και η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς για τα γεγονότα της Αρεόπολης από τον ίδιο το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ο οποίος συμφώνα με τα απομνημονεύματά του από τις 6 Ιανουαρίου μέχρι τις 22 Μαρτίου του 1821 βρισκόταν στην Καρδαμύλη. Σε συγκέντρωση (σύσκεψη) Μανιατών αναφέρεται και ο Ιωάννης Φιλήμων, με απόντα όμως τον Πετρόμπεη. Και σε αυτήν την αναφορά δεν προσδιορίζεται ο τόπος και ο χρόνος που έγινε η συγκέντρωση αυτή. Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο σημείο του βιβλίου του αναφέρει ότι η Μάνη επαναστάτησε στις 22 Μαρτίου 1821. Σε αυτό συμφωνεί και Α. Φραντζής. Ο ίδιος ο Πετρόμπεης δύο μέρες μετά την εικαζόμενη ύψωση της επαναστατικής σημαίας στην Αρεόπολη, σε επιστολή του προς του Υδραίους, όχι μόνο δεν τους ενημερώνει για την κήρυξη της επανάστασης, αλλά εμφανίζεται να κρατά επιφυλακτική θέση απέναντί της, επικαλούμενος έλλειψη των απαραίτητων εφοδίων. Στην τοπική παράδοση, το γεγονός διασώθηκε σαν θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της πόλης, μπροστά στο ναό των Ταξιαρχών, και στη θέση «Κοτρώνι» ύψωσαν την πρώτη επαναστατική σημαία, πρόχειρα κατασκευασμένη από λευκό ύφασμα, με γαλάζιο σταυρό στο κέντρο. Στην επάνω πλευρά έγραφε «Νίκη ή Θάνατος» (και όχι «Ελευθερία», γιατί η Μάνη θεωρείτο ελεύθερη), και στην κάτω «ταν ή επί τας». Η σημαία ευλογήθηκε από τους ιερείς και όλοι οι αρχηγοί, με προεξάρχοντα τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη, ορκίσθηκαν γονυπετείς ότι ενωμένοι θα αγωνιστούν για την ελευθερία του έθνους. Αυτή η παράδοση από παλαιά είχε λάβει το χαρακτήρα βεβαιωμένης ιστορικής πραγματικότητας με την καθιέρωση τοπικών λαϊκών εορτών κάθε 17 Μαρτίου. Μετά από αυτό, το κράτος κήρυξε την 17 Μαρτίου ως ημέρα εθνικού εορτασμού στην Αρεόπολη. Ατυχώς τα οικογενειακά αρχεία των Μανιατών άλλα χάθηκαν και άλλα καταστράφηκαν ενώ από τους Μανιάτες κανείς δεν έγραψε απομνημονεύματα, έτσι ώστε δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για την τελετή.
Μια άλλη ωστόσο εκδοχή των γεγονότων δίνει ο Μανιάτης ιστορικός Β. Πατριαρχέας. Σύμφωνα με αυτήν, η απόφαση για την έναρξη της επαναστάσεως στη Μάνη πάρθηκε στις Κιτριές (έδρα του Μπέη) και όχι στην Αρεόπολη, λίγες μέρες μετά την 17η Μαρτίου (ημέρα αναχώρησης του Πετρόμπεη από την Αρεόπολη για τις Κιτριές) και μάλιστα μετά από αρκετές συσκέψεις που έκανε ο Πετρόμπεης με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς της Μάνης, στις οποίες συμμετείχε και ο Κολοκοτρώνης.
Τις μέρες που ακολούθησαν σημειώθηκαν δύο εξορμήσεις των Μανιατών. Η πρώτη, από τους αρχηγούς της Ανατολικής Μάνης υπό τους Γρηγοράκηδες, προς τη Μονεμβασιά και το Μυστρά, όπως πιστοποιείται από επιστολή του Πρωτοσύγκελλου Γεράσιμου προς τον Παναγιώτη Κοσονάκο, όπου γνωστοποιείται η έναρξη του πολέμου και μεταφέρεται η προτροπή για τη διάδοση της είδησης.
