Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Θαμνοκυπάρισσο Ή Φίδα (Juniperus phoenicea)

Θαμνοκυπάρισσο Ή Φίδα (Juniperus phoenicea)


Το είδος Juniperus phoenicea ή κοινώς φοινικική άρκευθος είναι άρκευθος που απαντάται σε όλη την λεκάνη της Μεσογείουαπό το Μαρόκο και την Πορτογαλία ανατολικά μέχρι την Κροατία, την Ιταλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο, νότια στα βουνά του Λιβάνου, στην περιοχή της Παλαιστίνης και στη δυτική Σαουδική Αραβία κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα, καθώς και στη Μαδέρα και τα Κανάρια Νησιά.

Το είδος αυτό στην Ελλάδα απαντάται με τις κοινές ονομασίες: θαμνοκυπάρισσο, άγριο κυπαρίσσι, κέδρος, ήμερος κέδρος, φίδα, βένι ή αόρατος. Αναπτύσσεται ως επί το πλείστον σε χαμηλά υψόμετρα κοντά στις ακτές της θάλασσας αλλά φτάνει και σε υψόμετρο τα 2.400 μ. στα βουνά του Άτλαντα.

Περιγραφή

Είναι σαν ένας μεγάλος θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος 5-8 μ. με κορμό μέχρι 1-2 μ. σε διάμετρο και στρογγυλεμένη ή ακανόνιστη κορυφή. Ο φλοιός, ο οποίος μπορεί να ξεφλουδιστεί σε λωρίδες, και είναι σκούρος γκριζοκαφέ.

Είδη

Υπάρχουν δύο ποικιλίες του είδους που αντιμετωπίζονται ως υποείδη από ορισμένους συγγραφείς και ως ξεχωριστά είδη από άλλους:

  • Juniperus phoenicea var. phoenicea = J. phoenicea. Χαρακτηριστικά: κώνοι σφαιρικοί, περίπου όσο το μήκος. Τα φύλλα είναι μικρά και αμβλεία. Ρίχνει την γύρη την άνοιξη.
  • Juniperus phoenicea var. turbinata (συν. Juniperus turbinata). Χαρακτηριστικά: περιορίζεται σε παραθαλάσσια ενδιαιτήματα αμμόλοφων. Κώνοι οβάλ, στενότεροι. Τα φύλλα του είναι μακριά και λεπτά. Ρίχνει την γύρη το φθινόπωρο.
Χρήσεις

Το ξύλο του είδους είναι πολύτιμο ιδίως σε νησιωτικές περιοχές. Έχει χαρακτηριστικά «νερά», είναι μετρίως βαρύ, εξόχως αρωματικό, και χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλή αντοχή και φυσική διάρκεια και ανθεκτικότητα στη σήψη και στις προσβολές από έντομα και μύκητες.

Στην Ελλάδα, ιδίως στις Κυκλάδες, τα Κύθηρα και αλλού χρησιμοποιείται για δομικές μικρές κατασκευές σε κατοικίες ως υποστηρίγματα, επίσης πάσσαλος για φράκτες και συχνά σε γεωργικά σκεύη. Παλιότερα η βασική του χρήση ήταν ως δομικό στοιχείο για δοκάρια στις στέγες και σε σκέπαστρα ή άλλα.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Κουνάβια (Martes foina) & Ασβοί (Meles Meles) στην Μάνη.

 

Ασβός (Meles meles)


To ζώο αυτό έχει συνδυαστεί με τη δυσοσμία κυρίως, όμως, για είδη εκτός Ευρώπης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σε ορισμένα είδη ασβών υπάρχουν αδένες στην περιοχή των γεννητικών οργάνων με δύσοσμο έκκριμα το οποίο και εκτοξεύουν ως μέσο απώθησης και προστασίας όταν απειληθούν. Στην Ευρώπη το μοναδικό είδος ασβού που εξαπλώνεται δεν έχει την δυσάρεστη αυτή συνήθεια, προς μεγάλη ευχαρίστηση των εχθρών του και των ανθρώπων που μπορεί να συναντήσουν το ζώο αυτό και να το τρομάξουν άθελά τους.

