Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Τα χριστόψωμα της Μάνης

 ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ της συγγραφέως, ερευνήτριας λαογραφίας

Ελένης Τζικάκου

 «Του Χριστού χριστόψωμα,
τα Φώτα τηγανίδες
και την Λαμπρή τυρόπιττες,
τ' Αγιού Πετριού κουλούρες».
(τετράστιχο της Μάνης)


Σύντομη ιστορία του άρτου
στην Λακεδαίμονα

Ο άρτος είναι ένα από τα θεμελιώδη αγαθά της διατροφής μας εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η ιστορία του ξεκινά από πολύ παλιά και αναφέρεται ως βασική τροφή των ανθρώπων από τη νεολιθική εποχή. Το βασικό υλικό με το οποίο παρασκευάζεται είναι το σιτάρι, η καλλιέργειά του οποίου σχετίζεται με διάφορες συνήθειες και θρησκευτικές τελετές ήδη από την αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον μύθο η θεά Δήμητρα δώρισε στον Τριπτόλεμο από την Ελευσίνα το σιτάρι, το κριθάρι και τους άλλους δημητριακούς καρπούς, και του δίδαξε την καλλιέργεια της γης και τα μυστικά της γεωργίας με σκοπό να τα μεταδώσει στον κόσμο. Έτσι οι σπόροι προς τιμήν της ονομάστηκαν δημητριακά. Κατά την αρχαία παράδοση ο χερόμυλος με τον οποίο αλέθονται τα δημητριακά εφευρέθηκε από τον Μύλη, γιο του αυτόχθονα βασιλιά της Λακωνίας Λέλεγα και ο φούρνος από τον άλλο του γιο τον Πολυκάονα. Ο περιηγητής της αρχαιότητας Παυσανίας, αναφέρει πως οι δημητριακοί καρποί αλέστηκαν για πρώτη φορά στη θέση «Αλεσίαι» της Λακεδαίμονος, ΝΔ της Σπάρτης. «Λένε πως ο Μύλης, ο γιός του Λέλεγα, εκείνος που ανακάλυψε πρώτος το μύλο άλεσε στην περιοχή των Αλεσιών».[1] Η Αλεσία ήταν αδελφή τους. Στη Μυκηναϊκή εποχή (περίπου 1200 π.Χ. ) συναντάμε τα πρώτα αρτοποιεία. Στα ομηρικά έπη είναι αρκετές οι περιγραφές των τραπεζιών στα οποία υπάρχει ψωμί, μάλιστα ο Όμηρος χαρακτήριζε τους Έλληνες «ψωμοφάγους».
Ο Ιησούς ευλόγησε την μεσογειακή τριάδα της διατροφής «τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον» ως τους τρεις βασικούς πυλώνες για την επιβίωση των ανθρώπων. Το ψωμί αποτελεί αναπόσπαστο λατρευτικό στοιχείο της ορθόδοξης λατρείας και θεωρείται ιερό.
Τα βυζαντινά χρόνια «κύρια τροφή των Βυζαντινών ήτο, ως εικός, ο άρτος, το ψωμίν», ενώ «ως αρίστης ποιότητος άρτος κατά τον μεσαίωνα θεωρείτο ο καθαρός, ο κατασκευασμένος δήλα δη εκ σιτίνου άνευ πιτύρου αλεύρου, μεθ’ ου δεν είχεν αναμιχθή άλλων δημητριακών καρπών άλευρον». [2]


Ο άρτος στην θρησκευτική παράδοση
και στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων
της Μάνης

Ο άρτος λοιπόν, εδώ και χιλιάδες χρόνια, κατέχει μια σημαντικότατη θέση στη διατροφή των ανθρώπων, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το σιτάρι μαζί με το ελαιόλαδο και το κρασί αποτελούν το πρώτο θεμέλιο της λεγόμενης μεσογειακής τριάδας. «Πρώτα θεμέλια του σπιτιού ψωμί, κρασί και λάδι» λέει ο σοφός λαός, μας προκειμένου να αναδείξει την αξία της τριάδας της διατροφής μας.
Το ψωμί όμως εκτός από την αυτονόητη παρουσία του στη ζωή των ανθρώπων ως μια από τις κύριες τροφές, παρασκευάζεται σε εορταστικές περιόδους, αλλά και σε σημαντικές στιγμές της ζωής των ανθρώπων στον κύκλο της ζωής όπως ο γάμος, η βάπτιση, ο θάνατος αλλά και σε θρησκευτικούς εορτασμούς, ονομαστικές εορτές και άλλες εκδηλώσεις θρησκευτικού, κοινωνικού και οικογενειακού χαρακτήρα.
Έτσι και στη Μάνη το ψωμί συνδέθηκε με τη ζωή των ανθρώπων και τους συνοδεύει στις πιο σημαντικές στιγμές τους από τη γέννηση μέχρι και το θάνατο ,αποτελώντας λατρευτικό μέσο και αναίμακτη θυσία-προσφορά, εν είδει τάματος κάποιες φορές, για την επίτευξη ενός στόχου, μιας επιθυμίας, μιας ευχής...
Πολλοί οι λόγοι που παρασκευάζονται και ακόμα περισσότερες οι όψεις των ψωμιών που παρασκευάζονται από τις γυναίκες της Μάνης, οι οποίες ως θεματοφύλακες της τοπικής πολιτισμικής κληρονομιάς, αποτυπώνουν στα κεκοσμημένα ψωμιά τους, έργα των ικανών χεριών τους, την μακραίωνη παράδοση.


