Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Πανίδα της Μάνης Λίστα

 Κάντε κλικ για μεγέθυνση στην παρακάτω φωτογραφία

👇👇👇👇👇👇👇👇👇



Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Τα γλωσσικά ιδιώματα – οι τοπικοί ιδιωματισμοί της Μάνης - Λακωνίας


Τα γλωσσικά ιδιώματα – οι τοπικοί ιδιωματισμοί της Μάνης - Λακωνίας

'' · κορώνα η, η λέξη κορώνα και με τον υποκοριστικό τύπο κορωνίτσα συνηθέστατη στη Μάνη και σημαίνει στολίδι μου, κόσμημα μου ''. Πρόκειται για αρχαία ελληνική λέξη που εδόθη και στη Λατινική, στην οποίαν διετήρησε τη μακρά παραλήγουσα του δωρικού κορώνα.

Οι γλωσσικοί ιδιωματισμοί, όπως άλλωστε το καθορίζει και ο τίτλο, ς είναι ιδιοτροπίες-ιδιομορφίες της γλώσσας μας, οι οποίες διαφοροποιούνται από τόπο σε τόπο.

-Είναι οι εκφράσεις που παραλάβαμε από τους προγόνους μας οι οποίες έχουν την προέλευση τους σε βάθος χρόνου , και δεν εξαλείφονται εύκολα. Λέξεις –φράσεις που πρωτακούσαμε είτε ως κάτοικοι, είτε ως επισκέπτες απο τους δικούς μας ανθρώπους, στον Μανιάτικο περίγυρο, στην καθημερινότητα της, στη ρούγες...

Τα γλωσσικά αυτά ιδιώματα οφείλονται στο ότι ο λαός μας τα έχει πολιτογραφημένα από ξένες φυλές, που κατά καιρούς ήρθαν και έμειναν πολύ ή λίγο στην περιοχή μας.

Όλες οι τοπικές κοινωνίες προσπαθούν να διατηρήσουν το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, διότι τις δένει από το παρελθόν, καθώς αυτό χαρακτηρίζει τον τόπο, τους ανθρώπους, είναι κάτι που ανήκει σε εμάς, ιδιαίτερα στους απόδημους, μας θυμίζουν τον τόπο μας, εκεί που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε.... Αυτές οι λέξεις ήταν τα πρώτα μας ακούσματα.

Ακολουθούν οι λέξεις - φράσεις που χρησιμοποιούνται στην περιοχή της Λακωνίας, κυρίως στην περιοχή της Μάνης.

σσ: Κάθε προσθήκη φυσικά αποδεκτή

-------------------------------------------

(Επιμέλεια: Η.Ν. Χρηστέας)

Α

· άβαρος, επίθ. λέγεται στη φράση «εγίνηκε άβαρος», δηλαδή εξασφάλισε οικονομική ευρωστία.

· αβασκαίνου, αρχ. βασκαίνω.

· άβρουτος, επίθ., ο αδέξιος στη συμπεριφορά και στην όλη εμφάνιση αγροίκος. Πιθανώς σχετιστέο με το άβροτον = απάνθρωπον ή άβρωτος=ξηρός του Ησυχίου

· αγανεύου, το αυτό και αγανολοού = ανιχνεύω για να βρω και να πιάσω ορτύκια.

· αγανιά και γανιά, η κίνηση για την ανεύρεση ορτυκιών.

· αγγελία η, η βοήθεια που δίνεται σε διακονιάρη συνήθως σε είδος, ψωμί ή λάδι ή σμιγάδι.

· αγγελίζου, δίνω βοήθεια σε διακονιάρη που έρχεται στο σπίτι μου.

· αγγελικάτος, επίθ. ο λεπτός και ωραίος στην όψη, αγγελική μορφή.

· αγγιάζου, αγγίζω πονεμένο σημείο του σώματος και προκαλώ πόνο.

· αγγίζου, αγγίζω και μεταφορική σημασία θίγω τη φιλοτιμία κάποιου.

· άγγιχτος, επίθ., άθικτος.

· αγδονιώμαι κινούμαι με βήματα μεγάλα αλλά ασταθή.

· αγρολαία, αγρία ελαία. Συνήθεις οι φράσεις «εγίνη ή τον έκαμε αγιριολαία», δηλαδή έξω φρενών.

· αγροπούλια τα, τα εκτός των ορτυκιών πουλιά.

· αγρορίτης, α, ίτικο, ο βλοσυρός στην όψη και αγροίκος στους τρόπους.

· αγκελούνου, κεντώ με κάτι αιχμηρό και μεταφορικώς θίγω κάποιον.

· αγροικητά, επίρρ., από φήμη «το ξέρου από αγροικητά» εκ φήμης.

· αγροικού, ακούω, 2) πείθομαι, υπακούω, πρτ. αγροίκου, μελλ. αγροικήσου, αόρ. αγροίκησα πρκ. έχου αγροικημένο. Μεσ. αγροικιώμαι, μελλ. αγροικηθού, αόρ. αγροικήθηκα, παρακ. είμαι αγροικημένος, πείθω κάποιον, 3) δίνω αφορμή να συζητούν εις βάρος μου.

· αδεία η, διαθέσιμος χρόνος φρ. «δεν έχου την αδεία μου να ρουγεύου». Δηλαδή δεν διαθέτω χρόνο για άσκοπες συζητήσεις στη ρούγα.

· αδίκιωτος, επιθ., αυτός του οποίου ο εχθρός, ο οποίος τον έβλαψε, μένει ατιμώρητος.

· αζάτος, επιθ. ο ευκίνητος, ο ικανός για δράση.

· αζουδία η, κακοτυχία

· άζουδος, επίθ. κακότυχος.

· αθίγγιος, επιθ. άθικτος.

· αθρώποι, οι παροξύτονοι τύποι των πλαγίων πτώσεων έδωσαν στη δωρική διάλεκτο την παροξύτονη ονομαστική, η οποία διατηρείται μέχρι τώρα στη γλώσσα της Μάνης.

· αδάζου, κενώνω, 2) έχω διαθέσιμον χρόνον.

· αδονίζου θυμωμένος εκσφενδονίζω κάτι.

· άϊσκιος, επιθ. ο στερούμενος προσωπικότητας, ο μη υπολογίσιμος.

· ακαρνάκια, επίρρ., μεταφορά κυρίως παιδιού που κάθεται στο σβέρκο του μεταφέροντος με τα πόδια κρεμασμένα στο στήθος.

· ακληρία η, έλλειψη αρσενικών παιδιών, β) γόνος ανάξιος λόγου.

· ακουά η, φήμη.

· ακριβός, επίθ. εκτός της γνωστής σημασίας στη Μάνη έχει και τη σημασία προσφιλής.

· άκχια η, σπανίως το ουδέτερο. Προέρχεται από το άξια. Το ημίφωνο δηλαδή αφομοιούμενο κατά την αηχία προς το σ δίνει τον τύπο άκχια < άξια. Στον καθημερινό λόγο ακούγεται άξια χωρίς συνίζηση και το αρσενικό πάντοτε άξιος.

· αλάργα, επίρρ. μακρά.

· αλαχτοπατού, λαχτίζω πεσμένον κάτω.

· αλικόιντο, καθυστέρηση, εμπόδιο.

· αλικοντού, καθυστερώ κάποιον, παρεμποδίζω. το μεσ. Αλικοιντιώμαι σημαίνει ότι καθυστερώ για λίγο την κίνησή μου.

· αλισπακίδα η, ο καρπός φασκομηλιάς, η οποία στη Μάνη λέγεται σπάκα από το αρχαίο σφάκος, καθώς και η αλισπακίδα από το άρχ. ελελίσφακος.

· αλλαβία, επίρρ. ευθύς αμέσως.

· αλλαγιάζου, παίρνω από κάποιον το φορτίο που μεταφέρει για να τον ξεκουράσω ή τον διαδέχομαι στην εργασία που κάνει.

· αλλέως, σύνηθες το επίρρημα, λέγεται δε συνήθως στο αλώνι κατά την αναστροφή των ζώων που πατούν τα στάχυα.

· Αμάης: Μάιος. Τον Αμάη κάνουσι τον κουκόθερο. Θερίζουσι κουκιά. Τα κουκιά της Μάνης είναι μικρούτσικα σαν της Σαντορίνης κατάλληλα για φάβα. Έκαναν και ψωμί μ’ αυτά σε παλαιοτέρα εποχή, ανακατεύοντάς τα με κριθάρι.

· αμέλας, σκοτοδίνη.

· αμιλάχτυπα, λέγεται για επίθεση ξαφνική και απροσδόκητη αμορολόητος, επίθ. αυτός για του οποίου την εξαφάνιση δεν εγνώσθη τίποτα.

· αμπάλι, επίρρ. που σημαίνει άλλοτε λοιπόν και άλλοτε άλλως.

· αμπάρι το, εκτός της συνήθους σημασίας δηλώνει και το τμήμα του σπιτιού που έχει πάτωμα. Το προς την κάμαρα άκρο του αμπαριού το λένε «ποδοκρεβαιταιές»

· αμπολυσία η, ελευθερία βοσκής των ζώων σε περιοχή που θέρισαν τα σπαρτά. Συνήθως γινότανε γνωστή με κωδωνοκρουσία.

· αμπουρίχνου, μεταδίδω το νόσημα από το οποίο πάσχω.

· αμπουρώνου, καταπραΰνω την οργή θυμωμένου κυρίως παιδιού.

· αναβελάζου, βγάνω κραυγές πόνου εξ αιτίας ξαφνικού χτυπήματος.

· αναβλεμματίζου, συνέρχομαι από ασθένεια.

· αναγαλακούνου, και αναγαλακιάζου ανακατώνω κυρίως αλεύρι ή πίτουρα με νερό. 2) πλένω τα ρούχα ατελώς.

· αναγαλεύου, αναμοχλεύω.

· αναγαλλιάζου, αγάλλομαι.

· αναδεύου, ανακατώνω κάτι. Το μέσον σημαίνει ότι κινείται άνθρωπος ή ζώον σε σκοτεινό χώρο βραδέως.

· αναδρουκιάζει, λέγεται για επιφάνεια, κυρίως τοίχο, που παρουσιάζει περιοδική υγρασία.

· Αναζητώντας την αρχή και σημασία των συνηθέστατων στο ιδίωμα της Μάνης ρημάτων ραίνομαι και τίζομαι είναι σκόπιμο να λάβουμε υπόψη μας ρηματικούς τύπους που βρίσκονται στον Ησύχιο. Το πολύτιμο Λεξικό βοηθάει την έρευνα του ιδιώματος της Μάνης, αλλά και λέξεις δυσνόητες, που βρίσκονται στο Λεξικό, φωτίζονται με τη βοήθεια του λεξιλογίου των Μανιατών.

· αναθεούνου, ανακατώνω πράγματα ή προκαλώ έριδα μεταξύ ανθρώπων. Το μέσον σημαίνει ότι παίρνω απειλητική στάση.

· ανακαπελαρώνομαι, κυρίως στη φράση «εκουβειντιάζασι ήσυχα κι άξαφνα ανακαπελαρώθησα», δηλαδή πήρανε απειλητική στάση ο ένας εναντίον του άλλου.

· ανακαρούνου, συνέρχομαι από δοκιμασία κυρίως σωματική.

· ανακύλιση η, ανατροπή, καταστροφή.

· αναλασμός, μεγάλη ταραχή, θρήνος.

· αναλυγκαίνου, έχω σπασμούς από λόξυγγα.

· αναματάζομαι, συνεννοούμαι δια νευμάτων.

· αναμουράρης, α, ικο, ο είρων.

· αναμουρεύομαι, μιμούμαι ειρωνικά τις εκφράσεις κάποιου.

· αναμπαίζου, εμπαίζω κάποιον με μορφασμούς ή μιμούμενος λόγους και χαρακτηριστικές κινήσεις του.

· αναμπουρδώνου, αναταράζω υγρό, κυρίως νερό, προκαλώντας θολότητα.

· ανανοού, σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, εφιστώ την προσοχή κάποιου. Το μέσον σημαίνει ότι σηκώνομαι από τον ύπνο, αλλά και ωριμάζω, αποκτώ συναίσθηση.

· αναντρανίζου, προσβλέπω κάποιον επιτιμητικά και απειλητικά.

· αναπαρούνου, απομακρύνω τις πέτρες από το χωράφι ή τον δρόμο.

· αναπολιτάνα, μόνο στη φράση «έναι μέσ' την αναπολιτάνα του», δηλαδή αυτό του αρέσει πάρα πολύ.

· αναρρού, βοηθώ κάποιον να απαλλαγεί από αυτόν που του επετέθη. Αναιρριώμαι προσπαθώ να απαλλαγώ από αυτόν που μου επετέθη χωρίς να αντεπιτίθεμαι αρχ. αναρρύομαι.

· ανασβορνταριστά, επίρρ. εκφράζομαι με υπονοούμενα.

· ανασοά η, ανακούφιση.

· ανατραντάζου, αναταράσσω.

· αναφέρνομαι, κλαίω βγάνοντας διακεκομμένους και μόλις ακουομένους λυγμούς.

· αναφούφουλα, επίρρ. συσσωρεύω κάτι, κυρίως χόρτα, χωρίς να το συμπιέζω.

· αναφτερακιάζου, συνέρχομαι από ασθένεια.

· αναχασκίζου, ανοίγω το στόμα μου.

· αναχλιαίνου, ευχαριστούμαι, χαίρω.

· ανεβατίζει, το ζυμάρι δείχνει ότι σε λίγο θα είναι έτοιμο για να πλασθεί.

· ανεβουτό, τηγανόψωμο που έγινε από ζυμάρι παρασκευασμένο με τη διαδικασία που γίνεται και το ψωμί.

· ανέγγιαγος ο, αυτός που δεν ανέχεται άγγιγμα.

· ανέφελος, η, ο, ο στερούμενος δυνάμεως, κυρίως λόγω ηλικίας.

· ανθρωπέα η, η κοπριά.

· ανοστόλα η, γυναίκα μεγαλόσωμη και άσχημη.

· αντζί το, η γάμπα και από αυτό αντζουλοπχιασμένη, αυτή που της χάιδεψαν το αντζί, τη γάμπα.

· αντικούφουρα, επίρρ. λέγεται για περιπτώσεις αντικειμένων που δε στηρίζονται καλά εφαπτόμενα ατελώς της υποκείμενης επιφανείας.

· αντιλοϊσμένος, η, ο, ο αφηρημένος, ο βραδύνους.

· αντιλοού, παθαίνω προς στιγμή διαταραχή της σκέψεως, ζαλίζομαι. αντισοπόνοιο, η υπόνοια, καχυποψία.

· αντίψυχος, επιθ. ο προσφερόμενος να θυσιασθεί δίνοντας τη ζωή του για να σώσει άλλον.

· αντρανός, επιθ. ισχυρός.

· αντραπηδού, κάνω επιτόπια άλματα.

· άοικος, η, ο, άφαντος.

· αουράζομαι βγάνω κραυγές που εκφράζουν κάτι μεταξύ οργής και πόνου, αρχ. ωρυάομαι.

· απανταίνου, συναντώ.

· απαφημένη η, αυτή που δεν παντρεύτηκε.

· απέει, επίρρ. κατόπι τοπικό και χρονικό.

· απηλοούμαι, απαντώ, συνήθως σε αυτόν που φωνάζει από κάποια απόσταση, το συγχέουν κάποτε με το απολογούμαι, ακούγεται όμως και ο τύπος απολοούμαι.

· απιτός επίθ. επί ανθρώπων ο ταπεινός στην ψυχή και το φρόνημα και επί πραγμάτων κατωτέρας ποιότητος. Για το έτυμο υποθέσεις μόνο.

· απλοχουρία η, ευρυχωρία.

· απογδύμνια τα, τα εις άλλον παραχωρηθέντα παλαιά ενδύματα.

· απογιαλεγούιδα τα, τα τελευταίας διαλογής αντικείμενα.

· απόγυρα, επίρρ. παράμερα.

· απογυρίζου, παρεκκλίνω της πορείας για να αποφύγω συνάντηση με ανεπιθύμητο πρόσωπο. Σε έναρξη εχθροπραξιών ελέγετο η φράση «Ζου λέου να μ' απογυρίζεις κι όπου ζου βολεί να περπατάς».

· αποδέλοιπα τα, τα υπόλοιπα.

· αποζούμι, και συνηθέστερα στον πληθ. αποζούμνια, τα υπολείμματα υδαράς τροφής.

· αποθειρια η, το τέλος του θερισμού, 2) ό,τι απομένει στο χωράφι μετά το θερισμό και τρώγεται από τα ζώα.

· απόθώμαι, κάθομαι έπειτα από κοπιώδη εργασία ή πορεία.

· απόκλαδα τα, ό,τι απομένει από τα κομμένα κλαδιά που φάγανε τα ζώα.

· αποκοντρία η, υποχονδρία.

· αποκοντυλιού, αποπνίγομαι κατά την κατάποση.

· αποκρανέσκει, κυρίως στη φράση «αποκιριανέσκει η πάντα του» που λέγεται για άνθρωπο που έχασε αδελφό και μένει εκτεθειμένος στους ανέμους των περιστάσεων.

· απομάνου, υπομένω.

· απόντε, απόταν, χρονικό, φανερώνει κυρίως χρονική αφετηρία σημαντικών γεγονότων, «απόντ’ ανανοήθηκα όλο φαρμάκια κι αλόες».

· απονύχτερος, η, ο, ο διανυκτερεύσας έξω από το σπίτι. Λέγεται και επί ανθρώπου ανόητου, αλλά και για ζώο που δεν εγύρισε τη νύχτα στο σταύλο.

· αποπά, αποδώ.

· απόπλυμα το, ό,τι άφησε κάποιος από αυτό που έπινε.

· αποπχιάνομαι, ερίζω με κατώτερόν μου, 2) μετέχω σε εχθροπραξίες της οικογενείας μου εναντίον αντιπάλων της.

· αποσκιάδα η, η σκιά και μεταφορικώς η προστασία, «να 'στε καλά χιλιόχρονοι να ζου στην αποσκιάδα ζας»

· αποσκιάζου, είμαι υπολογίσιμος ως αντίπαλος.

· απόσκιο το, σκιερό μέρος.

· αποσούνου, φτάνω στον προορισμό μου, 2) φέρω κάτι εις πέρας.

· αποσταμιχιά η, ανάσα του διαφυγόντος μακρά καταδίωξη, λιγόλεπτη διακοπή μακράς πορείας.

· αποταχιά, συνηθέστερα λέγεται τ' αποταχιά και σημαίνει το πρωί ενωρίς και απλό ταχιά και σημαίνει την επαύριο.

· αποφασίζου, ν.ε. αποφασίζω, μεταφορική σημασία επί ασθενούς για τον οποίον γνωματεύσανε οι γιατροί ότι δεν υπάρχει ελπίς σωτηρίας. «Τον αποφασίσασι».

· αποφόρι, φθαρμένο ρούχο που εδόθη σε άλλον.

· αποχώνιο, διαταραχή κατά την πέψη λόγω στενοχώριας.

· Απρίλης: Τον Απρίλη. «Απλά κοιμάσαι, μα στενόχωρα δηγάσαι». Δηλαδή: γλυτώσαμε πια το κρύο και τα βαριά στρώματα, μα σώθηκαν και τα τρόφιμα. Ετοιμάζονται για τον κουκόθερο.

· αρβάλα η, το αυτό και αρβάλι το, χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, ευρύ κάτω στενότερο επάνω, δωρ. αρυβαλίδα.

· αργάζομαι, αντιλαμβάνομαι, πέφτει κάτι στην αντίληψή μου.

· άργαση η, νερό βρασμένο με φύλλα βελανιδιάς και φασκομηλιάς, με το οποίο πλένουν τα πιθάρια.

· αργάτης ο, ξύλινος στύλος ύψους περίπου 2.1/2 μέτρων. Περί το μέσον του στύλου υπάρχει τρύπα, από την οποία περνούν ξύλο ενός περίπου μέτρου, το μανέλλι. Δυο εργάτες με τους ώμους ωθούν το μανέλλι και περιστρέφουν τον αργάτη. Περί τον αργάτη τυλίγεται χοντρό σκοινί, του οποίου το ελεύθερο άκρο απολήγει σε βρόγχο. Το βρόγχο αυτόν βάζουν στην άκρη της μανέλλας, η οποία είναι ξύλινο δοκάρι δυο περίπου μέτρων. Το ένα άκρο της μανέλλας είναι σφηνωμένο σε κατάλληλη υποδοχή της μηχανής (πανωμάκενας) και το ελεύθερο δέχεται το βρόγχο. Έτσι δημιουργείται σύστημα έλξεως. Η πανωμάκενα κατεβαίνοντας πιέζει τον πολτό των ελαιών, που είναι στις τσαντίλες, δηλαδή σε φακέλους κατασκευασμένους από αραιοϋφασμένο γιδόμαλλο.

· αργολαβία η, ν.ε εργολαβία και μεταφορικά η ερωτική σχέση.

· αργολάβος ο, ο εργολάβος και μεταφορικά ο εραστής.

· Αρδικολόης: Σεπτέμβριος. Στα τέλη Αυγούστου (ιδίως στη Μέσα Μάνη) αρχίζει η περίοδος του «Αρδικολόη» δηλ. του κυνηγιού των ορτυκιών. Οι γυναίκες τα έπιαναν με τα απόχια ζωντανά, κυνηγούσαν όμως γυναίκες και με το δίκαννο και τα βαρούσαν στον αέρα. Τα ορτύκια ήταν ένα εισόδημα και μία ευλογία του Θεού, μέσα στις άλλες κατάρες της Μανιάτικης ξεραΐλας και της κακοτοπιάς. Το Σεπτέμβριο δε τον λέγαν Ορτυκολόγο καθώς σημειώνει ο Φ. Ι. Βρεττάκος στο «Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριότεροι εορταί των» σ 320, αλλά Αρδυκολόη (από τα αρδύκια και όχι ορτύκια).

· αρκάνη η, το πάνω μέρος του τοίχου της αυλής πάνω στο οποίο τοποθετούν τα δεμάτια των ξύλων, τα γουμάρα, αρχαίο έρκάνη.

· αρμάκι το, στενόμακρο χωράφι σχηματισμένο σε πλαγιά με αναλημματικό τείχος, αρχ. έρμαξ.

· αρμουνεύου συμβουλεύω, καθοδηγώ αρχ. ερμηνεύω.

· αρμούνιο η, συμβουλή, νουθεσία.

· αρνοπόκια τα, οι πόκοι των αρνιών.

· αρτεσία η, τα διατηρούμενα στο σπίτι μη νηστήσιμα τρόφιμα.

· αρφανογλησίδι το, εγκαταλελειμμένος ναΐσκος.

· ασιλάνης ο, κακοποιός.

· ασκαδαρά η, συκιά που παράγει τα ασκάιδα, αρχ. ισχάδες.

· ασκαρντί, επίρρ., παρά λίγο.

· ασκιγιά η, εργαλείο από δέρμα στο οποίο δίνουν κωνικό σχήμα, το προσαρμόζουν σε ξύλο μήκους πενήντα περίπου εκατοστών και με αυτό μαζεύουν τα αμπολύματα, δηλαδή τα σμήνη των μελισσών και τα βάνουν στις κυψέλες.

· ασκολιού, σχολάω.

· ασμπάρα η, μοχλός πόρτας, μπάρα.

· ασμπαρούνου, κλείνω επιμελώς και ασφαλίζω το σπίτι, το μεσ. ασμπαρούνομαι, μένω κατάκλειστος.

· άσο, άκλιτος τύπος που δηλώνει κάτι μεταξύ παρρησίας και τόλμης. «Τον εσκυλόβριζε η γυναίκα του και δεν είχε τον άσο ναν τηςε δώκει μία μουστρουχιά». Τον έβριζε η γυναίκα του και δεν ετόλμησε να της δώσει ένα μπάτσο.

· άστα η, το μικρό κοντάρι στο οποίο προσαρμόζονται οι βέργες της κυνηγετικής απόχης. Λατ. hasta.

· αστάκι τη γενιάς, ο καλύτερος των ανδρών της πατριάς.

· αυγατίζου, προχωρώ ικανοποιητικά την εργασία μου.

· αυτράζομαι, το αυτό και αυτιάζομαι, πταρνίζομαι.

· αφρουλιάζου, μιλώ οργισμένος και βγάνω αφρούς (σάλιο) από το στόμα.

· άχιουρα τα, άχυρα.

· άχνα η, στη φράση «μη βγάλεις άχνα», δηλαδή κράτα κλειστό το στόμα ώστε να μη βγάλεις όχι λέξη μα ούτε αχνό.

· αχρόνιαστος, η, ο, δεν πέρασε χρόνος από τη γέννηση ή το θάνατο κάποιου. Λέγεται και ως κατάρα και σημαίνει να πεθάνει, πριν περάσει ο χρόνος, αυτός κατά του οποίου η κατάρα.

· αψυχού, συνήθως με άρνηση «δεν αψύχου», δηλαδή δεν αποτολμώ

Β

· βαγιόλι το, πετσέτα φαγητού.

· βαθιμολόγος ο, βαθμοφόρος.

· Βαιριοστυχού, αποκάνω, κουράζομαι, κατά το δυστυχού και το μεσ. βαρυστονάχω.

· Βαιστιώμαι, ν.ε βαστιέμαι, κρατιέμαι από κάπου, είμαι εύπορος, επί γέροντος διατηρείται καλά.

· βαρυγωμού, ν.ε. βαρυγγωμώ, δυσφορώ.

· βασκιούνου, τυλίγω με βασκιά-φασκιά.

· βατσινώνου, εμβολιάζω,

· βγιόλα η, το αυτό και βγιολέντρα, λέγεται για γυναίκα αμφιβόλου ηθικής ποιότητος.

· βεντεμά η, η προθυμία.

· βιγκλιάρης ο, ο αλλήθωρος προέρχεται από τη βίγκλα λατινικό vigilia. Στη Λάγια τοπωνύμιο Βίγκλες. Το τοπωνύμιο είναι σύνηθες σε τόπους από τους οποίους ελέγχονται κυρίως οι ακτές.

· βικιά η, χτύπημα με τη βίτσα, τη βέργα.

· βοσκιστικά τα, μικρό φιλοδώρημα που δίνεται από τον αγοραστή ζώου στο βοσκό.

· βουλή η, απόφαση, επιθυμία.

· βούλομαι, αποφασίζω.

· βουρβουλιαίνου, κάνω βουρβούλες, φυσαλλίδες.

· βουρκόλοι, οι, οι βουκόλοι με ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα. Πρβλ. χαχάλι > χαρχάλι, Βαυναρείο > Βαρναρείο. τοπων στη Σπείρα.

· βούρλα, επίρρ. ενωρίς το πρωί.

· βραστόφανα η, είδος αφάνας.

· βρέτακας, ο, ο πολυφάγος. Το Βρέτακας μεγεθυντικό του Βρετός < ευρετός. Από μεγαλόσωμον και πολύφαγον Βρετό έγινε Βρέτακας > βρέτακας. Το όνομα Βρετός < ευρετός συνηθέστατο στη Μάνη και εξ αυτού το επώνυμο Βρετάκος.

· βρύχος, αρσενικό μοσχάρι 1-2 ετών.

· Βρωμαλίτης, ο μήνας Νοέμβριος.

· Βρωμαλίτης: Νοέμβρης. Ο Φ. Ι. Βρεττάκος στη μελέτη του για τους μήνες «Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριότεροι εορταί των» ΄(σ. 15) λέει το Δεκέμβριο Βρωμαλίτη, γιατί τότε ψοφούν τα ζώα και βρωμούν οι αυλές. Όμως το Δεκέμβριο υπάρχουν άχυρα και σανός και τα ζώα τρέφονται και δεν ψοφούν. Αν έκανε πολύ βαρύ χειμώνα μπορεί να υποφέρουν το Φεβρουάριο, όχι όμως στις αρχές του χειμώνα, δηλαδή το Δεκέμβριο.

Γ

· γεβεντισμένη η, λέγεται για γυναίκα άσεμνη.

· γελατζία η, παραβίαση συμφωνίας, απάτη.

· γέμπουρα τα, τα εισοδήματα, γεώμορα.

· Γεννάρης: Ιανουάριος. Ξύλα κόβουσι και δε σπέρνουσι. Γιατί «Το Γεννάρη γένια σπέρνεις και θυμόκουρα θερίζεις».

· γέννημα το, το κριθάρι.

· γεράδες, οι, αιτίες προστριβών.

· γεροντάρης, α, ικο, γερασμένος.

· γεροντική η, συμβούλιο συγκροτούμενο από αρσενικά μέλη μιας πατριάς, το οποίο μελετά τα διάφορα προβλήματα των μελών της, τις σχέσεις των με άλλες πατριές και παίρνει σχετικές αποφάσεις υποχρεωτικές για όλα τα μέλη της πατριάς. Οι μετέχοντες έχουν κάποια ωριμότητα.

· Για την προέλευση της λέξεως κάνω μία υπόθεση. Κατά το 1293 ο Ρογήρος ντε Λούρια αιχμαλώτισε μερικούς Μανιάτες στο Ναυαρίνο και τους μετέφερε με το πλοίο του, στο οποίο είχε επίσης αιχμάλωτον τον Ιωάννη ντε Τουρναί. Στο ταξίδι οι αιχμάλωτοι θα υποφέρανε από στερήσεις, τις οποίες συνέδεσαν με τον συναιχμάλωτον ντε Τουρναί και παραφθείραντες το όνομα είπαν νταρντουνά τον στερούμενον των αναγκαίων.

· γιαλέγου, διαλέγω.

· γιαλεχτός, η, ο, διαλεκτός

· γιαμά, μόριο ισοδυναμεί άλλοτε προς το λοιπόν και άλλοτε προς το ώστε: «τι θέεις γιαμά να δουλεύου εγώ και να κάθεσαι εσύ;», «φεύγομε αύριο βουργά γιαμά δε μαςε προκάνει ο ήλιος».

· γιούρου μέντε, βιαίως, δυναστικά.

· γκαιρδιακός, κιά, ο, επί αδελφών ο ομοπάτριος και ομομήτριος, επί φίλων ο πιστός. Έτσι λέγεται και ο καρδιοπαθής.

· γκαρδοκόκκαλο το, η ξιφοειδής απόφυση.

· γκουμάχι το, το άσθμα, 2) κρυφό μίσος.

· γκουμαχιάρης ο, αυτός που πάσχει από άσθμα, αλλά και ο μνησίκακος.

· γκούνει, επί τροφών είναι χορταστική, ογκώνει.

· γλυκιάρης, α, ικο, επιληπτικός.

· γογγού, γογγύζω μεσν, γογγώ.

· γονιάζου, σημαίνει δημιουργία πλησμονής κάποιου είδους κυρίως χρημάτων.

· γούδελο το, ανθρωπάριο ανάξιο λόγου.

· γουμαιριάζου, τοποθετώ τα χόρτα ή ξύλα ή ρούχα, ώστε να φτιάξω γουμάρι και να το φορτώσω σε ζώον ή και να το φορτωθώ, αρχ. γόμος, φορτίον.

· γουμάρι το, δέμα μεγάλο από ξύλα ή χόρτα ή και ρούχα.

· γριγκιανιά η, γρατζούνισμα.

· γριγκιανού, γρατζουνίζω

· γριγκιάουλας ο, αυτός που γριγκιανά, γρατζουνίζει.

· Γυαλιστής: Ιούλιος, γιατί αρχίζουν να γυαλίζουν να ωριμάζουν) τα σύκα. Τα παιδιά την εορτή του Προφήτη Ηλία ανεβαίνουν στις βουνοκορφές, ανάβουν φωτιές και απαγγέλλουν τραγουδιστά τους στίχους: «Τ’ Άγιου Λιος γυαλίζονται / τα σούκα σφραϊδίζονται». Το Γιαλιστή ή Αλωνάρη αλωνίζουσι και κοντά σ’ αυτή τη δουλειά μαζεύουν αλάτι στο Τηγάνι, στο Πόρτο Κάγιο κ.λ.π. μέσα σε κάτι σγούρνες, πρωτόγονες αλυκές. Φυλάνε φρουρά στο λιοπύρι. Τους χρειάζεται πολύ αλάτι για να παστώσουν τα αρδίκια και για τα σύγκλινα.

· γυοργαθάζου, τοποθετώ τα στάχυα (μασκαλουχιές) στο γυοργάθι.

· γυοργάθι το, δίχτυ πλεγμένο με σχοινί. Το μήκος είναι κάτι περισσότερο του μέτρου και το πλάτος κάτι λιγότερο με δυο ξύλα του αυτού μήκους δεμένα στις δυο άκρες. Με το γυοργάθι μεταφέρουν τα στάχυα (μασκαλουχιές) από τα χωράφια στο αλώνι και τα άχιουρα από το αλώνι στο κατούι (πλοκαιριά). Σε γυοργάθι απλωμένο σε δυο δοκάρια της στέγης του σπιτιού απλώνουν τα καρβέλια για να αερίζονται και να μη μουχλιάζουν. Για το γυοργάθι προσθέτουμε λίγες λέξεις, που δείχνουν, νομίζομε, ποιος γλωσσικός θησαυρός έμεινε ανεκμετάλλευτος. Στο Λεξικό Ησυχίου διαβάζΟμε: «γύργαθον σκεύος πλεκτόν, εν ω βάλλουσι τον άρτον οι αρτοκόποι» και στη λέξη «σαργάναι δεσμοί, και πλέγματα γυργαθώδη, σχοινίων αγκυράγωγα» και στο υπόμνημα «σχοινίον αγυράτωγα». Η άγνοια εδημιούργησε τους τύπους «αγκυράγωγα» και «αγυράτωγα» αντί αχυραγωγά. Το μανιάτικο γυοργάθι, το αρχαίο, δηλαδή γύργαθον, θα είχε αποκαταστήσει τους τύπους του Ησυχίου, αλλά το αφήσαμε απαρατήρητο. Στο Αρχείο Τζανετάκη, πριν από λίγα χρόνια, εχαρακτηρίσθη ξένη λέξη δυσνόητη.

Δ

· Δεν απόσουσε: δεν τελείωσε

· Δεν τον αναγυρίζου: δεν παίρνω πίσω, δεν ανακαλώ το λόγο μου.

· Διφλόκομπα: γερό δέσιμο

· Εντεύθεν και η βαριά κατάρα «να ζε σκούξουσι», δηλαδή να πεθάνεις. Ο Σολωμός το χρησιμοποεί με μεταβατική σημασία. Το άκουσε από τη μάννα του με τη σημασία αυτή.

Ε

· Έπα: εδώ

Θ

· Θεριστής: Ιούνιος, γιατί τότε θέριζαν τα στάχυα. Το Θεριστή θερίζουσι τα γεννήματα, δουλειά ξεθεωμός. Τότε δεν μπορείς να κάτσεις: «θέεις θέριζο και δένε, θέεις δένε και κουβάλα». Μέσος όρος δεν χωρεί.

· θρεφτάρι: καλοθρεμμένος, καλοζωισμένος

Κ

· καβαντόγιο το, θαλάσσιο κήτος.

· καβατζάρου, παραπλέω κάβο ή ως οδοιπόρος περνάω βουνό.

· καβελλαρώνου, επιτίθεμαι.

· καβούτσι το, το αδέρφι και υποκοριστικό καβουτσάκι αδερφάκι και καβούτσος ο αδελφός.

· καένας, καμμία, καένα, κανείς.

· καζάκα η, η ζακέττα.

· καζίκα και καζίκι το, εύθραστο παλούκι.

Χαρούδα

· καζίο το, ατύχημα, ζημία.

· καθεσίο το, ανάπαυση.

· καθίγκλα η, η καρέκλα.

· καθοικιά η, το κοτέτσι.

· καθολογιώμαι, αποφεύγω την εργασία.

· καθούλα η, αυτή που κάθεται.

· κακαγροίκητος ο, απείθαρχος, ο μη υπακούων.

· κακειακλήρης ο, γόνος ανάξιος λόγου.

· κακειολέβας και ουδέτερο κακειολέβικο, ρέπει προς την κλοπή.

· κακοπάτζαλος ο, ο αδέξιος στους τρόπους.

· κακοστραδεία η, πορεία υπό κακούς οιωνούς.

· κάλεσμα το, η πρόσκληση σε γάμο.

· καλεστική η, το σύνολο των προσκληθέντων στο γάμο. Οι προσελθόντες στο γάμο χαρακτηρίζονται με τον όρο καλεστικοί.

· καλησπέρο η, η εκουσίως απαχθείσα.

· καλόγνωμος ο, καλοπροαίρετος, με αγαθές διαθέσεις για τους ανθρώπους.

· καλομοίρα η, κόρη έχουσα αμφότερους τους γονείς και αρσενικά αδέλφια.

· καλοπεσάς ο, ο καλοπροαίρετος, ο συνεργάσιμος.

· καλοστραδεία η, πορεία με καλούς όρους.

· καμάρα η, ο πέτρινος θόλος που σκεπάζει κάποιο κτίσμα.

· κάμαρα η, το προς δυσμάς τμήμα του δωματίου που δεν είναι στρωμένο με πάτωμα από σανίδι, αλλά και μικρός ισόγειος οικίσκος σκεπασμένος με καμάρα.

· καμαράδος ο, ο σύζυγος.

· καματερή η, η εργάσιμη ημέρα.

· κάματος ο, το όργωμα των χωραφιών, αλλά και η εποχή του οργώματος.

· καμιγιόλα η, η ζακέτα.

· καμπαέτι το, συφορά, ατύχημα.

· καμπί το, επίπεδο χωράφι με σχετικό πλάτος.

· καμπινάρι, κυρίως σπίτι αλλά και χτήμα ανοιχτό και ανασφάλιστο.

· καμπουρίζου, κακολογώ κάποιον, ειρωνεύομαι.

· καμπώνομαι, σιωπώ.

· καμπωχιάρης ο, σιωπηλός, κρυψίνους.

· κανισκαροί οι, οι μεταφέροντες τα δώρα του γάμου.

· κανισκέλλα η, ο δίσκος όπου βάνουν το αντίδωρο στην εκκλησία.

· καούματα τα, τα καμώματα.

· καπατσιτά η, η δεξιότης.

· κάπιδο, παγωνιά.

· καπότο, άκλιτο, απαντά μόνο στη φράση «βάνει κεφάλι και καπότο», δηλαδή θυσιάζει τα πάντα. Πρόκειται για επανάληψη της αυτής εννοίας;

· καπρασκελιές οι, το βάδισμα του πάσχοντος στη βουβωνική χώρα. «Του πονεί ο αζάλικας και πάει καπρασκελιές», δηλαδή θυμίζει την κίνηση του κάπρου.

· καπρικιάδικος ο, ο πεισματάρης, ο εγωιστής.

· καπρίκιο το, το πείσμα.

· καραντάρου, υπολογίζω, εξετάζω κυρίως τον καιρό.

· καρκατσίλα η, η κουτσουλιά.

· καρύγκιαφλας ο, ο λάρυγγας.

· καστιγάρου, πιέζω κάτι πολύ δυνατά.

· καστίγο το, η πίεση.

· καταλαγιάζου, ησυχάζω έπειτα από κοπιώδη δράση ή ζωηρή έριδα.

· καταπά, επίρρ. προς τα δω.

· καταφυγκιάζου, καταχώνω κάτι, ώστε να είναι δύσκολη η ανεύρεσή του.

· κατούνα η, η περιουσία.

· κατραμάρου, κάμπτομαι.

· κατσήγαρος ο, το υγρό, που μένει στην κασσέλλα του λιτριβείου, αφού αφαιρεθεί το λάδι, και παροχετεύεται στην κατσηγαρολακκούδα.

· κατσί το, το γατί.

· κατσιρμά, επιρρ. κατευθείαν και σύντομα.

· κάτσος ο, ο γάτος.

· κατσούλα η, γατούλα.

· κατσουλίζει, περπατά με τα τέσσερα το μωρό, σαν κατσούλα.

· κατσουλώνου, μόνο στη φράση «την εκατσουλώσαμε» επί απροσδόκητου μικρού ατυχήματος.

· κατωκώλια τα, ό,τι μένει από ρευστή ουσία στον πάτο του δοχείου.

· καυκησία η, η καύχηση.

· καυκηχιάρης, α, ικο, καυχηματίας.

· καφή η, η αδελφή.

· καφός ο, ο αδελφός.

· κάφουρας ο, ο κάβουρας.

· καφτάνι το, ειρωνικά λέγεται το δώρο που δικαιούται αυτός που έκανε απρεπή ή επιζήμια πράξη.

· καχριμάνης ο, λέγεται ειρωνικά για άνθρωπο ανίκανον να πράξει κάτι αξιόλογο.

· κεντέρι το, επεισόδιο, φασαρία.

· κερακιά η, η χαρουπιά.

· κηντινάρι το, πλεξάνα με 100 κεφάλια σκόρδα.

· κιαπέου, κατόπι, ύστερα.

· κιόκου ζου, μπράβο σου.

· κιοχός ο, και συνηθέστερα στον πληθυντικό οι κιοχοί, οι όρθιες πλάκες που σχηματίζουν τη στεφάνη του αλωνιού. 2) είδος χόρτου.

· κιώνι το, μεγάλο λιθάρι.

· κιώνου, φέρω κάτι εις πέρας, 2) συμπληρώνω κάποιο ποσό κυρίως χρημάτων.

· κλημαντουιριάζομαι, υπό το βάρος θλίψεως γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω ως κληματίς.

· κλήρα η, το παιδί, ο απόγονος.

· κλιβανή η, μικρό άνοιγμα σε γωνιά της στέγης συνήθως 15X15 εκατοστά.

· κλωγιού η, η κλώσσα.

· κλωγιού, ρ. κλωσσάω.

· κογιονάρου, εμπαίζω.

· κοδεσποιταιό το, το σύνολο των αγαθών κάποιου.

· κοιλάρφανος ο, ο ορφανός από την κοιλιά της μάννας του, λέγεται και τοιλάρφανος, μήπως τηλάρφανος; δηλαδή προ της γεννήσεως ορφανός.

· κοιλιόπαχα τα, τα εντόσθια των πουλιών.

· κοινασία η, η ομοιότης.

· κοκοδού η, η κακοειδής, η δύσμορφη.

· κόνιτσα η, θημωνιά από λιπίνους (θέρμους).

· κοντό το, πανωφοράκι με διάκοσμο.

· κοντράστο το, αντίσταση.

· κοπανηχιά η, χτύπημα.

· κοπέλλι το, βρέφος από κλεψιγαμία, 2) υποταχτικός.

· κοπελλιαρός ο, νέος άντρας που δεν ήρθε σε πρώτον γάμο.

· κοπρίζου, λιπαίνω τα χωράφια με κοπριά των ζώων.

· κόρδα η, ξύλινο δοκάρι στηριζόμενο στους πλαϊνούς τοίχους. Σ' αυτό στηρίζεται μικρότερο ξύλο που ανακουφίζει το βάρος του κορφέα, δηλαδή της μεγάλης ξύλινης δοκού που στηρίζει τη στέγη.

· κόρδα, στη φράση «τον ευρέκασι κόρδα» σημαίνει ότι βρήκανε κάποιον νεκρόν.

· κορώνα η, η λέξη κορώνα και με τον υποκοριστικό τύπο κορωνίτσα συνηθέστατη στη Μάνη και σημαίνει στολίδι μου, κόσμημα μου. Πρόκειται για αρχαία ελληνική λέξη που εδόθη και στη Λατινική, στην οποίαν διετήρησε τη μακρά παραλήγουσα του δωρικού κορώνα.

· κοτιλιά η, κουτσουλιά.

· κοτρόνι το, μεγάλη πέτρα το μέγεθ. κοτρώνα.

· κοτρωνιά η, χτύπημα με πέτρα μεγάλη.

· κοτρώνομαι, ελέγχω κάποιον για πράξη που δεν είναι βέβαιο ότι την έπραξε.

· κοτσώνου, δημιουργώ εξόγκωμα.

· κούκος ο, ο εραστής.

· κουλαντρίζου, περιποιούμαι κάποιον με μεγάλη φροντίδα, αλλά όχι και με ειλικρινή διάθεση.

· κουλάστρα η, το πρωτόγαλα, λατινικής αρχής.

· κουλούκι, άκλιτος τύπος λέγεται επί τυφλών.

· κουλουμπαραζόμαστε, συνωθούμεθα περί ένα σημείο.

· κουλύμπου, επιρρ. κολυμπώντας.

· κουλυμπού, ν.ε. κολυμπώ.

· κουντουνού, το ίδιο και κουντουνίζου ν.ε. κωδωνίζω, έχει και τη σημασία του χτυπώ κάποιον με πέτρα ή ξύλο.

· κουριστάρικος, η, ο, σφαιρικός κατά το σχήμα και λείος.

· κουρκούτσιλας ο, κωνοειδής στήλη σχηματιζόμενη με πέτρες άτεχνα τοποθετημένες πάνω στο στόμιο της στέρνας, για να μην υδρεύονται άλλοι, αλλά και σε χωράφια ως ορόσημο. Το αυτό και κούτσινας.

· κουρκουτσιλιάζου, κατασκευάζω κουρκουτσίλους.

· κούρταλα τα, εκδηλώσεις χαράς.

· κουσουμάρου, αρέσκομαι.

· κουτουρού, εκτός του γνωστού και στην Κοινή επίρρ. κουτουρού υπάρχει στη Μάνη και το ρήμα κουτουρού, που σημαίνει ότι αποτολμώ να κάνω κάτι.

· κρόου, χτυπώ, δέρνω, πρτ. έκροα, οι άλλοι χρόνοι από το βαράω

Λ

· λαάζου, ηρεμώ, ησυχάζω.

· λαλούδα η, πληθ. λαλούδες, στρογγυλές λευκές πέτρες που βρίσκονται στους ορμίσκους της Μάνης. Η πιο μικρή λέγεται λαλούδι το. Αναζητούντες την αρχή της λέξεως στρεφόμεθα προς το παλαιόν λάα λίθος. Ίσως όμως δεν πρέπει να ξεχάσουμε τον Ησύχιο λέγοντα: «λάλλας λέγουσι τας παραθαλασσίους και παραποταμίους ψήφους». Η επιφάνεια η καλυπτόμενη από τις λαλούδες λέγεται χαλικιά, αρχ. χάλιξ.

· λασία η, λωρίδα από δέρμα.

· λάφτου, λέγεται κυρίως για σκυλιά ή γατιά που πίνουν κάποιο υγρό με τη γλώσσα, αρχ. λάπτω.

· λαχαίνου, βρίσκομαι κάπου κατά τύχην.

· λαχανολόιζα η, αυτή που μαζεύει λάχανα.

· λαχίδι το, μικρό τεμάχιο αγρού, που εδόθη σε κάποιον κατά τη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας, που έγινε με σκαρφία, δηλαδή λαχνούς.

· λαχτιά η, ο σάλτος.

· λεβέτι το, ο λέβης.

· λεγνός, η, ο, και λεγνάδι, κακομοίρης.

· λεθρινιάρης, α, ικο, κιτρινιάρης, ασθενικός.

· λειδινό το, το δειλινό, το απόγευμα.

· λημμάρι το, τα στάχυα που χουφτώνει ο θεριστής και τα δένει με στάχυ από τα ίδια. Τέσσερα ως πέντε λημμάρια δένονται μαζί και σχηματίζουν τη μασκαλουχιά.

· λίgουνας ο, συνήθως ο πληθυντικός λιgούνοι, είδος μικρού μέρμηγκα με κάπως ξανθό χρώμα.

· λιαρίζου, βγάνω παρατεταμένες θρηνώδεις κραυγές.

· λιαριτά τα, θρηνώδεις φωνές.

· λιγκρίζου, δείχνω κάτι επιδεικτικά για να κάνω κάποιον να ζηλέψει.

· λιγορεζάμενη η, κακότυχη, αφελής.

· λιγοψυχού, δείχνω τάση για λιποθυμία.

· λικχαίνου, συνηθίζω άνθρωπο ή ζώο να επιθυμεί κάτι.

· λίμα η, η μεγάλη πείνα.

· λιμαντέρης ο, πολύ πεινασμένος.

· λιμπί το, μικρή κοιλότης, λακκίσκος στον οποίον παροχετεύονται υγρά εναπομένοντα μετά την αφαίρεση του λαδιού με το οποίο τρέχουν μαζί από τον πολτό των ελαίων, το χαμούρι.

· λίπινας ο, το λούπινο.

· λίστακας ο, ο πολύ εργατικός και δεξιοτέχνης στην εργασία άνθρωπος

· Λίψα: η δίψα

· λουρί το, στενόμακρο χωράφι συνήθως σε πλαγιά βουνού. Το κάπως πιο πλατύ λέγεται λούρα ή και λουρός αρχ. λώρον.

· λύζι το, το άγουρο σύκο.

· λυχιασμένη η, το αυτό και λυσσομούνα. Στον Κλαύδιο Αιλιανό διαβάζομε: -λυσσητικός προς τα αφροδίσια-. Περί ζώων ιδιότητος

· λωβός, η, ο, άνθρωπος ανάξιος λόγου, αλλά και πράγμα κακής ποιότητος.

Μ

· μαγαριλάς και μαγαριτός, ο ανήθικος.

· μαγιασίλι το, είδος εκζέματος.

· μάγκουφο και μαγκούφικο το, το βακούφικο.

· μαζουχτάρης, α, ικο, αυτός που συμμαζεύει, αλλά και αυτός τον οποίον συμμαζέψανε για να τον βοηθήσουν. Στον πληθυντικό μαζουκχιάρηδες, οι συμπτωματικώς συγκεντρωθέντες και απαρτίσαντες κάποιο σύνολο.

· ματαάζου, βασκαίνω.

· μακρά η, το κάτω μέρος της εξωτερικής επιφανείας των μακρών πλευρών κτίσματος.

· μακόνι το, πέτρα σχετικού μήκους, τις πέτρες αυτές χρησιμοποιούσαν συνήθως για στέγαση στερνών αντί καμάρας, αλλά και ως ανώφλια στις πόρτες.

· μαλαθρακιάζου, φθίνω από στενοχώρια.

· μαλαθρακιασμένος, ασθενικός.

· μαλαϊμίζου, καθησυχάζω.

· μαλιτζάρου, περιεργάζομαι, χειρίζομαι κάτι. Το μέσον μαλιτζάρομαι σημαίνει πως έχω κάποια δεξιότητα η διατηρώ κάπως τις δυνάμεις μου.

· μάλλιου, σημαίνει κάτι μεταξύ του λοιπόν και του μάλλον.

· μαξουλιώμαι, γδέρνω τα μάγουλά μου με τα νύχια μου στο άκουσμα οδυνηρού γεγονότος.

· μαραγιάρης, α, ικο, αυτός που διατηρεί για πολύ τη θλίψη του χωρίς να εκδηλώνεται.

· μαραφουλισμένη, αυτή που εδέχθη ερωτική θωπεία.

· μαραφουλού, ψαύω, ψάχνω.

· μαρμάρα η, λεπτή πλάκα μαύρου χρώματος, 2) γυναίκα με ατροφικά στήθη.

· Μάρτης: Το Μάρτη «Τα παλιά παλούκια καίει / τα καινούργια συμμαζούνει» και γι’ αυτό κάνουνε δουλειές του σπιτιού τότε. Αλλά πάνε και στα χωράφια.

· μάστακας ο, είδος ακρίδας.

· ματαμπαίνου, μπαίνω εκ νέου.

· ματζέτα η, το αυτό και δαμάλα, η αρχαία δάμαλις.

· μαυλού, λέγεται κυρίως επί σκύλων και σημαίνει πως τον καλώ να 'ρθει κοντά μου και τον καθησυχάζω, το αντίθετο αναγκάζου το σκύλο, δηλαδή τον παρακινώ να επιτεθεί.

· μεινέσκου, διανυκτερεύω κάπου.

· μεράζου παραμερίζω, μετακινώ κάτι.

· μελετού, μνημονεύω.

· μελυδρία η, οι συνέπειες της υγρασίας κυρίως στο έδαφος.

· μερασία η, η μοιρασιά.

· μερούνου, ημερώνω ατίθασο ζώο, 2) ετοιμάζω κάποια έκταση για καλλιέργεια.

· μεσάδι το, το μισό καρβέλι, το τέταρτο λέγεται ντακούρι.

· μεσαρία η, το μέσον ενός χώρου.

· μεσοτοπία η, το μέσον κάποιας αποστάσεως.

· μιλώμαι, διατηρώ τυπικές σχέσεις με κάποιον, αν και υπάρχει λόγος διακοπής.

· μνόου, ομνύω, απαντά κυρίως στις φράσεις «μνόου στ' όνομά του» και στην ευχή «ότι μνόεις να χαρείς», δηλαδή να χαίρεσαι ότι αγαπάς. Η φράση «μνόει στ' όνομά του», δηλαδή ορκίζεται στ' όνομα του σημαίνει τον αγαπά υπερβολικά. Και όρκος «στη ζωή (ή στα μάιτα) που μνόου»

· μόδι το, αρχαίο μόδιος. Λέγεται για πολύφαγον «τρώει ένα μόδι» και χρησιμοποιείται και στην ευχή προς αυτούς που αλωνίζουν «χίλια μόιδα κι οξου ο σπόρος» ή «χιλιομοδίες».

· μόκος, γνωστοί στην αρχαία Ελληνική οι τύποι μώκος που σημαίνει εμπαιγμός και μωκός= είρων. Η φράση που ακούγεται στη Μάνη «έναι ένας μόκος» με την οποία χαρακτηρίζεται άνθρωπος λιγόλογος αλλά και βραδύνους οδηγεί στην άποψη ότι το λεγόμενο σήμερα μόκος πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το ιταλικό moccio= βουβός.

· μοναξiα η, η μοναξιά.

· μόνε, αλλά.

· μονίτατος, η, ο, συνεχής, αδιαίρετος.

· μορφοτζιτζιλόμης και τζιτζιλόμης, ο φροντίζων της εμφάνισής του, ο κομψευόμενος.

· μουγκανϊώμαι, μουγκανιέμαι αρχαίο μυκώμαι.

· μουδού, μουδιάζω, αρχ. αιμωδιώ.

· μουθράζου και πιμουθράζου, ρίπτω κάποιον μπρούμυτα.

· μουκαντάς ο, το σύνολο της περιουσίας κάποιου.

· μουκέντρα η, η βουκέντρα.

· μουσκλώνου, με την έκφραση του προσώπου εκφράζω δυσφορία και αποφεύγω την ομιλία.

· μουστρουχιά η, το χτύπημα στο πρόσωπο με την ανάστροφη του χεριού.

· μπάθρα η, μικρό κομμάτι και άχρηστο από παλαιό δέρμα και παρατσούκλι Μπάθρας, ο συλλέγων τα περιττά.

· μπαλαούρα η, οχλοβοή, βαβούρα.

· μπαλουχιά η, εξοικονόμηση αναγκών με απροσδόκητη βοήθεια.

· μπαρτσινέβελοι οι, σκωπτικώς οι συνεργάτες.

· μπασία η, επισκέψεις μη αναμενόμενες.

· μπατίκι το, η παρεχομένη από κάθε οικογένεια ετησία αμοιβή του Παπά.

· μπαχατέλλα η, άχρηστα αντικείμενα. Κυρίως σκεύη περιττά που βρίσκονται στο σπίτι.

· μπενοκλάδι το, στη Μάνη εκτός από την ασθένεια δηλώνει και την κατάχρηση φαγητού, «έφαε ένα μπενοκλάδι» και εμπενοκλάιδασε, δηλαδή έφαε το καταπέτασμα. Συχνά ακούγεται και η κατάρα «μπενοκλάδι να ζε κόψει».

· μπλεύρο το, σακκί, συνήθως στον πληθυντικό μπλεύρα, τα δυο σακκιά τα φορτωμένα στα δυο πλευρά του υποζυγίου.

· μπλουχιάζου, μουχλιάζω.

· μπλούχιος, α, ο το αυτό και μπούχλιος, ο μουχλιασμένος, αλλά και ο ακάθαρτος άνθρωπος.

· μπόλα η, γυναίκα που συνηθίζει να γυρίζει στα σπίτια.

· μπολεύει, αποφεύγει την εργασία και περιφέρεται άσκοπα.

· μπόλια η, το αλλού τσεμπέρι, 2)το ξύγκι του σφαγέντος ζώου.

· μπολιάρης, α, ικο, ο περιφερόμενος άσκοπα, φτωχός συνήθως. Είναι το βυζαντινό εμβολάριος.

· μπονταργάτης, μόνο στη φράση «παίρνει με το μπονταργάτη», δηλαδή είναι βραδύνους.

· μπουγαζί το, κόκκινη ταινία που περιβάλλει το βελέσι στον ποδόγυρο. Το αφαιρούσαν σε περίπτωση χηρείας.

· μπουρλιάζου, κάνω ορμαθούς με σύκα, τσαπέλλες.

· μπουχάιδα τα, οι βλαστοί δένδρων.

· μπουχός ο, η σκόνη που δημιουργείται στο αλώνι, όταν λιχνίζουν με το τριχάλι, δηλαδή χωρίζουν τον καρπό από τα άχιουρα.

· μπράχαρος, η, ο, κακόμοιρος, άτυχος.

· μπρέει, τρέχει το υγρό από πόρο μη ευδιάκριτο.

· μωρακία η, μόνο στη φράση «δεν ακούστηκε ούτε η μωρακία του» λέγεται για εξαφανισθέντα που δε δόθηκε στοιχείο υπάρξεως και δεν εγνώσθη τίποτα για την τύχη του.

Ν

· νάθε, αντί είθε, το νάθε εισάγει ευχή ανεκπλήρωτη.

· νειδίζου, ονειδίζω.

· νιάκα η, α.ε. νάκη, φορητό λίκνο.

· νομή η, βοσκοτόπι, τη σημασία αυτή έχει στο στίχο «μία γελάδα τη νομής» φαίνεται όμως δεν έχει την αυτή σημασία στους στίχους: «χωράφχια σ' όλες τι νομές / όλα ξεκλείδωτες ζεπχιές». Ο στίχος αυτός σημαίνει ότι τα χωράφια που διαθέτανε σ’ όλες τις γόνιμες περιοχές, ήταν τόσο καλά και μεγάλα, ώστε το καθένα για να οργωθεί χρειαζότανε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς διάλειμμα, χωρίς, δηλαδή να ξεκλειδώσουν τα ζυγάλετρα για να ξεκουραστούν.

· νοτία η, η υγρασία.

· νταγιαντού, υπομένω, αντέχω.

· ντακούρι το, μεγάλο κομμάτι ψωμιού.

· νταμάχι το, σφοδρή επιθυμία, βουλιμία για απόκτηση αγαθών.

· νταμαχιάρης ο, αγωνιζόμενος για απόκτηση αγαθών.

· νταούλι, στη φράση «εγίνη νταούλι», δηλαδή κάποιο μέλος του σώματος πρήστηκε πολύ.

· νταρντουνάς ο, ακούγοντας προ ετών στη Λάγια γέροντα να λέει «εσήμερα είμαι νταρντουνάς» τον ρώτησα τι εννοεί λέγοντας νταρντουνάς και μου απήντησε «Μου λέει ο καφετζής να πάρου το ιδιακονιάρη στο σπίτι μου να σπερούσει, αλλά εσήμερα στο σπίτι μου δεν έχομε καμμία καταντία ούτε ψωμί, τι θαν του βάλου να φάει».

· ντάσκα η, η τσάντα.

· ντελέγκου, επίρρ. ευθύς, αμέσως, γρήγορα.

· ντεμέλα η, σακκούλα κάπως μεγαλύτερη από συνήθη μαξιλαροθήκη λευκού χρώματος. Κλείνει με σούρα. Με ντεμέλα συνήθιζαν να μεταφέρουν τα οστά Μανιατών που πέθαναν στην ξενιτειά.

· ντρομού, τολμώ.

· ντώσα η, λέγεται και καραντώσα αυτή που υποχωρεί στις προτάσεις των ανδρών και δημιουργεί ερωτικές σχέσεις «η πουτάνα και η ντώσα έχει και μεγάλη γλώσσα». Προέρχεται από τη μετοχή ενδώσασα του ρ. ενδίδω. Την ερμηνεία αυτή μας την δίνει ο σχολιαστής του Απολλώνιου του Ροδίου με τη φράση: «ενδιδόναι προς ηδονήν».

Ξ

· ξαγκούνης ο, είδος σταριού, εξαγώνιος;

· ξαγναντεύου, παρατηρώ από απέναντι.

· ξαγορία, στις φράσεις «εγίνηκα ξαγορία» ή «τον έκαμε ξαγορία», δηλαδή έξω φρενών.

· Ξακληριχιώνας: ξεκλήρισμα

· ξαστοχού, λησμονώ, κάνω λάθος.

· ξεγκολλιώμαι, απαλλάσσομαι ενοχλητικής παρουσίας.

· ξεικάζου το αυτό και συνεικάζου, υπολογίζω, συμπεραίνω, α.ε. εξεικάζω.

· ξετροδίζου, παρασύρομαι ή παρασύρω άλλον εις απρεπείς πράξεις. ξετσιρλιαίνου, συνθλίβω κάτι και χύνεται το εντός του, ώριμο σύκο ή έντομο ή ερπετό.

· ξεματαάζου, θεραπεύω υποφέροντα από μάτιασμα, βασκανία.

· ξεμορφώνου, αποκαλύπτω απρεπή ενέργεια κάποιου, το μέσον ξεμορφώνομαι σημαίνει ανακοινώνω κάτι που δεν με κολακεύει, ή ζητώ κάτι όχι τόσο σύμφωνο με την αξιοπρέπειά μου.

· Ξένα τα: η ξενιτιά. Στη Μάνη ξενιτιά δε θεωρείται μόνο η εκτός Ελλάδος παραμονή, αλλά η εκτός Μάνης ειδικά.

· ξεροσταλιάζου, παραμένω κάπου άσκοπα και αδικαιολόγητα.

· ξεστήχου, από στήθους.

· Ο Γ. Χατζιδάκης πιστεύει ότι «Εις το Κρητικόν άρα υχιτάς, ύχτας έχομεν σωθέντα αυτά τα αρχαία ΰΰ ή ίσσα λεγόμενα παρ αρχαίοις επί εντελώς ομοίας σημασίας, ήτοι ευαρέστου οσμής και ως επιχαρτικά δια την δικαίαν τιμωρίαν αλλού». Στη Μάνη συνηθέστατα ακούγεται το επιφώνημα «ύχιτας» το οποίο εκφράζει χαρά για κάτι ευχάριστο που συνέβη, συνήθης δε είναι και η φράση «ύχιτα και καλά 'παθες» που εκφράζει χαρά για την δυστυχία (το πάθημα) άλλου.

· Ο Γ. Χατζιδάκης πιστεύει ότι «Εις το Κρητικόν άρα υχιτάς, ύχτας έχομεν σωθέντα αυτά τα αρχαία ΰΰ ή ίσσα λεγόμενα παρ αρχαίοις επί εντελώς ομοίας σημασίας, ήτοι ευαρέστου οσμής και ως επιχαρτικά δια την δικαίαν τιμωρίαν αλλού». Στη Μάνη συνηθέστατα ακούγεται το επιφώνημα «ύχιτας» το οποίο εκφράζει χαρά για κάτι ευχάριστο που συνέβη, συνήθης δε είναι και η φράση «ύχιτα και καλά 'παθες» που εκφράζει χαρά για την δυστυχία (το πάθημα) άλλου.

· Ο Χατζιδάκης έχει διαπιστώσει επίδραση του ιδιώματος της Μάνης στη Γλώσσα της Κρήτης. Πιθανώς και το «ύχιτας» μετέφεραν από τον Ταΰγετο στην Κρήτη οι εγκατασταθέντες κάποτε στη Μεγαλόνησο Μανιάτες.

· Ο Χατζιδάκης έχει διαπιστώσει επίδραση του ιδιώματος της Μάνης στη Γλώσσα της Κρήτης. Πιθανώς και το «ύχιτας» μετέφεραν από τον Ταΰγετο στην Κρήτη οι εγκατασταθέντες κάποτε στη Μεγαλόνησο Μανιάτες.

Ο

· όγοιος, α, ο, αντωνυμία αντί της όποιος.

· όϊμε, και όϊμου, το σχετλιαστικό οίμοι.

· Όλα τα Σάββα(τα) Σάββατα να πάνε να γυρίσουν του Ρουσαλή το Σάββατο να πάει να μη γυρίσει.

· ολήγορα, επίρρ. γρήγορα.

· όντας το αυτό και όντες, αντί του όταν.

· όργος ο, το τμήμα του χωραφιού στο οποίο σκάβει ή θερίζει κάθε μια από τις γυναίκες που θερίζουν ή σκάβουν παράλληλα στο ίδιο χωράφι.

· όρογα, επίρρ. σκοπίμως, γιαυτόν το σκοπό, αρχαίο ορέγομαι, επιθυμώ.

· ότοιμος, η, ο, έτοιμος.

· οχτρουμέϊκα, εχθρικά.

Π

· πααίνου, πηγαίνω πρτ. επάναινα, μελλ. θα πάου, αόρ. ειδιάηκα, πρκ. είμαι ιδιαβαρμένος και υπερσ. ήμου ιδιαβαρμένος.

· παινεχιάρης, α, ικο, ο καυχηματίας, καυχησιάρης.

· παιχνδαρίζου, επιδίδομαι σε άκαιρα παιχνίδια.

· παμπακέλλα η, το λευκό τσεμπέρι που βάνουν στα μούτρα του πεθαμένου.

· πανιάδα η, ξερό ψωμί, το ρίχνω σε βραστό νερό με λίγο λάδι και το τρώω.

· παντάρου, συνήθως στο γ' πρόσωπο και σημαίνει αρμόζει.

· παντέχου, ελπίζω.

· παντοχή η, η ελπίδα.

· πάου, πηγαίνω.

· παραβολή η, η εσωτερική πλευρά του χωραφιού παράλληλη προς το χτάρι βλ. λ.

· παραδαβασμένος, η, ο, ψυχοπαθής στον οποίον οι παπάδες διαβάζουν συχνά τα ευαγγέλια (το τετραβάγγελο).

· παρασάνταλος, η, ο, κακοφτιαγμένος και ανόητος.

· παράσημος, η, ο, ο κακοφτιαγμένος.

· παράτα η, η πομπή κυρίως στη φράση «επέθανε και τόνε πάσι με παράτα μεγάλη».

· παρλιακός, η, ο, ο φλύαρος και επιπόλαιος.

· πασπαλάς ο, χυλός που παρασκευάζεται με λάδι και νερό, μόνο με λάδι λέγεται καυτός. Απλή ανάμιξη λαδιού και αλευριού χωρίς βρασμό λέγεται ωμός πασπαλάς. Αν γίνει με χοιρινό συκώτι λέγεται σκωτοπασπαλάς.

· πασπατεύου, ψηλαφώ.

· παχνιάζου, ειρωνικά υπερσιτίζω κάποιον αλλά και βάνω κάτι στο παχνί

· περορίζομαι, οργίζομαι, εξάπτομαι πολύ, αγριεύω.

· πελενά η, λέγονται έτσι οι δυο σιταρένιες πίττες ή τα δυο σοινίκια (χοίνικες) σταριού που προσφέρονται ως γαμήλιο δώρο. Κατ’ επέκταση λέγεται πελενά και η πίττα που προσφέρει ως δώρο ο επισκεπτόμενος συγγενικό σπίτι.

· πενιάρου, παραγγέλλω.

· πεπανός, η, ο, ευγενής, καλός αρχ. πέπων.

· πέτομαι, το ρήμα αυτό διετήρησε στη Μάνη την μορφή και σημασία που είχε στους ομηρικούς χρόνους. Ο ενεργητικός αόριστος επέτησε γνωστός και στην αρχαία.

· πιζωστρόφχια τα, η επίσκεψη της νιόπαντρης κόρης στο πατρικό σπίτι την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο.

· πίνεργος, ο δεξιοτέχνης.

· πινέργου, το αυτό και πινεργοτίς, επίρρ. σκοπίμως, με αυτή την πρόθεση, ακριβώς για τον σκοπό αυτόν.

· πινιάτι το, τέτζερης, το μεγάλο πινιάτα και το μικρό πινιατάκι.

· πιστρουμά η, βελέτζα η μισή πάνω και η μισή κάτω.

· πιτίνι το, η εξωτερική γωνία ενός κτίσματος.

· πιχερίζομαι, αναλαμβάνω τη διεκπεραίωση δύσκολης υποθέσεως ή κατασκευή επίπονου έργου.

· πιχιούνου, επιχύνω.

· πλακομιθάζου, καταπλακώνω με μεγάλες πέτρες (πλακώματα).

· πλαστηρίζου, προστρίβω ελαφρά τις ελιές στο σουφρά, που έχω μισογερμένον μπροστά μου, και αφαιρώ τα φύλλα για να τις ετοιμάσω για το λιτριβείο.

· πλέος, α, ο, περισσότερος, πλείων.

· πλευρά η, η πλευρά βουνού.

· πλοκαρά η, έτσι λένε το μισό κατώγι, το χωρισμένο με ξορολιθιά, στο οποίο φυλάσσουν τα άχυρα.

· ποδοκρεβαταές οι, βλέπε αμπάρι.

· ποκάρι το, μαλλί από την κούρα του προβάτου, αρχ. πόκος.

· πολεμού, εργάζομαι.

· Πολυκρέατη: με πολλούς άνδρες

· πολυμπρία η, πολυομβρία.

· πολυπορεύομαι, εξοικονομώ κάποιες ανάγκες.

· πόρεψη η, η εξοικονόμηση.

· Ποτέ δε θα μαθαίναμε τι σημαίνει Γύθειο, αν δε βρίσκαμε στον Ησύχιο τη μετοχή γυθίσσων = διορύσσων προερχομένη μάλιστα από δωρική περιοχή. Το Γύθειον <γύθειον εφωτίσθη από τον τύπο γυθίσσων, αλλά και το γυθίσσων από το Γύθειον, το οποίον επέζησε ως τοπωνύμιο. Εξετάζοντας τα ρήματα του λεξιλογίου των Μανιατών ραίνομαι και τίζομαι δεν πρέπει, νομίζομε, να αγνοήσουμε τον Ησύχιο στον οποίον βρίσκομε τους τύπους: «ραθαίνεται ραίνεται, βρέχεται ραθασσόμενοι ραινόμενοι, πληττόμενοι, ραίουσι φθείρουσι, ραίω φθείρω, ραίουσι φθείρουσι».

· πουράκονας ο, ειδικός σωληνίσκος στον οποίον τοποθετείται το καψούλι από το οποίο δια του επικρουστήρος (πετεινού) παράγεται η σπίθα που ανάβει τη μπαρούτη και εκπυρσοκροτεί το εμπροσθογεμές όπλο.

· πούρος ο, το κουκκούτσι καρπουζιού ή σταφυλιού, αλλά και το σκελίδι του σκόρδου, αρχ. πυρός.

· πουρχιάζου, παίρνω κάτι δολίως και το χώνω στην τσέπη μου.

· πραγαλιάζου, ησυχάζω, αφού πέρασε κάποιος σωματικός πόνος ή και θυμός.

· πρίχου, πριν.

Ρ

· ραίνου, το ρήμα σύνηθες στο γ' ενικό «τι ζε ραίνει» συνηθέστατη ερώτηση που σημαίνει: γιατί το μεγάλο σου ενδιαφέρον και η αγωνία σου για κάποιο ζήτημα. Το γ' πληθ. συνηθέστατο και αυτό στη φράση: «μαςε ραίνουσι οι καιροί» που σημαίνει πληττόμεθα από τους ανέμους των περιστάσεων. Πολύ

· ρεgλέας ο, χροντρό σιτάρι.

· ρείπχιος, α, ο, λέγεται κυρίως για δένδρα και μάλιστα για ελαιόδενδρα που έχουν πολλά ξερά κλαδιά.

· ριζάμενος, η, ο, ο ευρισκόμενος υπό την κηδεμονία κάποιου, ο εξηρτημένος, οριζόμενος.

· ρικχιά η, η ποσότητα από μπαρούτη και σκάγια που βάνουμε στην κάννη του όπλου για να πυροβολήσουμε.

· ρόμπωμα το, η κατά πρόσωπο προσβολή.

· ρομπώνου, προσβάλλω διαπομπεύω.

· ρούγα η, η θέση, δρόμος συνήθως, όπου συγκεντρώνονται οι άνθρωποι της γειτονιάς και συζητούν.

· ρουγιάζου, κάθομαι πολλές ώρες στη ρούγα παραμελών τις εργασίες μου.

· ρουκανίζου, αρχ. ελλην. ρυκονίζω. Στη φράση «ρουκανίζει χοντροκούκκια» σημαίνει ότι κάποιος χαροπαλεύει

· ρουμάνα και ρουμανάκα η, η πολύ εργατική γυναίκα.

· ρωσφάι, στη φράση «εγίνησα ρωσφάι», δηλαδή ήρθανε στα χέρια και εκακοποίησαν ο ένας τον άλλον. Μήπως ρωσοφάι, σαλάτα;

Σ

· σάγκουνο το, το βάθος γωνίας.

· σαλαμετίζου, παρουσιάζω κάποια βελτίωση, πρόοδο.

· σαλουδάρου, χαιρετίζω με πυροβολισμούς.

· σάλωνο το, το εσωτερικό του αλωνιού.

· Σαρμάς: το ντουφέκι

· σαχάνι το, το σκέπασμα του τέτζερι.

· σβησμένο μερδικό, ο στερούμενος απογόνων, λέγεται και σβηστομοίρης, ανάξιος λόγου άνθρωπος.

· σβίδος ο, πρόκληση για μάλωμα.

· σγαρίζει, ασχολείται με χειρονακτική εργασία, κυρίως γεωργική, αλλά χωρίς προθυμία και απόδοση.

· σγουμπγιάζει, καμπουριάζει.

· σγουμπός, η, ο, καμπούρης.

· σένιαλο το, ανάξιος λόγου άνθρωπος.

· σεργούνι το, ο διαπομπεφθείς.

· σιγαλός η, ο σιγηλός.

· σιλαμπαχιάς ο, πολύ δυνατός αγέρας, Σιλάμ Πασάς.

· σκαμπουγιασμένος, η, ο, κακής σωματικής διαπλάσεως, με ελαττωμένες δυνάμεις.

· σκάνταλος, αυτός που έχει τάση να δημιουργεί προστριβές.

· σκάπετο το, το μη ορατό μέρος.

· σκαπετού, πορευόμενος χάνομαι σε κάποια στροφή και δε φαίνομαι από ορισμένη θέση.

· σκαρμώνου, με την έκφραση του προσώπου μου δείχνω τη δυσφορία μου.

· σκαρφία τα, οι κλήροι, οι λαχνοί με τους οποίους γινότανε η κατανομή της πατρικής περιουσίας.

· σκαρφίζομαι, επινοώ.

· σκαφίζου, με το κόσκινο καθαρίζω τον καρπό από περιττά στοιχεία.

· σκελίδι το, φέτα πορτοκαλιού ή μικρό μέρος κρεμμυδιού.

· σκενταμίδα η, μικρή πέτρα σαν φέτα απολήγουσα σε αιχμή.

· σκιγιάτης ο, ο Οχτώβρης.

· Σκιγιάτης: Οκτώβρης. «Σέμπρο γύρευε ζυγάλετρα κονόμα», γιατί αρχίζει ο κάματος και το χαμολόϊ. Αρχίζουν δηλαδή και μαζεύουν απ’ τη γη τις ελιές εκείνες, που έριξε κάτω ο δυνατός βοριάς. Ακόμα «Το Σκιγιάτη σκίζ’ όργωνε και το Βρωμαλήτη σπέρνε». Τότε πια μπαίνουμε στη περίοδο του μαζέματος της ελιάς στη «Λαδία» όπως λένε στη Μάνη. Στην ελιά οι Μανιάτες έχουν αληθινή λατρεία και σεβασμό, γιατί είναι το κυριώτερο προϊόν του τόπου.

· σκοπαΐδα η, σχισμένο ασκάδι, ισχάς.

· σκούζου, το ρήμα σκούζου, το γνωστό σκούζω της Νεοελληνικής είναι το αυτό προς το αρχαίο σκύζομαι, το οποίο, καθώς δείχνουν οι τύποι σκύζει, λυπεί, οργίζεται και σκύζουσιν, που βρίσκαμε στον Ησύχιο στη μεταγενέστερη Ελληνική εχρησιμοποήθη και στην ενεργητική φωνή. Από το σκύζω αυτό το σκούζου της Μάνης με τη γνωστή στο ιδίωμα προφορά υ>ου και τη συνήθη ρηματική κατάληξη ου.

· σκουντρίχνου, συγκρούω.

· σμουγδιός, α, ο, υπόξυνος.

· σμουλείχου, γλείφω με τη γλώσσα, λείχου.

· Σουκολόης ή Άγοστος: Αύγουστος. Τον Αύγουστο δε τον λέγαν Συκολόγο, καθώς γράφει ο Φ. Ι. Βρεττάκος στο «Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριότεροι εορταί των» σ. 297, γιατί στη Μάνη μέχρι τώρα λένε σούκο και όχι σύκα, άρα ο μήνας λεγόταν Σουκολόης. Τον Άγοστο. «Ο Γυαλιστής γυαλίζει, μα ο Άγοστος τα καθαρίζει». Τότε τελειώνει η συγκομιδή του σταριού, λίχνισμα κ.λ.π.

· σούρνου, σύρω, σούρνου γυναίκα, δηλαδή την απάγω άκουσαν.

· σουρτοφελιά η, θηλιά του σχοινιού, συρτοθηλιά.

· σουσουμάλι, η κατά διαστήματα επαναλαμβανόμενη στροφή της κεφαλής.

· σοφόρα η, γυναίκα με δραστηριότητα προκαλούσα σχόλια. Σεπφόρα;

· σπερούνου, διανυκτερεύω.

· Σπολάτι: συγγνώμη, λυπάμαι για ό,τι έγινε.

· σταβάρι το, ιστοβοεύς.

· σταλιάζου, επί προβάτων καταφεύγουν σε σκιερό μέρος για ν' αποφύγουν τη ζέστη. Επί ανθρώπου με ειρωνική διάθεση.

· στάλος ο, οι πρώτες απογευματινές ώρες του θέρους, αλλά και ο τόπος που σταλιάζουν τα ζώα.

· στανιώνου, κασσιτερώνω τα χαλκωματένια δοχεία.

· σταρένιος, α, ο, από σιτάρι, το αυτό και σταρήχιος.

· σταρουλιά η, γεύση ή οσμή σταριού «σπιτάκι μου σμιγαδερό και σταρουλιάς μυρίζεις».

· σταυροκοπείο το, στο σημείο που έπεφτε ο σκοτωμένος χαράζανε σταυρό και τη θέση αυτή την λέγανε σταυροκοπείο.

· σταφνίζου, χτυπώ κάποιον ξαφνικά.

· στεγαδάζου, φτιάνω στεγάδι, δηλαδή βάνω τα δεμένα στάχυα (μασκαλουχιές) ή και τις βελέτζες τη μια πάνω στην άλλη.

· στερακά, επίρρ. στέρεα, σταθερά.

· στερωμένος, άντρας ψηλός αλλά όχι αξιόλογος.

-Στη Μάνη διατηρήθηκε η ανάμνηση της γιορτής, των βρουμαλίων καθώς η γιορτή των Ρουσαλίων . Έτσι ακούγεται:

-Στη Μάνη έχει ειδική μεταβατική σημασία στη φράση «σκούζουσι το Γιάννη». Δηλαδή προσερχόμενοι στο σπίτι κάποιου νεκρού Γιάννη φωνάζουν (σκούζουσι) «αδέρφι Γιάννη αδέρφι».

-Στη Μάνη λένε και σήμερα το Σκιγιάτη σκίζε, 'ργώνε και το Βρωμαλίτη σπέρνε, γιατί το μήνα αυτό τον συνδέουν με το Νοέμβριο, το όνομα του μήνα πρέπει να συνδεθεί με τα βρωμάλια.

· στηθάζομαι, αναλαμβάνω τη διευθέτηση σοβαρής υπόθεσης.

· στοιχείο, λέγεται για άνθρωπο εύρωστον.

· στορή, από το παλαιό ιστορώ και το μεσαιωνικό στορώ = ζωγραφίζω, προήλθε η στόρηση, εικόνα και η στορή που βρίσκεται στα μοιρολόγια και σημαίνει και αυτή εικόνα, μορφή.

· στουμπανίζου, χτυπώ άνθρωπο ή ζώο με πείσμα.

· στουμπώνου, παραγεμίζω κάτι με περιεχόμενο δεκτικό πιέσεως, αποφράσσω.

· στράδα το αυτό και στράτα, ο δρόμος.

· στραδεύου, με τη σημασία πορεύομαι, συνηθέστερο το τρίτο πρόσωπο το οποίο σημαίνει ότι το χυνόμενο υγρό μπαίνει κανονικά στο άλλο δοχείο και δε χύνεται έξω.

· στρατουλίζεί, επί νηπίων αρχίζει να βηματίζει.

· στρέμπλα η, γερό ξύλο σχετικού πάχους, μπαίνει σε τρύπα ανοιγμένη στον τοίχο της πόρτας και την ασφαλίζει.

· στρηνίο το, συνήθως σε πληθυντικό στρηνία τα, παιχνίδια.

· στρηνιού, παίζω με ζωηρό τρόπο και σχετικές φωνές, αρχ. στρηνιώ.

· στριφτάϊδα τα, βρασμένα τρίμματα ζύμης.

· στρουγκιά η, χτύπημα με γροθιά.

· στρουγκίζου, χτυπώ με γροθιές.

· στρούγκος ο, η γροθιά.

· στροφίγκι το, ζβέρκος, τράχηλος.

· σύγιουρα τα, τα περί την οικίαν χτήματα.

· σύγκρα η, ο Μανιάτης που δεν αποχτούσε αρσενικά παιδιά έπαιρνε και δεύτερη γυναίκα για να αποχτήσει. Οι δυο συνυπάρχουσες σύζυγοι ελέγοντο σύγκιριες, συγκυρίες του οίκου, ή σύγκρεας κατά την ευχή «έσονται εις σάρκα μία». Η παρουσία του ημιφώνου είναι αισθητή προ και μετά το ρ.

· συνάγκλουθο το, ο ακολουθών συνήθως κάποιον.

· συχνά ακούγεται στα μοιρολόγια ο στίχος: «τ' ερραίνομου, τ' ετίζομου» που σημαίνει ότι οι αγωνιώδεις και επίπονες προσπάθειές μου πήγανε χαμένες.

· Τα χωράφια περιέρχονται στους απογόνους κυρίως με μοιρασιά και σκαρφία. Τα χτήματα μοιράζονται σε κλήρους ισάριθμους με τα αρσενικά παιδιά. Κατόπι ρίχνουν σκαρφία, δηλαδή λαχνούς και ο καθένας παίρνει αυτό που θα του τύχει. Εξ αυτού και όρος λαχίδι, δηλαδή χωράφι που του έλαχε κατά την κλήρωση. Νομίζομε λοιπόν ότι ο όρος νομή διετήρησε στη Μάνη τη σημασία που έχει και στην αρχαία, δηλαδή μοιρασιά. Αυτή που βρίσκομε στη φράση του Πρωταγόρα: «έρχεται Προμηθεύς επισκεψόμενος την νομήν», δηλαδή τα δοθέντα μερίδια και τον τρόπο της μοιρασιάς.

Τ

· ταβλαμπέζι, στη φράση «εγίνη ταβλαμπέζι» που σημαίνει κάποιο μέλος του σώματος πρήστηκε υπερβολικά.

· ταή η, η τροφή.

· ταλίμι το, δεξιότης.

· ταχιά, επίρρ. ενωρίς την επομένη ημέρα.

· τζολαρίζομαι, στολίζομαι, βάνω τα καλά μου.

· τηχτικός, ία, ικό, λένε έτσι τον ασθενή κυρίως τον φυματικό. Πρόκειται για το αρχαίο τηκτικός που βρίσκομε στο Διοσκουρίδη. Βλέπε και Ιπποκράτη, Αέρων κλπ. Δηλαδή το αρχαίο τηκτικός απλώς συνεμορφώθη με τους νόμους της Νεοελληνικής, ψιλό συν ψιλώ έγινε δασύ συν φιλώ.

· τίζομαι, βλέπε το ρ. ραίνομαι.

· τόμου, αμέσως, κατόπι, αφού.

· τουμπού, χτυπώ κάποιον με το κεφάλι μου, λέγεται κυρίως επί ζώων. Η γίδα ή η αγελάδα τουμπά.

· τραπέλλα η, ομάδα κυνηγών που πιάνουν τα ορτύκια με την απόχη. Πιθανώς πρόκειται για την ιταλική λέξη trapolla που σημαίνει παγίδα. Κατά το ατομικό κυνήγι ο κυνηγός ψάχνει για ορτύκια στα λουρία και στα αρμάκια, που βρίσκονται στις πλαγιές των βουνών. Έτσι ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας από το ένα χωράφι στο άλλο κινείται βουστροφηδόν. Η κίνηση αυτή μας θυμίζει το «τραπελιζόμενος, συνεχώς αναστρεφόμενος» του Ησυχίου. Άλλως τε και οι κυνηγοί της τραπέλλας, που πιάνουν τα ορτύκια στον αέρα, συνεχώς αναστρέφονται.

· τρικούκουλο το, δοθιήν, καλόγερος. Μεταφορικά σημαίνει τον ενοχλητικόν άνθρωπο, το γκρινιάρη και εριστικόν. Πρόκειται για δοθιήνα με τρεις κόμβους τρικόμβυλον.

· τρουπολέβας, ού, ικο, ο κλέφτης.

· τρουπολεβγιάζου, κλέπτω.

· τρόχαλο το, πέτρα σχετικού μεγέθους που μπορεί κανείς να εκσφενδονίσει. Είναι το αρχαίο τροχμαλός λίθος. Το αρσενικό τρόχαλος σημαίνει σωρό λίθων. Το χτύπημα με τρόχαλο λέγεται τροχαλία η.

· τσάβαλα τα, τα ενδύματα.

· τσάγγρα η, το μονόκαννο κυνηγετικό όπλο. Πρόκειται για την μεσαιωνική τσάγγρα που εσήμαινε τόξο.

· τσαμπρούνου, εξαμβλόω, αποβάλλω.

· τσαντίλα η, η σακκούλα που στραγγίζουν το τυρί, αλλά και τα πανιά που βάνουν τον πολτό των ελαίων (το χαμούρι) για να το στύψουν και να βγάλουν το λάδι.

· τσαντίλι το, το σακκίδιο που βάνουν μέσα το μουστάρι (βυζιά) της γίδας και το δένουν στην πλάτη της για να μη μπορούν να βυζάξουν τα κατσίκια.

· τσάρδελος, η, ο, λέγεται για γατιά που αρπάζουν, αλλά και για ανθρώπους που έχουν τάσεις αρπαγής.

· τσατσάρι, επίρρ. στη φράση «να πάεις τσατσάρι» κατ ευθείαν και σύντομα.

· τσινιά η, λάκτισμα ζώου.

· τσιρομνυαλιάζου, αδυνατώ να σκεφθώ.

Υ

· ύχιτας, κατά τον Κοραή η λέξη προέρχεται από το επιφώνημα χαράς ΰυ ΰυ που βρίσκαμε στον Πλούτο του Αριστοφάνη, στιχ. 894. Υπάρχει στην αρχαία Ελληνική και το ίσσα επιφώνημα χαράς για την δυστυχία άλλου.

Φ

· φάγγλα η, η φλόγα του λυχναριού.

· φαγγρίζου, βλέπω ατελέστατα, έχω ατελέστατη όραση.

· φαμέγιος ο, ο ταπεινής καταγωγής.

· φάουζα η, νόσος ελκώδης, αρχ. φαγέδαινα, φάγαινα.

· φελεμένος, ικανός, άξιος.

· φελού, μπορώ.

· φευγώς, επίρρ. στη φράση «τον έπαρε φευγώς» τον παντρεύτηκε με εκούσια απαγωγή, τον ακολούθησε.

· φόϊρα τα, τα ενδύματα.

· φοκόλι το, πέτρα που μπορεί να την εκσφεδονίσει δυνατός άνθρωπος.

· φορτσέρι το, το μπαούλο.

· φόρτσο, στο πολύ - πολύ, στην ένταση, στο τέλος.

· φουμπού, ορμώ, επιτίθεμαι και φουμπγιά η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φουμπού.

· φουρομανού, οργισμένος βρίζω και απειλώ.

· φουχιάζου, ξεφυσώ, εκπνέω από τα ρουθούνια νευρικά, με κάποια δυσκολία, αρχαίο φυσιάω. Η προφορά υ>ου αλλά και σι>χι μετά τη συνίζηση γνωστά φαινόμενα στη Μάνη.

· φτερό το, εκτός από τη γνωστή σημασία στη Μάνη σημαίνει και το παιδί που χτυπάει με ραβδί τους θάμνους φωνάζοντας «τούκχι» για να φοβίζει τα ορτύκια και να τα κατευθύνει προς την τραπέλλα.

· φτερούγα η, λέγεται μόνο φτερούγα πουλιού, αρχ. πτέρυξ.

· φτυχού, ρίχνω επιτυχώς κατά του στόχου.

· φωτίκι το, το ρούχο που φοράνε στον νεοφώτιστον και 2) επιλήψιμος χαρακτηρισμός, σκωπτικό προσωνύμιο.

· φωτογανιά η, η γωνία του σπιτιού που ανάβουν φωτιά.

· χάζι, σε φράση με το ρήμα κάνου «κάνου χάζι» θεωρώ κάτι αστείο, άξιο για γέλιο.

· χαιράμενη η, γυναίκα που έχει τον άντρα της.

· χαλασογλησίδι το, ο ερειπωμένος ναΐσκος.

· χαλαστάρι το, πέτρα που μπορεί να εκσφενδονίσει δυνατός άνθρωπος.

· χαλικιά η, παραλία καλυπτόμενη από στρογγυλές λευκές πέτρες, λαλούδες.

· χαμοκέλλα η, φτωχική ισόγεια κατοικία.

· χαμούρι το, ο πολτός των ελαίων.

· χαρανί το, το λεβέτι, ο λέβης.

· χελιός ο, ταπεινής καταγωγής.

· χέριζος, η, ο, ο χέρσος.

· χιάχνου, κατασκευάζω.

· χιοπαίζεί, ισορροπεί, ισοσταθμίζει.

· χιούνου, χύνω.

· Χλεβάρης: Φεβρουάριος. Το Χλεβάρη σφάζουσι τα θροφάϊρα, κάνουσι τα «σύγκλινα» και τα νοστιμότατα Μανιάτικα λουκάνικα.

· χουγιασμένη η, γυναίκα για την ηθική της οποίας έγιναν άσχημα σχόλια.

· χοχλάζει, βράζει.

· χρασουλιά η, η οσμή του θνησιμαίου.

· χράχιος, α, ο, θνησιμαίος, άνθρωπος ανάξιος λόγου.

· χρεία η, η ανάγκη.

· χριστοφονιάς ο, αυτός που πρόδωσε φιλοξενούμενον.

· χρονιάζει, πέρασε ένας χρόνος από τη γέννηση ή το θάνατο κάποιου.

· χρωστομέϊκα τα, τα οφειλόμενα.

· χτάρι το, το αναλημματικό τείχος με το οποίο στις πλαγιές βουνών δημιουργείται στενόμακρο χωράφι, αρμάκι ή λουρί.

· χωνιάζου, γεμίζω το δωμάτιο με καπνό.

· Χώρα: εννοείται όλη η Μάνη

· Χωσία: η ενέδρα

Ψ

· ψαλίδι το, εκτός από τη γνωστή σημασία στη Μάνη δηλώνει και τα πλαϊνά δοκάρια που στηρίζουν την οροφή του σπιτιού.

· ψίος, α. ο, ο αμιγής αλλά και αυτό που τρώγεται χωρίς ψωμί «δεν είχασι ψωμί κι’ εφάσι το μπακαλιάρο ψίονε».

· ψουρορρέου, περιφέρομαι στερούμενος των αναγκαίων.

· ψυχαδερφοί οι, έτσι λέγονται τα μέλη των οικογενειών, που έκαναν αγάπη μετά το φόνο μελών και των δύο οικογενειών. Η αγάπη αυτή λέγεται ψυχαδερφοσύνη. Αναφέρονται περιπτώσεις ψυχαδερφοσύνης μετά τον πρώτο φόνο χωρίς να ακολουθήσει αντεκδίκηση...