Η απελευθέρωση της Καλαμάτας
Έτσι ο Πετρόμπεης κήρυξε την επανάσταση στη Μάνη ενώ οι αρχηγοί της Δυτικής Μάνης υπό την ηγεσία του συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στη Μεσσηνία και κινήθηκαν προς την Καλαμάτα. Τις ίδιες μέρες, γύρω στα μέσα του Μαρτίου, έφτασε στο λιμάνι του Αρμυρού το φορτωμένο με πολεμοφόδια πλοίο, που είχαν στείλει οι Σμυρνιοί και Αϊβαλιώτες Φιλικοί. Ο Παπαφλέσσας αμέσως ειδοποίησε τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά) και τον Αναγνωσταρά, που βρίσκονταν στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, για την άφιξη του πολύτιμου φορτίου και τους ανέθεσε την επικίνδυνη αποστολή της μεταφοράς του. Προηγουμένως με τέχνασμα κατάφερε να πείσει τον Πετρόμπεη να δώσει άδεια εκτελωνισμού του φορτίου, εκθέτοντάς τον έτσι στους Τούρκους σε περίπτωση αποκάλυψης του περιεχομένου του. Δυστυχώς η με απόλυτη μυστικότητα μεταφορά του φορτίου κατά τη διάρκεια της νύχτας διεκόπη από το πρώτο φως της ημέρας λίγο έξω από την Καλαμάτα.
Ο βοεβόδας της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου πληροφορήθηκε αμέσως τη μεταφορά του φορτίου από ενόπλους χωρικούς και ζήτησε να μάθει τι συνέβαινε. Οι πρόκριτοι του απάντησαν πως οι χωρικοί μετέφεραν λάδι και ήταν ένοπλοι από τον φόβο των ληστών. Ο Αρναούτογλου, που δεν είχε ακόμα αντιληφθεί την παγίδα που στηνόταν, αποφάσισε να ζητήσει ενισχύσεις από τον Πετρόμπεη. Έτσι στις 20 Μαρτίου έφτασε στην Καλαμάτα σώμα 150 Μανιατών υπό τον γιο του Πετρόμπεη Ηλία Μαυρομιχάλη για να προστατεύσει δήθεν την πόλη. Αυτός μάλιστα συμβούλευσε τον Αρναούτογλου να ζητήσει από τον Πετρόμπεη κι άλλες ενισχύσεις, γιατί είχε πληροφορίες ότι επρόκειτο να εισβάλουν κλέφτες στην Καλαμάτα με σκοπό τη λεηλασία της πόλης. Έτσι, ο Αρναούτογλου έσπευσε να ειδοποιήσει τον Πετρόμπεη να στείλει στην πόλη κι άλλους Μανιάτες. Αυτό ήταν το σύνθημα που περίμεναν οι καπετάνιοι, που είχαν συγκεντρωθεί στις Κιτριές, και είχαν πια πείσει τον Πετρόμπεη να ηγηθεί του Αγώνα.
Ο Αρναούτογλου, που γνώριζε ελληνικά, αντελήφθη πια καθαρά τι συνέβαινε. Δεν τόλμησε να πειράξει τους Έλληνες της πόλης του, έντρομος όμως ειδοποίησε τους Τούρκους της πόλης να ετοιμαστούν για να φύγουν προς την Τριπολιτσά, που θεωρούνταν ασφαλές καταφύγιο. Μόλις όμως οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν ότι ο Νικηταράς κατείχε τα στενά προς την Αρκαδία έχοντας αποκόψει τον δρόμο προς το κέντρο της Πελοποννήσου κανείς δεν τόλμησε να φύγει από την πόλη παρά μόνο ένας χειρουργός γιατρός, ο οποίος αναχώρησε με την οικογένειά του, μόνο για να δολοφονηθεί ύστερα από λίγο και η χήρα του να επιστρέψει κλαίγοντας στην πόλη μαζί τα ορφανά.
Συγκεντρώθηκαν τότε όλοι οι Τούρκοι στα ισχυρά σπίτια της πόλης για να αντιτάξουν άμυνα. Όταν όμως το πρωί της 23ης Μαρτίου οι ένοπλοι επαναστάτες εισήλθαν στην πόλη, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και οι θείοι του Ιωάννης και Αντώνιος επικεφαλής επαναστατικής δύναμης κατέλαβαν σημεία της πόλης. Ταυτόχρονα διαβιβάστηκε επιστολή προς τον Αρναούτογλου εκ μέρους του Πετρόμπεη, με την οποία εκείνος του γνωστοποιούσε ότι απέστειλε τον Ηλία και τους υπόλοιπους Μαυρομιχαλαίους για να τον προφυλάξουν από επίθεση κλεφτών.