Ο ασβός είναι το μεγαλύτερο είδος της οικογένειας των μουστελιδών (νυφίτσες, κουνάβια, βίδρες) στην Ελλάδα (μήκος σώματος με ουρά μέχρι 110 εκατοστά και βάρος μέχρι και 20 κιλά). Έχει σώμα ογκώδες και συμπαγές με πόδια κοντά και ουρά κοντή και φουντωτή. Το ρύγχος του είναι οξύληκτο ενώ τα μάτια του όπως και τα αυτιά του είναι μικρά. Πολύ χαρακτηριστικό ζώο εξαιτίας του χρώματός του: άσπρο κεφάλι με δύο πλατιές επιμήκεις λωρίδες χρώματος σκούρου καφέ, οι οποίες ξεκινούν από το άκρο του ρύγχους, περιβάλλουν τα μάτια και καταλήγουν πίσω από τα αυτιά. Διαβιεί σε οικοτόπους που περιλαμβάνουν δάση, μακία, στέπες και αγροτικές περιοχές. Ο ασβός είναι κυρίως νυχτόβιο ζώο. Περνάει τη μέρα κρυμμένος στη φωλιά του, που είναι στρωμένη με άχυρο και μοιάζει με πολύπλοκο τούνελ για να μπορεί να διαφεύγει σε περίπτωση κινδύνου. Ζευγαρώνει με τον ίδιο σύντροφο για όλη του τη ζωή και μοιράζεται τη φωλιά του με την υπόλοιπη οικογένεια του. Η διατροφή του εμφανίζει μεγάλη ποικιλία περιλαμβάνοντας έντομα, σκουλήκια ή άλλα ασπόνδυλα, μικρά θηλαστικά, ερπετά, αλλά και καρπούς και γενικά πολύ φυτική ύλη.
Η προστασία του ασβού σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι «χαλαρή» καθώς περιλαμβάνεται στους καταλόγους ορισμένων συμβάσεων και νόμων. Οι άμεσες πιέσεις πάνω στους πληθυσμούς του σχετίζονται με τη θανάτωσή του καθώς θεωρείται επιζήμιος για τις καλλιέργειες κυρίως εξαιτίας του εκτεταμένου υπογείου δικτύου που κατασκευάζει για τη διαμονή του, ενώ δε είναι και μικρή η απειλή από ατυχήματα στο οδικό δίκτυο. Θηρεύεται και για το τρίχωμα της ουράς του, το οποίο χρησιμεύει στην κατασκευή μαλακών πινέλων ζωγραφικής!!! Οι έμμεσες πιέσεις σχετίζονται με τη συρρίκνωση, υποβάθμιση και κατακερματισμό των οικοτόπων που διαβιεί και γενικά τη συνεχή απώλεια της φυσικότητας του περιβάλλοντος.

Πετροκούναβο (Martes foina)