Τα χριστόψωμα της Μάνης

Τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές στη Μάνη παρασκευάζουν τον εορταστικό άρτο που θα καταναλωθεί στο γιορτινό τραπέζι. Λίγες μέρες νωρίτερα αναπιάνουν αποβραδίς το προζύμι με τον συνηθισμένο τρόπο και το επόμενο πρωί ζυμώνουν και ψήνουν το χριστόψωμο, που όπως μαρτυρά το όνομά του, είναι το ψωμί των Χριστουγέννων.
Το χριστόψωμο παρασκευάζεται από την συνηθισμένη ζύμη για ψωμί, χωρίς ζάχαρη, μυρωδικά ή άλλο τίποτα, είναι λιτό κι απέριττο όπως ο τόπος και ο βίος των ανθρώπων της Μάνης. Αυτό που το διαφοροποιεί από τα άλλα ψωμιά της φουρνιάς είναι το σχήμα και τα πανάρχαια σχέδια που φέρουν επάνω τους. Τα ψωμιά αυτά κοσμούνται μόνο με σύμβολα και ελάχιστα διακοσμητικά σχέδια, τα οποία χάνονται στα βάθη του χρόνου και διαφέρουν από τόπο σε τόπο και από χωριό σε χωριό και αντανακλούν στην τοπική παράδοση και τις ανάγκες των ανθρώπων που τα δημιούργησαν!
Τα χριστόψωμα της Μάνης φέρουν κυρίως σύμβολα με φανερούς αλλά και κρυφούς συμβολισμούς, που σκοπό έχουν να προκαλέσουν και να προσελκύσουν θετικές εξελίξεις για την οικογένεια, το κάθε άτομο ξεχωριστά, την εστία (το σπιτικό της οικογένειας), τα κοπάδια κι όλα τα ζωντανά, τα κτήματα, τα δέντρα, τις καλλιέργειες και γενικά ό,τι αφορά τη βιοτή των ανθρώπων. Κι ακόμα, με τα σύμβολα αυτά, οι νοικοκυρές που τα φτιάχνουν, θέλουν να εξορκίσουν κάθε κακό, κάθε επιβουλή που μπορεί να βλάψει την οικογένεια, τα ζωντανά και τα υπάρχοντά της, κι ακόμα να ενεργοποιήσουν την θετική μαγεία (θετική ενέργεια θα τη λέγαμε σήμερα) ώστε να προκόβουν τα μέλη της οικογένειας και να τιμούν και να δοξάζουν το όνομά της....
Το χριστόψωμο συνηθέστερα είναι ένα κανονικό καρβέλι ψωμιού, σπανιότερα έχει το σχήμα της κουλούρας. Και στις δύο περιπτώσεις το ψωμί φέρει στο κέντρο απαραιτήτως το σχήμα του σταυρού απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο σταυρός κατασκευάζεται από ένα μακρόστενο κορδόνι ζύμης το οποίο πιάνει από τη μια μέχρι την άλλη μεριά το ψωμί, στην άκρη σχίζουν το κορδόνι στα δυο με ένα μαχαίρι ή ψαλίδι, ώστε να σχηματιστεί μια διχάλα, πλάθουν το κάθε νέο άκρο που δημιουργείται ώστε να είναι εμφανίσιμο και το συστρέφουν ημικυκλικά, το καθένα όπως είναι την φορά του.. Έπειτα στολίζουν το χριστόψωμο μπήγοντας συμμετρικά αποξηραμένους καρπούς με κέλυφος, συνήθως με καρύδια και πιο σπάνια με αμύγδαλα, σπανιότερα και με τα δυο.
Στο κέντρο του σταυρού, ενίοτε και στα τεταρτημόρια που σχηματίζονται, τοποθετούν ένα καρύδι και σε διάφορα σημεία του χριστόψωμου στις αντικριστές πλευρές, πάντα σε συμμετρία. Σε κάποια χωριά πασπαλίζουν με σουσάμι.
Στο χριστόψωμο που έχει το σχήμα κουλούρας με τον σταυρό στη μέση, τοποθετούνται κατά περίπτωση διάφορα σύμβολα πλασμένα από την ίδια ζύμη, όπως πουλάκια, αγκινάρες, λεμονανθοί, φιδόσχημες γιρλάντες, σταυρουδάκια ισοσκελή, σταφύλια (άμπελος) κ.α. πάντα συμμετρικά.
Όταν το χριστόψωμο είναι έτοιμο, το αφήνουν να ανέβει και έπειτα το ψήνουν. Σε κάποιες περιπτώσεις το αλείφουν πρώτα με αυγό χτυπημένο για να πάρει ωραίο χρώμα, ενώ άλλοτε το αλείφουν με νερό κατά τη διάρκεια του ψησίματος για να γυαλίσει.
Στο Μανιάτικο εορταστικό τραπέζι των Χριστουγέννων το παραδοσιακό φαγητό είναι το χοιρινό με σέλινα φρικασέ. Το γεύμα περιλαμβάνει εκτός από το φαγητό και κόκκινο κρασί και διάφορους μεζέδες. Τα μέλη της οικογένειας κάθονται πάντα ιεραρχικά κατά την ηλικία και την θέση τους στην οικογένεια. Στην κεφαλή του τραπεζιού κάθεται πάντα ο πατέρας και τριγύρω όλα τα μέλη με συγκεκριμένη σειρά. Ο πατέρας πριν το γεύμα, και αφού έχει προηγηθεί η προσευχή, σταυρώνει με το μαχαίρι τρεις φορές το χριστόψωμο, το κόβει και το μοιράζει σε όλα τα μέλη της οικογένειας λέγοντας ευχές, ενώ τα μέλη της οικογένειας αντεύχονται μεταξύ τους και τότε ξεκινά το φαγητό.