Ο Πετρόμπεης βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν επικεφαλής δύο χιλιάδων ενόπλων ως αρχιστράτηγος των «σπαρτιατικών δυνάμεων». Μαζί του συνεκστράτευσαν και άλλοι αρχηγοί της Μάνης, που εγκατέλειψαν τις παλιές φιλονικίες μεταξύ τους: οι Καπετανάκηδες, ο Χρηστέας, οι Κουμουνδουράκηδες, οι Κύβελοι, οι Γρηγοράκηδες, οι Τρουπάκηδες. Με τους Μανιάτες ενώθηκαν επίσης ο Αναγνωσταράς, ο Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς, για να είναι η ενέργεια κοινή και συντονισμένη. Μαζί τους συνοδοιπορούσε και μια παράξενη φιγούρα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, άοπλος, κρατώντας μακρύ ραβδί και φέροντας το ερυθρό ένδυμα του αξιωματικού των επτανησιακών ταγμάτων. Το σώμα αυτό εισήλθε στην πόλη, ενώ ο Αρναούτογλου και οι άλλοι Τούρκοι βρίσκονταν ακόμη κλεισμένοι στα σπίτια τους. Ο λαός υποδέχθηκε τον Πετρόμπεη με αλαλαγμούς. Η Καλαμάτα ήταν ήδη στα χέρια του.
Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης συνέστησε στον Αρναούτογλου να παραιτηθεί από τη μάταιη αντίσταση και να παραδοθεί. Πραγματικά, ο Τούρκος διοικητής παρέδωσε την ίδια ημέρα με πρωτόκολλο την πόλη και τον τουρκικό οπλισμό. Το μεσημέρι στις όχθες του χειμάρρου Νέδωνος εμπρός από τη βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, ενώ αντηχούσαν οι χαρούμενες κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών και οι θριαμβευτικές ιαχές των Ελλήνων, 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν, ύστερα από μια συγκινητική δοξολογία, τις ελληνικές σημαίες και όρκισαν τους αγωνιστές.
Η ίδρυση της Μεσσηνιακής Γερουσίας και η προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις
Επακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών και αποφασίσθηκε η ίδρυση μιας επαναστατικής επιτροπής, η οποία ονομάσθηκε «Μεσσηνιακή εν Καλαμάτα Γερουσία» και ανέλαβε τον συντονισμό του Αγώνα. Τιμητικά η ηγεσία δόθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που έφερε πια τον τίτλο του «αρχιστράτηγου των Σπαρτιατικών δυνάμεων». Την ίδια μέρα η Μεσσηνιακή Γερουσία εξέδωσε προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές αυλές, της οποίας σώζεται το πρωτότυπο. Με αυτήν η Μεσσηνιακή Γερουσία γνωστοποιούσε στους χριστιανικούς λαούς την απόφαση του έθνους, ύστερα από αιώνες ανυπόφορης δουλείας, να αποτινάξει τον ζυγό και ζητούσε τη συνδρομή τους:
«Προκήρυξις πρὸς τὰς εὐρωπαϊκὰς Αὐλὰς
ἐκ μέρους τοῦ φιλογενοῦς Ἀρχιστρατήγου τῶν Σπαρτιατικῶν στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και τῆς Μεσσηνιακῆς Γερουσίας τῆς ἐν Καλαμάτᾳ.
Ὁ ανυπόφορος ζυγὸς τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας εἰς τὸ διάστημα ἑνὸς καὶ ἐπέκεινα αἰώνος κατήντησεν εἰς μίαν ἀκμήν, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ ἄλλο εἰς τοῦς δυστυχεῖς Πελοποννησίους Γραικοὺς εἰμὴ μόνον φωνὴ καὶ αὐτὴ διὰ νὰ ὠθῇ κυρίως τοὺς κρυφίους ἀναστεναγμούς των. Εἰς τοιαύτην ὄντες ἀθλίαν κατάστασιν, στερημένοι ἀπὸ ὅλα τὰ δίκαιά μας, μὲ μίαν γνώμην ὁμοφώνως ἀπεφασίσαμεν νὰ λάβωμεν τὰ ὅπλα καὶ νὰ ὁρμήσωμεν κατὰ τῶν τυράννων.