Tο πετροκούναβο (Martes foina) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των Μουστελιδών που ζει μοναχικά (με μοναδική εξαίρεση την εποχή του ζευγαρώματος) σε ποικιλία οικοτοπών. Είναι είδος κυρίως δασόβιο χωρίς όμως αυτό να να το αποθαρρύνει να ζει και σε βραχώδεις τοποθεσίες κοντά σε κατοικημένες περιοχές ή ακόμα και σε στέγες σπιτιών.
Καταγράφεται ως το λιγότερο απειλούμενο είδος (Least concern, LC) από τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης, λόγω της ευρείας κατανομής του, του μεγάλου πληθυσμού του και της παρουσίας του σε μια σειρά από προστατευόμενες περιοχές. Εξωτερικά είναι παρόμοιο με το δενδροκούναβο, αλλά διαφέρει από αυτό από το μικρότερο μέγεθος και τις προτιμήσεις του οικοτόπου του. Ενώ το δενδροκούναβο περιορίζεται στα δάση, το πετροκούναβο είναι ένα πιο γενικευμένο και προσαρμόσιμο είδος, που εμφανίζεται σε έναν αριθμό ανοιχτών και δασικών οικοτόπων.
Γεωγραφική εξάπλωση
Απαντάται στην Δυτική, Κεντρική και Νότια Ευρώπη, στη Μ. Ασία και Κεντρική Ασία. Στη χώρα μας βρίσκεται σε ολόκληρη την Ηπειρωτική και Νησιωτική Ελλάδα ελεύθερα αν και υπάρχουν περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται σε εμπορία κατοικίδιων ζώων.
Πληθυσμιακή κατανομή
Στην περίοδο της κατοχής το κυνήγι του κουναβιού απέφερε ένα σημαντικό εισόδημα εξαιτίας της γούνας του και γι’ αυτό το λόγο υπήρχαν οργανωμένες ομάδες που τα κυνηγούσαν συστηματικά με αποτέλεσμα να μειωθεί αρκετά ο αριθμός τους. Πλέον αυτή η δραστηριότητα έχει σταματήσει να εξασκείται έντονα ενώ επιτρέπεται μόνο από 15/9 έως 28/2 και έτσι έχει εξασφαλιστεί η προστασία και αφετέρου ο πολλαπλασιασμός-αναπαραγωγή του είδους.
Περιγραφή του ζώου
Πρόκειται για ένα ζώο μεσαίου μεγέθους (μήκος σώματος έως 50 εκατοστά, μήκος ουράς μέχρι 26 εκατοστά και βάρος κοντά στα 2,5 κιλά). Διαθέτει μια πυκνή γούνα χρώματος κάστανο καθώς και μια χοντρή φουντωτή ουρά. Το χρώμα και το μήκος του τριχώματος του μεταβάλλεται ανάλογα την εποχή. Το κυριότερο διαγνωστικό του στοιχείο όμως είναι ο χρωματισμός του λαιμού, που διαφέρει από το υπόλοιπο σώμα, καθώς είναι λευκός.
Συνήθειες
Είναι ζώο που ζει μονήρες. Είναι είδος νυκτόβιο αν και μπορεί να κινείται και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μπορεί να αναρριχηθεί στα δέντρα σε τοίχους και φράχτες εύκολα, χάρη γαμψά νύχια του ενώ ταυτόχρονα η μεγάλη του ουρά το βοηθάει στο να διατηρεί την ισορροπία του κατά την διάρκεια των αναρριχήσεων. Τρέφεται κυρίως με τρωκτικά αν και συχνά συναντάται να καταναλώνει και πουλιά αλλά και σπανιότερα φυτικές ίνες.
Αναπαραγωγική περίοδος
Είναι μονογαμικό είδος και ζευγαρώνει κατά τον Ιούλιο-Αύγουστο. Τα δύο φύλα ζουν χωριστά καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, εκτός από την περίοδο του ζευγαρώματος. Το θηλυκό μετά από περίοδο εγκυμοσύνης 9 περίπου μηνών γεννά τον Μάρτιο-Απρίλιο, 3-5 μικρά. Το πετροκούναβο δεν διασταυρώνεται με το κουνάβι (Martes martes).

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Λύγκας

 


Ο λύγκας (στα αρχαίαλυγξ), ή τσαγκανόλυκος, είναι γένος της οικογένειας των Αιλουριδών. Διακρίνονται τέσσερα είδη λυγκών, τα οποία διαβιούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο. Ο ευρασιατικός λύγκας, ο οποίος έχει μάλλον εξαφανισθεί από την ελληνική επικράτεια όπου ζούσε ακόμη μέχρι πριν από μία πεντηκονταετία, είναι το τρίτο μεγαλύτερο σαρκοβόρο της Ευρώπης μετά την αρκούδα και τον λύκο. Στην Ελλάδα απαντάται στην περιοχή Φλώρινας, ο Βαλκανικός λύγκας (Lynx lynx martinoi), υποείδος του Ευρασιατικού λύγκα.
Χαρακτηριστικά
Είναι μεσαίου μεγέθους αιλουροειδές με ψηλά πόδια. Ανάλογα με το είδος το μήκος τους φτάνει από 70 εκατοστά μέχρι στα 1,20 μέτρα, και το ύψος τα 35 μέχρι τα 70 εκατοστά και το βάρος να κυμαίνεται από 7 έως 35 κιλά. Τα μπροστινά πόδια είναι κοντύτερα από τα πίσω. Έχουν πολύ κοντή ουρά συγκριτικά με τις άλλες γάτες, που καταλήγει σε μαύρη κορυφή. Το κεφάλι είναι στρόγγυλο με παχιά γενειάδα στα μάγουλα και μαύρες τούφες που ξεπροβάλλουν από τα αφτιά μέχρι πέντε εκατοστά. Η γούνα του λύγκα είναι πολύ πυκνή, έχει συνήθως στίγματα και το χρώμα της διαφέρει ανά εποχή και είδος, από μπεζ και γκρι μέχρι κοκκινωπή και καφέ, ενώ στο πηγούνι, το στήθος και την κοιλιά είναι σχεδόν λευκή.