Τα σύμβολα των Χριστόψωμων της Μάνης

Τα σύμβολα είναι φορείς αρχετύπων, εννοιών και μηνυμάτων που διατρέχουν το συλλογικό υποσυνείδητο του λαού που τα δημιούργησε και τα συντηρεί μέσα από την παράδοση. Τα σύμβολα αυτά που κληρονομήθηκαν και μεταφέρονται στον χρόνο από γενιά σε γενιά, έστω και ασυνείδητα, τα συναντάμε σε πολλές εκφάνσεις της καθημερινής ζωής των ανθρώπων της Μάνης όπως στα λιθανάγλυφα των κατοικιών και των εκκλησιών, στα υφαντά, στα κεντητά ψωμιά κ.ά.
Με τον τρόπο αυτό η αρχέγονη προγονική μνήμη επιβιώνει και αναπαράγεται, έστω και αν οι σημερινοί δημιουργοί το κάνουν από συνήθεια, μηχανικά λόγω της μακραίωνης παράδοσης που ακόμα αντέχει και επιβιώνει.


Ερμηνεία των συμβόλων

Αγκινάρα: αναγέννηση, γονιμότητα και πρόοδος. Έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα και διώχνει «το κακό μάτι».
Άνθη: λεμονανθοί, μαργαρίτες. Είναι για τις χαρές. Ευοίωνα μοτίβα ευτυχίας.
Καρποί και σπόροι με κέλυφος (καρύδια, αμύγδαλα, σουσάμι, γαρύφαλλο) σημαίνουν αναγέννηση, αφθονία, ευγονία, αθανασία-ανάσταση.
Πουλάκια: μαντατοφόροι καλών μηνυμάτων. Όταν φέρουν στο ράμφος τους κόκκινο χαρτάκι είναι για χαρά και για τη λήψη καλών νέων.
Όταν το χαρτάκι είναι μπλε προσδοκάται η δόξα, η μόρφωση των μελών της οικογένειας και η καλή φήμη, το καλό όνομα.
Σταυρός: πανάρχαιο σύμβολο του γύρω μας ορατού και αόρατου κόσμου. Ο σταυρός του μαρτυρίου του Ιησού, σύμβολο της Χριστιανικής πίστης και της σύνδεσης των ανθρώπων με την εκκλησία.
Σταφύλι και άμπελος: αρχαιοελληνικό σύμβολο γονιμότητας και πολυτεκνίας. Μέχρι τον 20ό αι. έφτιαχναν τα στέφανα των γάμων από κλαδιά αμπέλου. Στο Χριστιανισμό συμβολίζει τη Θεία Κοινωνία και την επαφή του με το Θεό και την εκκλησία.


ΠΗΓΗ: Από το βιβλίο της Ελένης Τζικάκου «Η παραδοσιακή διατροφή στη Μάνη», εκδόσεις «Αδούλωτη Μάνη».


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] Παυσανίας 3,20,2.
[2] Κουκουλές Φ. «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός = Vie et civilisation Byzantines», εκδ. Παπαζήσης , Αθήνα, 1948-1955.


Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ.

 Η παράδοση της Μάνης είναι εμπλουτισμένη με πολλές ιστορίες και στιχουργήματα, που αναφέρονται σε μυθικά και υπερφυσικά πλάσματα. Πολλές από αυτές αναφέρονται στους καλικάντζαρους, οι οποίοι είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα στη Μάνη όπως Καλικάτζαροι, Λυκοκάτζαροι, Τσιλικρωτά, Παρωρίτες (Αρορίτες). 

Είναι μικρά μαύρα πλάσματα, στο μέγεθος ποντικιού.Έχουν κέρατα, τριχωτά τραγίσια πόδια και ουρά. Είναι ιδιαίτερα παιχνιδιάριδες και κακοί. Η περιγραφή τους παραπέμπει στους σάτυρους ή στον θεό Πάνα και πιθανό να υπάρχει σχέση ανάμεσα στους μύθους. 
Δεν είναι ικανά να κάνουν μεγάλο κακό στον άνθρωπο άλλα τους αρέσουν οι αταξίες και η δημιουργία προβλημάτων στους ανθρώπους, τα οποία τα βρίσκουν ιδιαιτέρως διασκεδαστικά.
Σύμφωνα με την παράδοση από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια, βγαίνουν μέσα από τις τρύπες πού είναι χωμένοι και κοιμούνται, για να πειράξουν τους ανθρώπους (ιδιαίτερα τα παιδιά και τους γέρους) και να κάνουν ζημιές.
Στην περιοχή της Ανδρούβιτσας (Δυτική Μάνη) τους ονομάζουν Τσιλικρωτά. Το όνομα αυτό πηγάζει από τη λέξη τσελίκι ή τσιλίκι (χάλυβας). Οι άνθρωποι έδωσαν αυτό το όνομα είτε θέλοντας να περιγράψουν μεταφορικά την ευρωστία αυτών των πλασμάτων, είτε για να περιγράψουν το χρώμα του δέρματος τους, το οποίο έμοιαζε με το χρώμα του χάλυβα.
Οι Αρορίτες (Παραωρίτες) καλικάτζαροι είναι αυτοί που βγαίνουν τα βράδια και κυνηγούν αυτούς που κυκλοφορούν πέρα της κανονικής ώρας, εξού και το ονομά τους.
Ο μεγάλος τους φόβος είναι ο αγιασμός γι’αυτό και την ημέρα των Φώτων που αγιάζονται τα ύδατα εξαφανίζονται απο τον επάνω κόσμο.