Πᾶσα πρὸς ἀλλήλους φατρία καὶ διχόνοια, ὡς καρποὶ τῆς τυραννίας, ἀπερρίφθησαν εἰς τὸν βυθὸν τῆς λήθης, καὶ ἅπαντες πνέομεν πνοὴν ἐλευθερίας. Αἱ χεῖρες μας, αἱ ὁποῖαι ἦσαν δεδεμέναι μέχρι τοῦ νῦν ἀπὸ τὰς σιδηρὰς ἀλύσους τῆς βαρβαρικῆς τυραννίας, ἐλύθησαν ἤδη καὶ ἔλαβον τὰ ὅπλα κατὰ τῶν τυράννων. Οἱ πόδες μας, οἱ περιπατοῦντες ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ εὶς τὰς ἐναγκαρεύσεις τῆς ἀσπλαγχνίας, τρέχουν εἰς ἀπόκτησιν τῶν δικαιωμάτων μας. Ἡ κεφαλή μας, ἡ κλίνουσα τὸν αὐχένα ὑπὸ τὸν σκληρὸν ζυγόν, τὸν ἀπετίναξεν ἤδη καὶ ἄλλο δὲν φρονεῖ εἰμὴ τὴν ἐλευθερίαν της. Ἡ γλῶσσα μας, ἡ ἀδυνατοῦσα νὰ προφέρῃ λόγον ἐκτὸς τῶν ἀνωφελῶν παρακλήσεων πρὸς ἐξιλέωσιν τῶν τυράννων, κράζει τώρα μεγαλοφώνως, καὶ κάμνῃ νὰ ἀντηχῇ ὁ ἀὴρ τὸ γλυκύτατον ὄνομα τῆς ἐλευθερίας. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἀπεφασίσαμεν ἢ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἢ νὰ ἀποθάνωμεν.
Διὸ παρακαλοῦμεν τὴν συνδρομὴν ὅλων τῶν ἐξευγενισμένων εὐρωπαϊκῶν γενεῶν, ὥστε νὰ δυνηθῶμεν νὰ φθάσωμεν ταχύτερον εἰς τὸν ἱερὸν καὶ δίκαιον σκοπόν μας, καὶ νὰ λάβωμεν τὰ δίκαιά μας καὶ ν’ ἀναστήσωμεν τὸ ταλαιπωρημένον ἑλληνικὸν γένος μας.
Δικαίῳ τῷ λόγῳ ἠ μητέρα μας Ἑλλάς, ἐκ τῆς ὁποίας καὶ σεῖς ἐφωτίσθητε, ἀπαιτεῖ ὅσον τάχιστα τὴν φιλάνθρωπον συνδρομήν σας καὶ διὰ χρημάτων, καὶ διὰ ὅπλων, καὶ διὰ συμβουλῶν, τῶν ὁποίων εἴμεθα εὐέλπιδες ὅτι θέλει ἀξιωθῶμεν, καὶ ἡμεῖς θέλομεν σᾶς ὁμολογεῖ ἄκραν ὑποχρέωσιν καὶ ἐν καιρῷ θέλομεν δείξει καὶ πραγματικῶς τὴν ὑπὲρ τῆς συνδρομῆς σας εὐγνωμοσύνην μας.
Ἐν τῷ Σπαρτιατικῷ στρατοπέδῳ τῆς Καλαμάτας
τῇ 23η Μαρτίου 1821
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ
Ἡγεμὼν καὶ Ἀρχιστράτηγος
ΚΑΙ Η ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΗ ΓΕΡΟΥΣΙΑ ΕΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ».