Συμπεριφορά

Όπως οι περισσότερες γάτες έτσι και οι λύγκες είναι μοναχικά ζώα με μεγάλη περιοχή επίβλεψης. Ζευγαρώνουν τέλη του χειμώνα και γεννούν 2-4 μικρά μία φορά το χρόνο. Ο χρόνος κύησης είναι περίπου 70-80 ημέρες. Τα μικρά μένουν με τη μητέρα τους για έναν ακόμη χειμώνα μέχρι να ωριμάσουν και να ανεξαρτητοποιηθούν. Σκαρφαλώνουν με ευκολία στα δέντρα, έχουν καλές αλτικές ικανότητες και αντέχουν στις μεγάλες πορείες. Κυνηγούν τα θηράματά τους μετά το σούρουπο ή τη νύχτα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται μικρά οπληφόρα όπως ελάφια, ζαρκάδια, αγριοκάτσικα και πρόβατα, αλλά κυρίως μικρότερα ζώα όπως λαγοί, ψάρια, σκίουροι, ποντίκια, γαλοπούλες, πέρδικες και άλλα πτηνά.

Είδη

Υπάρχουν τέσσερα είδη λύγκα:
  • ευρασιατικός ή κοινός λύγκας (Λυγξ ο λυγξ - Lynx lynx), το μεγαλύτερο απ' όλα τα είδη
  • ιβηρικός ή παρδαλωτός λύγκας (Λυγξ ο παρδαλωτός - Lynx pardinus), το πιο απειλούμενο αιλουροειδές στον κόσμο
  • Καναδικός λύγκας (Λυγξ ο καναδικός - Lynx canadensis)
  • Ερυθρός λύγκας (Λυγξ ο ερυθρός - Lynx rufus) το μικρότερο είδος

Το ζώο-φάντασμα

Ζώο νυκτόβιο και μοναχικό, ο λύγκας ήταν σχεδόν πάντα αόρατος για τον πολύ κόσμο. Οι αρχαίοι, πάντως, τον γνώριζαν καλά κι εκείνοι του πρωτοέδωσαν το όνομα λυγξ (ο λυγξ, του λυγκός). Στα νεότερα χρόνια ο λαός μας τον ονόμαζε ρίσσο ή ρίτσο. Από κει βγαίνει και το επώνυμο του μεγάλου μας ποιητή. Πρόκειται για ένα υπέροχο αιλουροειδές, περίπου διπλάσιο σε μέγεθος από ένα γάτο. Ξεχωρίζει από την πολύ κοντή ουρά του και τις «φούντες» στις άκρες των αυτιών. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι αν υπάρχει ακόμη ο λύγκας στην Ελλάδα. Κάποιοι λένε ότι είδαν τέτοια ζώα στην Πίνδο, στη Ροδόπη, στη Δυτική Ελλάδα. Κανείς, όμως, δεν μπόρεσε τα τελευταία τριάντα χρόνια να προσκομίσει κάποια απόδειξη, έστω φωτογραφίες πατημασιάς από λύγκα ή κάποιο δέρμα από σκοτωμένο ζώο. Υπάρχει, λοιπόν, ακόμη ο λύγκας στην Ελλάδα ή μήπως έχει απομείνει μόνο το φάντασμα του; Ο εύρων αμειφθήσεται.