Την παραμονή των Χριστουγέννων τα χαράματα, μαζεύονται οι γυναίκες στη Μάνη και αρχίζουν να φτιάχνουν τις τηγανίδες (λαλάγγια). Μαζεύονται από νωρίς γιατί εκείνες τις ώρες οι καλικάτζαροι κοιμούνται. Καμιά φορά όμως μυρίζουν την τσίκνα του λαδιού, ξυπνάνε και τρέχουν χοροπηδηχτά προς το χωριό. Εκεί σκορπάνε μέσα στα καντούνια του χωριού και όπου μυρίσουνε λάδι να καίει ή δούν καπνό να βγαίνει απο τις καλαμωτές και τα κεραμίδια, σκαρφαλώνουν αθόρυβα στη σκεπή και πάνε στην καμινάδα. Τότε βλέπουν τις τηγανίδες να χορεύουν μέσα στο τηγάνι και τις λιγουρεύονται. Επειδή όμως είναι ψηλά και δεν τις φτάνουνε, από τον εκνευρισμό τους όλα μαζί κατουράνε μέσα στο τηγάνι. Τότε το λάδι αρχίζει να τσιτσιρίζει και να χύνεται και η φωτιά σβήνει. Oι καλικάτζαροι εξαφανίζονται.
Τη στάχτη που έχουν κατουρήσει δεν την χρησιμοποιούν στη μπουγάδα οι γυναίκες άλλα την παίρνουν και την σκορπάνε στα χωράφια για να διώξουνε τα υπόλοιπα αερικά και τελώνια που βρίσκονται στον απάνω κόσμο εκείνες τις ημέρες μέχρι των Φώτων.



Το σπίτι στο οποίο έχουν κατουρήσει καλικάτζαροι θα υποφέρει όλο το χρόνο από κακοτυχία.
Αυτό το δωδεκαήμερο γυναίκες και παιδιά ξεχύνονται και μαζεύουν ρίκια, χαμολιούς και αφάνες. Όταν φτάσουν στο σπίτι θα πάρουν τους χαμολιούς και θα τους σκορπίσουν μέσα στο σπίτι σε κάθε γωνιά και απάνω στο φούρνο. Θα χρησιμοποιήσουν τις αφάνες για να κλείσουν κάθε τρύπα στο σπίτι, ακόμα και στην κλειδαρότρυπα για να μην μπορούν να μπούν οι καλικάτζαροι μέσα. Τα ρίκια θα τα κάψουν στη φωτιά και μετά θα τα πάρουν και θα λιβανίσουν με αυτά όλο το σπίτι, για να ξορκίσουν τα καταραμένα τα Τσιλικρωτά.
Οι γριες πρίν βγούν απο το σπίτι φροντίζουν να καλύψουν τις τρύπες των παπουτσιών τους για να είναι ασφαλείς.
Ένα γνωστό τραγούδι για τους Καλικάτζαρους στη Μάνη που λέγεται μέχρι σήμερα:
Αρορίτες είμαστε,
αραρά γυρεύουμε
τηγανίδες θέλομε
τα παιδιά τα παίρνουμε
ή το (γ)κούρο ή τη (γ)κότα
ή θα σπάσαμε τη (μ)πόρτα.



Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Παραδοσιακές Μανιάτικες Συνταγές : Λαλάγγια Μάνης


Τα λαλάγγια,  δεν λείπουν από κανένα σπίτι στη Μάνη, ειδικά κατά τη διάρκεια των μεγάλων Θρησκευτικών εορτών. Πρόκειται για παραδοσιακές Μανιάτικες τηγανίτες.

Την περίοδο των Χριστουγέννων παραδοσιακά στην Μάνη έφτιαχναν τα λαλάγγια ή τηγανίδες. Επί της ουσίας πρόκειται για μακροσκελείς λωρίδες ζυμαριού οι οποίες τηγανίζονταν σε καυτό ελαιόλαδο. Η απλότητα και η αμεσότητα του φαγητού αυτού είχε να κάνει με τον λιτό και φτωχό τρόπο ζωής των ανθρώπων. Παρακάτω ακολουθεί ενδεικτικά μια τυπική συνταγή για τα μανιάτικα λαλάγγια που σήμερα τα βρίσκεις όλες τις εποχές του χρόνου σε φούρνους ακόμα και εκτός Μάνης.

Επίσης έπρεπε να φιλέψουν όσους ήταν ανήμποροι να τις παρασκευάσουν, καθώς και αυτούς που πενθούσαν.

Σήμερα,  δυστυχώς, λόγω υποχρεώσεων αλλά και του διαφορετικού τρόπου ζωής τη θέση των σπιτικών την έχουν πάρει τα λαλάγγια από τους φούρνους και τα ζαχαροπλαστεία.

Τρώγονται με ζάχαρη και κανέλα ή μέλι αλλά και αλμυρά. Με τυριά όπως η φρέσκια μυζήθρα το ανθότυρο, αλλά και με πικάντικη πιπεράτη φέτα.

Τα λαλάγγια Μάνης είναι υψηλής θερμιδικής αξίας αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να τα παρασκευάσουμε διαφορετικά. Μπορούμε όμως να αντικαταστήσουμε το λευκό κλασικό αλεύρι με αλεύρι ολικής ή με ανάμικτο.

Η τηγανίτα είναι ένα επίπεδο, στρογγυλό και λεπτό σε πάχος έδεσμα το οποίο παρασκευάζεται με ένα είδος χυλού φτιαγμένο κυρίως από αλεύρι και νερό. Στον χυλό της τηγανίτας μπορούν επίσης να προστεθούν αβγά, γάλα και βούτυρο. Το πάχος εξαρτάται από τη συνοχή της ζύμης. Αυτή  επηρεάζεται από τον διογκωτικό παράγοντα (μαγειρική σόδα, μπέικιν πάουντερ, ή μαγιά) που θα προστεθεί στο μείγμα. Ψήνεται σε θερμή επιφάνεια, ταψί ή τηγάνι, συνήθως με  λάδι ή βούτυρο.

 


Συστατικά:

  • 350 gr. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
  • 4 gr. ξηρή μαγιά στιγμής
  • 60 ml. ελαιόλαδο
  • ½ κουταλάκι του γλυκού αλάτι
  • ¾ κουταλάκι του γλυκού κανέλα
  • ½ κουταλάκι του γλυκού γαρίφαλο
  • Χλιαρό νερό
  • Ηλιέλαιο για το τηγάνισμα
  • Ελαιόλαδο ή Σπορέλαιο για το τηγάνισμα



Οδηγίες:

  • Σε ένα μπώλ κοσκινίζουμε το αλεύρι.
  • Προσθέτουμε το ελαιόλαδο και αρχίζουμε να τρίβουμε με τις παλάμες μας να υγρανθεί ομοιόμορφα το μείγμα.
  • Προσθέτουμε το αλάτι, τα μπαχαρικά και όσο νερό χρειαστεί, μέσα στο οποίο διαλύουμε την μαγιά.
  • Ζυμώνουμε καλά για 3 λεπτά, φροντίζοντας να έχουμε συνεχώς λαδωμένα χέρια.
  • Τοποθετούμε την ζύμη σε ζεστό σημείο και την αφήνουμε σκεπασμένη για 2 ώρες.
  • Κατόπιν πλάθουμε λεπτά μακριά κορδόνια, με τα οποία, δημιουργούμε μία σπείρα. Βάζουμε το λάδι να κάψει καλά και τηγανίζουμε τα λαλάγγια.
  • Ακουμπάμε σε απορροφητικό χαρτί.
  • Περιχύνουμε με μέλι και σερβίρουμε ως γλυκό ή με τυρί ως αλμυρό σνακ.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Παραδοσιακές Μανιάτικες Συνταγές : Ψωμί Χωριάτικο (με κίτρινο ή ζυμωτό ή χωριάτικο αλεύρι)

 


ΣΥΝΤΑΓΗ

500 ΓΡ ΚΙΤΡΙΝΟ Ή ΖΥΜΩΤΟ ΑΛΕΥΡΙ
300 ΓΡ ΝΕΡΟ, 30 ΓΡ ΗΛΙΕΛΑΙΟ, 15 ΓΡ ΑΛΑΤΙ, 15 ΓΡ ΖΑΧΑΡΗ, 1 ΦΑΚΕΛΑΚΙ ΞΗΡΗ ΜΑΓΙΑ.

ΒΑΖΟΥΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΣΤΟΝ ΚΑΔΟ ΤΟΥ ΜΙΞΕΡ ΚΑΙ ΖΥΜΩΝΟΥΜΕ 4 ΛΕΠΤΑ ΣΤΗΝ ΧΑΜΗΛΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΚΑΙ 2 ΣΕ ΜΕΣΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ.

ΒΑΖΟΥΜΕ ΣΕ ΓΑΣΤΡΑ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΟ ΑΛΕΥΡΩΜΕΝΟ ΤΟ ΖΥΜΑΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΚΑΛΑ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΟ ΝΑ ΦΟΥΣΚΩΣΕΙ ΓΙΑ 45 ΛΕΠΤΑ. ΚΑΝΟΥΜΕ ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΣΤΟ ΕΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ.

ΨΗΝΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ 190 - 200 ΒΑΘΜΟΥΣ ΓΙΑ 25 ΛΕΠΤΑ ΜΕ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΗ ΤΗΝ ΓΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ 180 ΒΑΘΜΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΠΑΚΙ ΒΓΑΛΜΕΝΟ ΓΙΑ 20 ΛΕΠΤΑ ΑΚΟΜΑ.


Παραδοσιακές Μανιάτικες Συνταγές : Σαραφιόλια

 



Για το φύλλο :

2 κούπες αλεύρι σκληρό
λίγο αλάτι ,
1 σφηνάκι λάδι
3 κουταλιές ξύδι

Καλό ζύμωμα και 1 ώρα στο ψυγείο η ζύμη να ξεκουραστεί.
Κατόπιν σε κατσαρόλα τρίβω κίτρινο κολοκύθι 4-5 φλυτζάνες, το γιαχνίζω με λίγο λαδάκι και 1 φλυτζάνι ζάχαρη και προσθέτω λίγη κανελίτσα.
Ανοίγω φύλλο, προσθέτω γέμιση, κλείνω και τηγανίζω σε καυτό λάδι.

Ο Θεσμός της Σύγκριας στη Μάνη.

 Ο Θεσμός της Σύγκριας στη Μάνη




Από το βιβλίο του Απόστολου Β. Δασκαλάκη «Ο Θεσμός της Συγκρίας εις την Μάνην», Αθήναι 1974.
Ένα από τα πιο περίεργα, αλλά με μεγάλο νομικό και κοινωνικό ενδιαφέρον έθιμο στη Μάνη, που διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, είναι ο θεσμός της λεγόμενης «σύγκριας».
Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας συναντούμε τη λέξη «σύγκρια», με διαφορετική όμως σημασία. Έτσι σε νησιά «σύγκρια» αποκαλείται η μοιχευομένη σύζυγος και ο σύζυγος ειρωνικά «σύγκριος», ενώ αλλού «σύγκριες» αποκαλούνται οι συννυφάδες.
Στη Μάνη βρίσκουμε δύο περιπτώσεις. Η μια αναφέρει ότι η δεύτερη σύζυγος ενός Μανιάτη έλεγε «σύγκρια» την νεκρή πρώτη γυναίκα του συζύγου της. Είναι περίεργο ότι ενώ οι συννυφάδες, ακόμα και σήμερα, συνήθως δεν έχουν καλές σχέσεις, η δεύτερη σύζυγος του Μανιάτη, κατά κανόνα σεβόταν τη μνήμη της πρώτης και ανέπτυσσε ιδιαίτερους δεσμούς, τόσο με την οικογένεια της νεκρής, όσο και με τα παιδιά της.
Η άλλη όμως περίπτωση της «σύγκριας»1 είναι τελείως διαφορετική και αποτελεί παλαιό έθιμο, του οποίου η αρχή χάνεται στα βάθη των αιώνων. Μανιάτης νέος ευπόρου, αριστοκρατικής και ισχυρής οικογένειας, από τη τάξη των Νικλιάνων2, εάν δεν αποκτούσε παιδιά ή αποκτούσε μόνο κορίτσια, είχε το δικαίωμα να εγκαταστήσει στη κατοικία του άλλη γυναίκα σαν δεύτερη σύζυγο. Αυτή είναι η «σύγκρια» του Μανιάτικου εθιμικού θεσμού. Βέβαια κανείς κατ’ έθιμο κανόνας δεν απαγόρευε σε οποιονδήποτε άτεκνο Μανιάτη ή χωρίς αρσενικά παιδιά να εγκαταστήσει στο σπίτι του σαν δεύτερη σύζυγο μια σύγκρια.
Στη πραγματικότητα όμως η πρακτική εφαρμογή περιοριζόταν στην τάξη των Νικλιάνων, οι οποίοι είχαν σχετική οικονομική άνεση και σπάνια εμφανιζόταν περίπτωση από Μανιάτη φαμέγιο3 και σε αυτή τη περίπτωση θα επρόκειτο μάλλον για πρόσχημα προς μοιχεία. Αυτό οφειλόταν σε δύο λόγους. Πρώτο γιατί στη κοινωνική τάξη των Νικλιάνων, είχε μεγάλη σημασία κατά τα πατροπαράδοτα έθιμα και κατά τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες διαβίωσης των Μανιατών, η δύναμη και η πολιτική υπεροχή κάθε οικογένειας εξαρτιόταν από τον αριθμό των αρσενικών παιδιών και η εξάντλησή τους σήμαινε «ξεκλήρισμα» της πατριάς4, ρίχνοντας αυτή στην αφάνεια5. Αντίθετα για τους φαμέγιους δεν είχε μεγάλη πολιτική σημασία η απόκτηση πολλών αρσενικών παιδιών και δεν το επεδίωκαν αφού παράλληλα δημιουργούντο προβλήματα διανομής της μικρής πατρικής περιουσίας.
Αλλά δεύτερος και σπουδαιότερος λόγος, ήταν το γεγονός ότι η νεαρή γυναίκα που θα δεχόταν να γίνει σύγκρια, θέση πάντως υποτιμητική, ανήκε συνήθως σε οικογένεια φαμέγιων και απέβλεπε στην είσοδό της σε οικογένεια πλούσια και ισχυρή, της οποίας οι συνεχιστές θα ήταν παιδιά της.
Το μεγαλύτερο μέρος περιπτώσεων σύγκριας αναφέρεται σε αποδεδειγμένη για μεγάλο χρονικό διάστημα στειρότητα της πρώτης συζύγου, ενώ οι περιπτώσεις υπάρξεως μόνο κοριτσιών, είναι πολύ λιγότερες.
Για να γίνει κατανοητό το Μανιάτικο έθιμο της σύγκριας, το οποίο έρχεται σε αντίθεση τόσο με τις Ελληνικές παραδόσεις, όσο και με τα Χριστιανικά αισθήματα των Μανιατών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι γεωγραφικές, ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού.
Οι συνθήκες αυτές διαμόρφωσαν μια κατ’ εξοχή πολεμική κοινωνία, ιεραρχικά συγκροτημένη που βρισκόταν συνέχεια με το όπλο στο χέρι για τη προάσπιση της ελευθερίας της. Μια τέτοια πολεμική κοινωνία που ζούσε σε συνεχή επαγρύπνηση, σε κατοικίες με πολεμίστρες ή και σε κρησφύγετα στις απρόσιτες βουνοκορφές του Ταϋγέτου, χωρίς κρατική οργάνωση ή εξουσία, ήταν φυσικό να αναπτύξει δικά της ήθη και έθιμα που καθιερώθηκαν ως άγραφοι νόμοι.
Έτσι καθιερώθηκε στη Μάνη η υπεροχή των ανδρών έναντι των γυναικών. Οι γυναίκες ασχολούντο με τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών, καθώς και με τη καλλιέργεια των κτημάτων ή τη περισυλλογή καρπών. Οι άνδρες αναλάμβαναν τις βαρύτερες βιοποριστικές εργασίες, αλλά προπάντων με το όπλο στο χέρι υπερασπίζονταν τη γη τους, τη τιμή της πατριάς και την ελευθερία τους. Υπήρχαν βέβαια περιπτώσεις που και οι γυναίκες ανέλαβαν πολεμική δράση, όπως στο Διρό και στο Πολυάραβο ή ακόμα και σε οικογενειακές διαμάχες κατά τις οποίες γυναίκες πυροβολούσαν από το πύργο ή έριχναν πέτρες και καυτό λάδι κατά των επιδρομέων. Αναφέρονται ακόμα περιπτώσεις γυναικών που με χωσία σκότωσαν με βάση το έθιμο του γδικιωμού, όταν δεν υπήρχε σύζυγος ή ενήλικος γιος για την αποκατάσταση της οικογενειακής τιμής.
Στη Μάνη η προστασία των γυναικών θεωρείτο ιερό καθήκον από τους άνδρες. Η μητέρα και η σύζυγος «έχαιρον απαραγράπτων δικαιωμάτων εντός του οίκου των». Το πρώτο μέλημα γονέων και αδελφών ήταν να παντρέψουν τις αδελφές τους, υπήρχαν δε περιπτώσεις αδελφών που έμειναν άγαμοι γιατί δεν κατόρθωσαν να παντρέψουν τις αδελφές τους.
Έγγραφα εκ Δυτικής Μάνης Σταύρου Χ. Σκοπετέα
Άλλη ένδειξη διαχωρισμού της πολιτικής, κοινωνικής και οικογενειακής θέσης γυναικών και ανδρών στη Μάνη, ήταν η συνήθεια ως άγραφος νόμος, όπως ο πατέρας ή τα αδέλφια να μην δίνουν σε καμία περίπτωση στη κόρη ή την αδελφή ως προίκα τη κατοικία της οικογένειας ή του οικογενειακού πύργου. Αυτόν σε περίπτωση που δεν υπήρχε αγόρι στην οικογένεια ελάμβανε ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής και ποτέ ο γαμπρός, παρ’ όλο που μετά το 1821 ίσχυε το αστικό κληρονομικό δίκαιο. Ούτε τολμούσε η κόρη ή ο γαμπρός να καταφύγει στα δικαστήρια, γιατί όλοι οι άνδρες της πατριάς, των οποίων τα σπίτια βρίσκονταν στην ίδια περιοχή θα έδιωχναν τον «εισβολέα» βίαια με κίνδυνο αιματοχυσίας. Αναφέρεται δε περίπτωση γαμπρού που διεκδίκησε οικογενειακό πύργο και εφονεύθη. Το έθιμο αυτό είχε ως στόχο να παραμείνει «ο μαχαλάς» στη πατριά χωρίς την εγκατάσταση «ξένων» γιατί σε περίπτωση οικογενειακών συγκρούσεων υπήρχε μεγάλος κίνδυνος αφού δεν θα υπήρχα ομοιογένεια στη πατριά. Αν και μετά το 1950 ο πληθυσμός της Μάνης αραίωσε λόγω της εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης, ο πύργος εξακολούθησε να μην δίδεται σε κορίτσια ως προίκα.
Η κοινωνική αυτή διαβίωση και οι άγραφοι νόμοι που καθιερώθηκαν επέβαλαν την πρωταρχική και δεσπόζουσα θέση του άνδρα στην οικογένεια και στη κοινωνία. Από μικρό παιδί ο Μανιάτης γυμναζόταν και εκπαιδευόταν στα όπλα, τα οποία συνήθως έπαιρνε οριστικά στην ηλικία των δεκατριών ετών και συμμετείχε στις πολεμικές συγκρούσεις ή στις οικογενειακές διαμάχες. Στη γλώσσα των Μανιατών η δυνατή οικογένεια ήταν αυτή που είχε πολλά «ντουφέκια» και έλεγαν για κάποια οικογένεια «πόσα ντουφέκια έχει» εννοώντας τους άνδρες της οικογένειας.
Έτσι η απόκτηση πολλών αρσενικών παιδιών, τα οποία θα ακολουθούσαν την ίδια τακτική μπορούσε να οδηγήσει μια πατριά που δεν ανήκε στους Νικλιάνους, σε ηγετική θέση στη Μάνη. Παράδειγμα οι δύο γνωστές οικογένειες των Γρηγοράκηδων στην Ανατολική Μάνη και των Μαυρομιχαλαίων στη Δυτική, οι οποίοι κατά τον 18ο αιώνα πολλαπλασθιάσθηκαν σε σημείο που αριθμούσαν δεκάδες «ντουφέκια» και κυριάρχησαν στη Μάνη. Έτσι από τους Γρηγοράκηδες υπήρξαν τρεις Μπέηδες από τους οκτώ, ενώ από τους Μαυρομιχαλαίους ο τελευταίος Μπέης, ο γνωστός Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και οι 48 νεκροί που έπεσαν για την ελευθερία στους μετέπειτα αγώνες.
Η σημασία για κάθε οικογένεια ή πατριά απόκτησης αρσενικών απογόνων έλαβε τέτοια έκταση ώστε η γέννηση κοριτσιού να θεωρείται κατάρα και οικογενειακή συμφορά.
Έπρεπε λοιπόν ο Μανιάτης αντί πάσης θυσίας να αποκτήσει αρσενικά παιδιά για να διατηρήσει τη δύναμη της πατριάς και να αφήσει κληρονόμους από το αίμα του, για το διαιωνισμό της γενιάς του. Έτσι η λύση της σύγκριας έφερνε συνήθως το ποθητό αποτέλεσμα, ενώ η νόμιμη σύζυγος παρέμενε στο σπίτι και έμενα σε διαφορετικό χώρο. Δεν υπήρξε περίπτωση διωγμού της νόμιμης συζύγου από την οικία διαμονής. Εάν υπήρχε τέτοια περίπτωση η εκκλησία δεν θα έδινε διαζύγιο, ο σύζυγος θα απεκαλείτο μοιχός, η κοινωνική κατακραυγή θα ήταν έντονη και η προσβολή της τιμής της οικογένειας της συζύγου θα ήταν δεδομένη και μόνο με αιματοχυσία θα ξεπλενόταν.
Η μεταφορά της σύγκριας γινόταν νύχτα προς αποφυγή τυχόν ειρωνικών σχολίων και δεν μεσολαβούσε καμία θρησκευτική τελετή, ενώ δεν χρειαζόταν προικιά ή είδη ρουχισμού και σπιτιού. Ορισμένες φορές και μέχρι αποκτήσεως αρσενικού παιδιού η σύγκρια θεωρείτο ψυχοκόρη και μετά την απόκτησή του θεωρείτο μέλος της οικογένειας. Η οικογένεια της σύγκριας εξασφάλιζε εγγυήσεις ότι δεν θα είχε βίαιη μεταχείριση, δεν θα έκανε βαριές εργασίες και θα διατηρούσε σχέσεις με την οικογένειά της, ενώ θα ασκούσε πλήρη θρησκευτικά καθήκοντα.
Αναφέρονται περιπτώσεις κατά τις οποίες η νόμιμη σύζυγος επέλεγε τη σύγκρια μεταξύ των γνωστών της νεαρών γυναικών, μάλλον λόγω ψύχραιμου γυναικείου υπολογισμού. Έτσι γνώριζε το χαρακτήρα της υποψήφιας, η οποία θα της όφειλε ευγνωμοσύνη, χωρίς κίνδυνο υπονόμευσης της θέσης της, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή της.
Νόμιμη σύζυγος παρέμενε πάντοτε η οικοδέσποινα, «η κυρά του σπιτιού», ενώ σε περίπτωση θανάτου της συνήθως ο άντρας παντρευόταν τη σύγκρια, εφόσον είχε αποκτήσει μαζί της αρσενικά παιδιά. Κατά τη διάρκεια επισκέψεων εμφανιζόταν πάντα η οικοδέσποινα και κερνούσε τους επισκέπτες.
Το πιο περίεργο ήταν ότι όταν η σύγκρια γεννούσε αρσενικό παιδί, η σύζυγος δεχόταν ευχές και συμμετείχε στους πανηγυρισμούς σαν να ήταν δικό της παιδί. Οι δύο γυναίκες μετά από σαράντα ημέρες πήγαιναν μαζί στην εκκλησία με το παιδί για να διαβάσει ο παπάς τις ευχές. Το παιδί βάπτιζε τις περισσότερες φορές η νόμιμη σύζυγος και το φρόντιζε σαν να είναι δικό της, ενώ ήταν αγαπητό και από τις αδελφές που πιθανόν είχε ο πατέρας του με τη νόμιμη σύζυγο.
Εάν η σύγκρια γεννούσε μόνο θηλυκά ή δεν γεννούσε παιδιά, παρέμενε στο σπίτι κάνοντας όμως όλες τις εργασίες και ορισμένες φορές λόγω αντιζηλίας η νόμιμη σύζυγος φερόταν με προσβλητικό τρόπο, λόγω γυναικείας αντιζηλίας.
Το έθιμο αυτό έσβησε από τις αρχές του 20ου αιώνα αφού έπαψε να υπάρχει η πρωταρχική σημασία απόκτησης αρσενικών παιδιών, αλλά και λόγω της καταδίκης του από την εκκλησία, που θεωρούσε την πράξη αυτή ως διγαμία. Πολλές ήταν οι καταδικαστικές εγκύκλιοι των επισκόπων, όπως του επισκόπου Γυθείου Ιωσήφ6 προς την Ιερή Σύνοδο το 1864, όπου αναφέρει 30 περιπτώσεις στη περιοχή του Γυθείου, ενώ σίγουρα στη Μέσα Μάνη θα ήταν περισσότερες, αφού η κλειστή κοινωνία παρέμεινε για περισσότερα χρόνια.
Παραπομπές
1. α) Σύμφωνα με τον Α.Β. Δασκαλάκη ετυμολογικά τα δύο συνθετικά «συν» και «κυρία» ή «κυρά», συνθέτουν τη λέξη «σύγκρια» (συγκυρία, συγκυρά, σύγκρια).
β) κατά τον φιλόλογο και ιστορικό κ. Ανάργυρο Κουτσιλιέρη: σύγκιρια η, ο Μανιάτης που δεν αποχτούσε αρσενικά παιδιά έπαιρνε και δεύτερη γυναίκα για να αποχτήσει. Οι δυο συνυπάρχουσες σύζυγοι ελέγοντο σύγκιριες, συγκυρίες του οίκου, ή σύγκρεας κατά την ευχή «έσονται εις σάρκα μία». Η παρουσία του ημιφώνου είναι αισθητή προ και μετά το ρ.
γ) κατά το Δικηγόρο κ. Στ. Πετροπουλάκο: Έχω την γνώμη ότι η ορθή λέξη του σχετικού θεσμού είναι "σύγγρια" και όχι "σύγκρια". Προέρχεται από το "συν" και "γριά" και όχι από το "συν" και "κυρία" ή "κυρά". Ο Μανιάτης δεν 'ελεγε ποτέ, όταν αναφερόταν στη σύζυγο του, "η κυρία μου" ή " η κυρά μου", αλλά "η γριά μου", ανεξάρτητα από την ηλικία της.
2. Άρχουσα τάξη στη Μάνη κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που είχε τις μεγαλύτερες κτηματικές περιουσίες και σαν κατοικία ή ανάμεσα στις κατοικίες της φάρας ή πατριάς, ψηλό πύργο με επάλξεις και πολεμίστρες. Διέθετε ισχυρή δύναμη ενόπλων, είχε τις καπετανίες και από τους Νικλιάνους ανεδυκνείοντο οι καπετάνιοι και οι Μπέηδες.
3. Η φτωχότερη τάξη που διέθετε μικρή περιουσία, αποτελείτο από φτωχούς χωρικούς που απασχολούνταν με τη καλλιέργεια των κτημάτων και τη βοσκή των ζώων ή προσλαμβάνονταν ως σέμπροι στα κτήματα των ευπορώτερων. Σχεδόν πάντα ήταν σε θέση εξάρτησης, αλλά και προστασίας από τη Νικλιάνικη οικογένεια, υπό τον αρχηγό της οποίας πολεμούσαν στις εσωτερικές διαμάχες ή στους πολέμους κατά των Τούρκων. Στη διάρκεια των αιώνων όμως αναπτύχθηκε μια εδιάμεση τάξη που είτε λόγω μετανάστευσης στο εξωτερικό, είτε λόγω εμπορίου, είτε λόγω της απόκτησης πολλών ανδρών, αποκτούσαν περιουσία και έκτιζαν ισχυρούς πύργους και κατοικίες, όχι πάντα με ειρηνικό τρόπο και έτσι εισχωρούσαν στη τάξη των Νικλιάνων. Πάντως η ετυμολόγηση των λέξεων Νικλιάνος και Φαμέγιος, αμφισβητούνται λόγω ελλείψεως ιστορικών στοιχείων, παρ’ όλο που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές.
4. Η ευρύτερη οικογένεια που τα μέλη της συνδέονταν με δεσμούς αίματος.
5. Δεν αναφέρεται περίπτωση Νικλιάνου που έπεσε σε κατώτερη τάξη, λόγω ελλείψεως αρρένων κληρονόμων ή λόγω φτώχειας.
6. Σ.Χ. Σκοπετέα «Έγγραφα ιδιωτικά εκ Δ. Μάνης» Αθήνα 1950.