Αυτή η διακήρυξη, που αποτελεί θαυμαστό για την εποχή του μνημείο του γραπτού λόγου, ανταποκρινόταν πλήρως στο πνεύμα της επανάστασης εκφράζοντας με λυρισμό το πνεύμα της αυτοθυσίας και την αγάπη για την ελευθερία. Η πατρότητά της αποδόθηκε από τους μελετητές σε διάφορα πρόσωπα που παρευρίσκονταν τότε στην Καλαμάτα. Το πιθανότερο είναι ότι προσχέδιο της διακήρυξης είχε φέρει μαζί του ο Παπαφλέσσας από το Ισμαήλιο και προερχόταν από το περιβάλλον του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Η χρονολόγηση της διακήρυξης συμπίπτει σχεδόν με τη διακήρυξη του Αχαϊκού Διευθυντηρίου των Πατρών, η οποία γράφτηκε την 25η Μαρτίου αλλά επιδόθηκε στους προξένους την 26η. Είναι πιθανό να είχε συνταχθεί ήδη από την 23η Μαρτίου, αλλά τέθηκε η ημερομηνία 25 Μαρτίου λόγω του συμβολισμού και διότι η ημέρα αυτή είχε προ πολλού οριστεί ως ημέρα της επανάστασης. Υπάρχει αντίγραφο αυτής της διακήρυξης στα αρχεία του Λονδίνου με χρονολογία 23 Μαρτίου αλλά σ' αυτό πιθανώς τέθηκε αναδρομική ημερομηνία. Στη βρετανική εφημερίδα Morning Chronicle της 15 Ιουνίου 1821, η προκήρυξη φέρει ημερομηνία 25 Μαρτίου (Παλ. Ημ.). Στην Ελλάδα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Σάλπιγξ Ελληνική» την 25η Αυγούστου 1821 με ημερομηνία 28 Μαρτίου, αλλά αυτή είναι η ημέρα της πρώτης σύγκλησης της Μεσσηνιακής Γερουσίας. Ορθή θεωρείται η ημερομηνία που παραδίδει και ο Τρικούπης, η 25η Μαρτίου 1821.
Μετά τη διακήρυξη προς τα Ανακτοβούλια της Ευρώπης ο Πετρόμπεης απηύθυνε ιδιαίτερη διακοίνωση προς τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο, θεωρώντας τον ευμενώς διακείμενο προς τους Έλληνες, και επιπρόσθετα συνέταξε επιστολή προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, στον οποίο ανέφερε τα γεγονότα και τις ανάγκες των επαναστατών. Οι τελευταίες αυτές κινήσεις πιστοποιούν το γεγονός ότι ο Πετρόμπεης αγνοούσε την αποτυχία του Καμαρηνού στην Πετρούπολη.
Ο Φιλήμων θεωρεί την υπό τον Μαυρομιχάλη Μεσσηνιακή Γερουσία ως το «δεύτερο επαναστατικό διευθυντήριο», με πρώτο εκείνο των Πατρών υπό τους Γερμανό, Ζαήμη, Παπαδιαμαντόπουλο, Λόντο κτλ., και τρίτο το αρχηγείο του Κολοκοτρώνη.
Οι επόμενες κινήσεις των επαναστατών
Συγχρόνως στην πρώτη αυτή σύσκεψη της Μεσσηνιακής Γερουσίας συζητήθηκε ποιο έπρεπε να ήταν το αμέσως επόμενο βήμα της Επανάστασης. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να κατευθυνθούν όλοι μαζί προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου, για να γενικεύσουν την επανάσταση και να εμποδίσουν την ενίσχυση της Τριπολιτσάς από τους Τούρκους που συνεχώς κατέφθαναν εκεί από όλες τις επαρχίες. Αντίθετα οι Μεσσήνιοι και μαζί τους και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποστήριζαν ότι έπρεπε πρώτα να ενισχυθούν οι ασθενείς επαρχίες της Κορώνης και της Μεθώνης, όπου οι κάτοικοι κινδύνευαν από τους κλεισμένους στα κάστρα Τούρκους. Τελικά αποφασίσθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με τους πιο ηλικιωμένους προκρίτους (Καπετανάκηδες, Πατριαρχέα κλπ.) να παραμείνουν στην Καλαμάτα για τον συντονισμό των επιχειρήσεων και τον ανεφοδιασμό των αγωνιστών, ενώ από τους οπλαρχηγούς ο Κολοκοτρώνης, με τον Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά να προχωρήσουν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Οι υπόλοιποι θα κατευθύνονταν προς τα μεσσηνιακά κάστρα και θα άρχιζαν την πολιορκία τους.
Πραγματικά την επομένη της απελευθέρωσης της Καλαμάτας (24 Μαρτίου), ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ξεκίνησε για την Αρκαδία. Στους 30 δικούς του άνδρες προστέθηκαν 200 του Μούρτζηνου και 70 του Πετρόμπεη. Με μια πρόχειρη σημαία μπροστά, οι 300 αγωνιστές έφθασαν την ίδια ημέρα στον πρώτο τους σταθμό, στη Σκάλα. Εκεί ήλθαν ο Αναγνωσταράς και ο Παπαφλέσσας κι έστειλαν στους κατοίκους της Αρκαδίας επιστολή στην οποία έγραφαν: «Η ώρα έφθασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. Τα πάντα είναι δικά μας και ο Θεός του παντός μεθ' ημών έσεται. Μη πτοηθήτε εις το παραμικρόν...». Τους διαβεβαίωναν μάλιστα πως οι ίδιοι έφθαναν με «10.000 στρατεύματα». Η επιστολή είχε γραφτεί την προηγούμενη ημέρα στην Καλαμάτα και έτσι έχει ημερομηνία 23 Μαρτίου.
Στις 25 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι οπλαρχηγοί ξεκίνησαν από τη Σκάλα με τον μικρό στρατό τους, αφού έρριξαν "καμμιά χιλιάδα τουφέκια, τρείς μπαταριαίς, διά ν' ακούση ο κόσμος να σηκωθή κατά την παραγγελίαν. », όπως ο Κολοκοτρώνης αφηγείται στα απομνημονεύματά του. Ο ίδιος επίσης συγκινημένος από την υποδοχή που τους έκαναν οι κάτοικοι κάθε περιοχής από όπου περνούσαν, καθώς οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, οι παπάδες τους ευλογούσαν και ο κόσμος τους φιλούσε, γράφει: «μου ήρχετο... να κλαύσω από την προθυμία που έβλεπα». Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε στους κατοίκους των χωριών και η εμφάνιση του Παπαφλέσσα που, κατά τον Φωτάκο, φορούσε περικεφαλαία. Για τους ελάχιστους που δείλιαζαν η διαταγή του Κολοκοτρώνη ήταν «όποιο χωριό δεν ήθελε ν' ακολουθήση την φωνή της πατρίδος, τσεκούρι και φωτιά». Αντίθετα με τη χαρά των Ελλήνων, η είδηση πως έρχεται ο Κολοκοτρώνης δημιούργησε πανικό στους Τούρκους που έντρομοι έσπευσαν να κλεισθούν στα κάστρα. Πολλοί από αυτούς διατηρούσαν την ελπίδα ότι από εκεί θα μπορούσαν αργότερα να οργανώσουν επιθέσεις και να ξαναγυρίσουν στα χωριά τους, όπως και πριν 50 χρόνια, όταν οι ραγιάδες είχαν εξεγερθεί. Έτσι οι Τούρκοι της Ανδρούσας έσπευσαν στα κάστρα της Μεσσηνίας, και οι Τούρκοι του Λεονταρίου στην Τριπολιτσά.
Την ίδια ημέρα που απελευθερώθηκε η Καλαμάτα επαναστάτησε και η ανατολική Μάνη. Στις 23 Μαρτίου στο Μαραθωνήσι (Γύθειο) οι Γρηγοράκηδες, που είχαν ήδη έλθει σε συνεννόηση με τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ύψωσαν την επαναστατική σημαία. Αμέσως κατευθύνθηκαν προς τη Μονεμβασιά. Οι Τούρκοι της περιοχής, παρά τις διαβεβαιώσεις των κατοίκων, με τους οποίους διατηρούσαν φιλικές σχέσεις, πως δεν υπήρχε κίνδυνος, κλείσθηκαν στο φρούριο, γιατί τρομοκρατήθηκαν από Βαρδουνιώτες πρόσφυγες που κατέφυγαν εκεί και έφεραν την είδηση ότι «οι επαναστάτες ενισχύονταν από τους Φράγκους». Τότε οι Μονεμβασίτες υπό τον Παναγιώτη Καλογερά και τους αδελφούς Δεσποτόπουλους επαναστάτησαν (28 Μαρτίου) και με την ενίσχυση των Μανιατών και των Κυνουραίων και άλλων (ακόμη και σώμα Κρητών υπό τον Κούμη) άρχισαν, μετά από δοξολογία που τέλεσε ο επίσκοπος Έλους Άνθιμος, την πολιορκία του κάστρου με γενικό αρχηγό τον Πιέρρο Μαγγιόρο Γρηγοράκη (τέλη Μαρτίου). Όπως αναφέρει ο Φιλήμων είχαν εκεί καταφύγει 4.500 Τούρκοι, και διέθεταν τρόφιμα μόνο για δυο μήνες.
Πηγές
- Αλλαμανή, Έφη (1974). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ΙΒ. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. ISBN 9602131012.
- Φιλήμων, Ιωάννης (1860). Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ.3. Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου