Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Η Βελανιδιά στην Μάνη.

 


Η βελανιδιά ή βαλανιδιά (επιστ. Δρυς, Quercus) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae) με 531 αυτοφυή είδη του βόρειου ημισφαίριου της γης. Είναι το κατ' εξοχήν δένδρο των δρυμών.

Είναι δέντρα ψηλά, αιωνόβια που βρίσκονται είτε σε πεδινές είτε σε ορεινές περιοχές. Ο καρπός της βαλανιδιάς είναι το βαλανίδι (από το βάλανος), χρήσιμο για ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών είναι βαρύ, σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα. Χρησιμοποιείται στην οικοδομική, ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας.


Είδη


Τα κυριότερα είδη που βρίσκονται στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι:

  1. Η ήμερη βαλανιδιά ή βαλανιδιά (λατ. Quercus ithaburensis subsp. macrolepis). Φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμεί σε θερμό και ξηρό περιβάλλον. Βρίσκεται στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών. Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές, χνουδωτά. Ο καρπός της είναι σκληρό κάρυο κυπελλοφόρο και μονόσπερμο. Το κύπελλο του καρπού φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια. Πάντως υπάρχουν και άκαρπα δέντρα και αυτό αποδίδεται στην κακή ανθοφορία. Το ξύλο της είναι βαρύ και πολύ σκληρό. Στην Ελλάδα βρίσκεται στις Κυκλάδες, βόρειες Σποράδες, Αττική, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλία και Βοιωτία. Από τα κύπελλα των καρπών βγαίνει εκχύλισμα που είναι χρήσιμο στη βαφική και τη βυρσοδεψία.
  2. Η δρυς η ποδισκοφόρος (λατ. Quercus robur). Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις περιοχές της Βορείου και Κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα γκριζωπό ή σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. Τα φύλλα της αναπτύσσονται μαζί με τα άνθη και είναι ενωμένα, λεία και έχουν ακανόνιστους λοβούς. Τα βαλανίδια έχουν χαρακτηριστικό μακρύ ποδίσκο. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλές ορεινές περιοχές και σε υψόμετρο από 800-1000 μέτρα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες ρουπάκι, ρένια και ροτούκι.
  3. Η δρυς η απόδισκη (δρυς η πετραία, λατ. Quercus petraea, κοινώς «δέντρος»). Διαφέρει από την ποδισκοφόρο στο ότι τα βαλανίδια της δεν έχουν ποδίσκο.
  4. Η δρυς η Μακεδονική (δρυς η τρωική, λατ. Quercus trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
  5. Η δρυς η κηρρίς (λατ. Quercus cerris, κοινώς «τσέρος»). Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δέντρα. Γνωστή και με τις ονομασίες «τσέρο» και «ρουπάκι». Ο φλοιός της έχει βαθιές, ευθύγραμμες ρωγμές και τα βελανίδια της είναι μεγάλα, μακριά με κύπελλο που φέρει πολλά λέπια. Το είδος αυτό το αναφέρει και ο Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς.
  6. Η λατζιά (δρυς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.
  7. Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (δρυς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus coccifera). Θαμνώδης, αείφυλλος, σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου. Σημαντικότερη ποικιλία αυτού είναι ο «χαμόπρινος» της οποίας το μεν ξύλο χρησιμοποιείται στη παραγωγή κάρβουνου, οι δε νεαροί βλαστοί του ως τροφή αιγοπροβάτων. Επίσης ο φλοιός της ρίζας του είναι βυρσοδεψικός, ενώ το σπέρμα του είναι βαφικό.(Βαφικό δεν είναι το σπέρμα του (βελανίδι), αλλά οι πορφυροί κόκκοι που σχηματίζονται στα φύλλα των νέων βλαστών , όταν εναποθέτει σ'αυτά τα αυγά του καποιο έντομο, και ακολούθως μετασχηματίζονται σε κόκκινους κόκκους, εξ ού και το όνομα κοκκοφόρος- coccifera. Είναι φαινόμενο σχετικό με τις κικκίδες, που σχηματίζονται στα φύλλα άλλων δρυών). γνωστό ως «πρινοκόκι». Άλλες ονομασίες αυτού του είδους είναι: κατσόπρινοςκατσιδοπίρναρο κ.ά.
  8. Η δρυς η βαφική (λατ. Quercus infectoria)), ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ. Ιράν.
  9. Η αριά (λατ. Quercus ilex), αείφυλλο είδος με δερματώδη φύλλα.
  10. Η πλατύφυλλη δρυς ή μεσές (λατ. Quercus frainetto, κοινώς «δέντρο»), με μέσο μέγεθος βελανιδιού. Απαντάται στη Βαλκανική, στην Ιταλία, στην Ουγγαρία και στη Βορειοδυτική Τουρκία.
  11. Η χνοώδης δρυς (λατ. Quercus pubescens, κοινώς «δέντρος»). Είναι κοινό είδος σε όλη την Ελλάδα.
  12. Η Quercus aucheri, που απαντάται, στην Ελλάδα, μόνο στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου.       

Μυθολογία και ιστορία

Η Βαλανίς (ή Βάλανος), θεωρούνταν η Νύμφη του δέντρου της βελανιδιάς και μία από τις Αμαδρυάδες νύμφες, κόρες του Όξυλου (πνεύμα του δάσους) και της Αμαδρυάδας.

Η βελανιδιά αποτελούσε το ιερό δένδρο του Διός. Για το λόγο αυτό θεωρούνταν ιερό στην αρχαία Μακεδονία και μάλιστα πολλά χρυσά στεφάνια που έχουν βρεθεί και χρησιμοποιούνταν σε τελετές και ως ταφικά κτερίσματα, ήταν στεφάνια βελανιδιάς, με κορυφαίο το στεφάνι βελανιδιάς του Βασιλιά Φιλίππου Β' της Μακεδονίας, που βρέθηκε στον βασιλικό τύμβο των Αιγών, στη σημερινή Βεργίνα. Επίσης η μαντική δρυς θεωρούνταν πως αποτελούσε την κατοικία του Δία στη Δωδώνη.

Η βελανιδιά είναι επίσης ένα από τα Εθνικά σύμβολα της Σερβίας.

Το ξύλο της βελανιδιάς

Ξύλο βελανιδιάς
Το ξύλο της είναι σχετικά ακριβό και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία. Είναι πυκνό και το χρώμα του κυμαίνεται μεταξύ σκούρου και ανοιχτού. Στην κατασκευή κτιρίων χρησιμοποιείται στην ξυλοδεσιά. Εξαιτίας του αρωματικού της ξύλου, είναι ιδανική για την κατασκευή βαρελιών στην ποτοποιία.

Από ένα είδος βελανιδιάς, το φελλόδεντρο (Querqus suber), εξάγεται από το εξωτερικό μέρος του κορμού του φυτού ο φελλός, υλικό το οποίο έχει πολλές εφαρμογές χάρη στις ιδιότητές του.

Αριά


Η αριά (επιστ. ονομ.Quercus ilex – Δρυς η ίληξ) ανήκει στην οικογένεια Fagaceae (Φηγοειδή), και στο γένος Quercus (Κβέρκος = Δρυς) όπου ανήκουν οι γνωστές μας βελανιδιές. Κατανέμεται σχεδόν σ’ όλη τη Μεσόγειο, καθώς και στη Δ. Γαλλία. Ειδικότερα, στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, τα αρχέγονα δάση αριάς έχουν υποστεί σημαντικότατη υποβάθμιση από την ανθρώπινη παρουσία (υλοτομίεςεκχερσώσειςπυρκαγιές κλπ), με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν μόνο υπολειμματικές τους μορφές. Η αριά είναι αειθαλές δέντρο, που ανθίζει Απρίλιο-Μάιο και τα βελανίδια ωριμάζουν το φθινόπωρο. Το ξύλο της αποτελεί ιδανικό καυσόξυλο και χρησιμοποιείται ευρέως για την παραγωγή κάρβουνου.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Κόκκινη Αλεπού (Vulpes vulpes)

 Κόκκινη Αλεπού (Vulpes vulpes)




Η κόκκινη αλεπού (Vulpes vulpes) είναι ανώτερο θηλαστικό, που ανήκει στην οικογένεια Κυνίδες. Είναι το πιο γνωστό και αναγνωρίσιμο είδος αλεπούς, όπως επίσης και το είδος αλεπούς με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση παγκοσμίως και σε πολλές περιοχές της υφηλίου αναφέρεται απλώς ως «η αλεπού». Επί του παρόντος, έχουν αναγνωριστεί 45 υποείδη κόκκινων αλεπούδων, τα οποία διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις μεγάλων διαστάσεων κόκκινες αλεπούδες των βορειότερων χωρών και τις κάπως μικρότερες και πιο πρωτόγονες της Ασίας, της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Το 2010, ανακαλύφθηκε ακόμα ένα πιθανό υποείδος στην Κοιλάδα του Σακραμέντο, στην Καλιφόρνια.

Διαστάσεις και εμφάνιση

Όπως και με όλα τα είδη των αλεπούδων, εξωτερικά μοιάζει λίγο με τον σκύλο, αλλά η ουρά της είναι πολύ πιο φουντωτή και το τρίχωμά της πιο πυκνό, ενώ και το ρύγχος της πιο μακρόστενο.
Η κόκκινη αλεπού είναι το μεγαλύτερο σε διαστάσεις είδος ανάμεσα σε όλα τα είδη αλεπούδων, με βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 2 και 10 κιλών, ανάλογα με την περιοχή, ενώ οι μεγαλύτερες που έχουν βρεθεί έχουν φτάσει ακόμα και τα 12 κιλά. Το μήκος του σώματός της (εκτός της ουράς) κυμαίνεται ανάμεσα στα 45 και τα 90 εκατοστά, ενώ το μήκος της ουράς της κυμαίνεται ανάμεσα στα 30 και τα 55,5 εκατοστά.

Η ουρά της είναι έντονα φουντωτή και, λόγω του μεγάλου μήκους της, φτάνει το 70% του συνολικού μήκους σώματος και κεφαλής, με αποτέλεσμα να αγγίζει το έδαφος ακόμα και όταν η αλεπού δεν είναι καθιστή. Χρησιμοποιείται για μόνωση και ως ένα μαλακό μαξιλάρι όταν ξαπλώνει, καθώς και ως εργαλείο για την επικοινωνία. Προσφέρει, επίσης, ισορροπία για μεγάλα άλματα και σύνθετες κινήσεις, καθώς τα πόδια της είναι κοντά και λεπτά και έτσι η ουρά της χρησιμεύει και σαν μέσο ισορροπίας (σαν ένα πέμπτο πόδι). Η ιδιαίτερα ξεχωριστή λευκή άκρη της ουράς της, γνωστή και ως «ετικέτα», χρησιμοποιείται ως σήμα κατατεθέν για τη διάκριση της κόκκινης αλεπούς από άλλα σαρκοφάγα.

Αν και τα πόδια της κόκκινης αλεπούς, όπως προαναφέρθηκε, είναι κοντά και λεπτά, ωστόσο είναι εξαιρετικά δυνατά και ευκίνητα, επιτρέποντάς της να αναπτύξει ταχύτητα 50 km/h (31 mph), αν και ορισμένα υποείδη έχουν καταφέρει έως και 72 km/h (45 mph), ικανότητα πολύτιμη όταν κυνηγάει τη λεία της. Επίσης, είναι ικανή να υπερπηδάει εμπόδια ύψους άνω των 2 μέτρων, καθώς και να επιπλέει, έχοντας μεγάλη ικανότητα στην κολύμβηση.

Όπως υποδηλώνει και η ονομασία του είδους, το τρίχωμά της είναι κοκκινωπό, με αποχρώσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στο καφεκόκκινο και στο «κεραμιδί». Το άκρο της ουράς της, όπως προαναφέρθηκε, είναι πάντα λευκό και, επιπλέον, το πίσω μέρος των αυτιών της και το μπροστινό κάτω μέρος των ποδιών της είναι μαυριδερά.

Υπάρχουν πάντως αρκετές χρωματικές ποικιλίες της κόκκινης αλεπούς, με ενδιαφέρουσες παραλλαγές στο χρώμα του τριχώματος. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή μπορεί να θεωρηθεί μία ποικιλία με μεγάλη ποσότητα μελανίνης και μαύρο χρώμα κατά βάση, μαζί και με ποικιλόχρωμες ασημί αποχρώσεις, οι οποίες καλύπτουν το 25 - 100% της επιφάνειάς της. Είναι γνωστή ως η «Ασημένια αλεπού» (Silver fox) ή Ασημότριχη αλεπού και έχει υποβληθεί σε επίσημο πρόγραμμα εξημέρωσης, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει γνωρίσει απήχηση ως κατοικίδιο σε κάποια κράτη.

Κατά το φθινόπωρο και τον χειμώνα, το τρίχωμα της κόκκινης αλεπούς γίνεται πιο πυκνό και πιο ανοιχτόχρωμο, πλησιάζοντας το πρότυπο της Αρκτικής αλεπούς. Αναπτύσσει έτσι την λεγόμενη «χειμερινή γούνα», η οποία λειτουργεί σαν μονωτικό ενάντια στο ψύχος. Στις αρχές της άνοιξης, το επιπλέον αυτό τρίχωμα αρχίζει να πέφτει και έως το καλοκαίρι επανέρχεται στο κανονικό, που διαρκεί για όλη την θερμή περίοδο.


Γεωγραφική εξάπλωση

Η κόκκινη αλεπού είναι μακράν το είδος με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση από όλα τα άλλα είδη αλεπούδων. Ζει στην Ευρώπη, την Ασία, μία στενή λωρίδα της βόρειας Αφρικής, την Βόρεια Αμερική (εισήχθη από το Ηνωμένο Βασίλειο στις ανατολικές ΗΠΑ στα μέσα του 18ου αιώνα και εξαπλώθηκε δυτικότερα), ενώ το 1855 εισήχθη και στην Αυστραλία. Μάλιστα συναντάται ακόμα και στην αλπική τούντρα που βρίσκεται στο οροπέδιο του Θιβέτ.

Είναι επιπλέον ικανή να συμβιώνει και με πιο τοπικά είδη αλεπούδων, όπως η Αρκτική αλεπού, στο ίδιο οικοσύστημα. Επίσης, σε αντίθεση με τα περισσότερα από τα άλλα είδη αλεπούδων, έχει ταξινομηθεί επίσημα στην κατώτατη βαθμίδα κινδύνου, Είδος Ελαχίστης Ανησυχίας, καθώς δεν είναι σε κανένα μέρος απειλούμενο με αφανισμό είδος - αντιστρόφως μάλιστα, η εκπληκτική της προσαρμοστικότητα έχει οδηγήσει πολλά άλλα λιγότερο ικανά είδη σε κίνδυνο εξαφάνισης ή και εξαφάνιση.


Διατροφή


Μερικές φορές μπορεί να θεαθεί και την ημέρα, ακόμα και σε κέντρα χωριών ή κωμοπόλεων ή ακόμα και πόλεων, αλλά κυκλοφορεί περισσότερο την νύχτα για να βρει την τροφή της. Σκάβει λαγούμια ή χρησιμοποιεί άλλων ζώων και έχει την χαρακτηριστική συνήθεια να θάβει υπολείμματα τροφής όταν έχει περίσσευμα, για να τα φάει αργότερα.

Είναι παμφάγο ζώο και τρέφεται με πολλά είδη τροφής, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Κυρίως προτιμά καρπούς ή άλλες φυτικές τροφές, ενώ τρέφεται και με ποντίκια και γενικώς τρωκτικά που μοιάζουν με ποντίκια και γι' αυτό θεωρείται ευεργετική σε περιοχές με αρουραίους. Επίσης, είναι και πολύτιμος σύμμαχος για τους καλλιεργητές, καθώς συμβάλλει στον περιορισμό των ζημιών από τα ποντίκια. Μάλιστα έχει υπολογιστεί ότι η κάθε κόκκινη αλεπού καταναλώνει κάθε χρόνο από 6.000 έως 10.000 αρουραίους, ποντίκια και τυφλοπόντικες.

Συχνά τρώει και κουνέλια, λαγούς και πτηνά, καθώς επίσης και ασπόνδυλα ζώα (έντομα κλπ), ενώ πολλές φορές καταστρέφει τα κονικλοτροφεία (κουνελοτροφεία) και τα κοτέτσια των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται εχθρικά από τους κτηνοτρόφους και τους πτηνοτρόφους.

Ωστόσο, αυτή η λαϊκή εντύπωση είναι μάλλον υπερβολική, καθώς σύμφωνα με σχετικές μελέτες, η διατροφής της κόκκινης αλεπούς αποτελείται:

  • Κατά 48,4% από φρούτα και καρπούς με κουκούτσια
  • Κατά 27,2% από μικρά τρωκτικά
  • Κατά 6,5% από λαγούς και κουνέλια
  • Κατά 3,1% από μικρά πουλιά
  • Κατά 3,1% από έντομα
  • Κατά 11,7% από άλλα είδη (κυρίως σκουλήκια και ψάρια)

Κατά καιρούς τα ποσοστά αυτά παρουσιάζουν διακυμάνσεις. Για παράδειγμα, σε κάποιες εποχές του έτους με έλλειψη θηραμάτων, τα σκουλήκια μπορεί να φτάσουν να καλύπτουν ακόμα και άνω του 60% των θερμιδικών απαιτήσεων της κόκκινης αλεπούς.

Είναι ιδιαίτερα επιδέξια κυνηγός: συλλαμβάνει τη λεία της στήνοντας καρτέρι σε επιλεγμένο σημείο ή με προσέγγιση, δηλαδή τρέχοντας σχεδόν παράλληλα μαζί με μία ομόφυλό της, οπότε η μία αλεπού κυνηγάει το θήραμα, ενώ η άλλη παραμονεύει το ζώο για να το αρπάξει σε κάποιο επιλεγμένο κατάλληλο πέρασμα.


Αναπαραγωγή


Η περίοδος αναπαραγωγής της κόκκινης αλεπούς ποικίλλει ευρέως, λόγω της τεράστιας γεωγραφικής εξάπλωσης του είδους:

  • Στους πληθυσμούς των νοτιότερων χωρών διαρκεί από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Ιανουάριο.
  • Στους πληθυσμούς των μέσων γεωγραφικών πλατών διαρκεί από τον Ιανουάριο έως τον Φεβρουάριο.
  • Στους πληθυσμούς των βόρειων χωρών διαρκεί από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο.

Οι θηλυκές αλεπούδες έχουν μία φορά ανά έτος ορμονική περίοδο, διάρκειας μεταξύ 1 και 6 ημερών, ενώ η ωορρηξία είναι αυθόρμητη. Παρά το γεγονός ότι μία θηλυκή μπορεί να ζευγαρώσει με πολλά αρσενικά (που πολεμούν μεταξύ τους για να κατακτήσουν αυτό το δικαίωμα), τελικώς καταλήγει στη δημιουργία αναπαραγωγικής σχέσης με ένα μόνο. Η κύηση διαρκεί 49 έως 56 ημέρες, αλλά είναι συνήθως 51 με 53 ημέρες.

Τα αρσενικά εφοδιάζουν με τρόφιμα τα θηλυκά μέχρι και λίγο μετά την γέννα και τελικώς αφήνουν μόνο του το θηλυκό με τα νεογέννητα μέσα σε ένα «μητρικό κρησφύγετο». Κατά μέσο όρο γεννιούνται 5 μικρά και τις πλέον ευνοϊκές χρονιές έως και 10, αλλά σπανιότατα έχει συμβεί να γεννηθούν ακόμα και 13. Τα μικρά γεννιούνται τυφλά και γκρίζα, και ζυγίζουν το πολύ 150 γραμμάρια. Τα μάτια τους γίνονται πλέον ανοιχτά μετά από δύο εβδομάδες και τα μικρά δοκιμάζουν τα πρώτα αναγνωριστικά τους βήματα έξω από το κρησφύγετο στις πέντε εβδομάδες. Στις δέκα εβδομάδες έχουν πλήρως απογαλακτιστεί.

Σε ηλικία 6 - 12 μηνών, οι νέες αλεπούδες διασκορπίζονται και διεκδικούν τις δικές τους επικράτειες, αν και συνήθως δεν απομακρύνονται πολύ από την περιοχή όπου γεννήθηκαν. Στην Ευρώπη η απομάκρυνση αυτή δεν υπερβαίνει τα 100 χιλιόμετρα και συχνά είναι πολύ μικρότερη, ενώ στις ΗΠΑ έχει συμβεί απομάκρυνση έως και 300 χιλιόμετρα. Η κόκκινη αλεπού φτάνει στη σεξουαλική ωριμότητα σε ηλικία δέκα μηνών και μπορεί να ζήσει έως και 15 χρόνια σε αιχμαλωσία. Αντιθέτως, οι αλεπούδες στην άγρια φύση φτάνουν το μέγιστο τα 10 χρόνια, αλλά συνήθως ζουν πολύ σύντομη ζωή, κατά μέσο όρο 3 χρόνια, λόγω δυσμενών εξωτερικών παραγόντων.

Σχέση με τον άνθρωπο

Η κόκκινη αλεπού, κατά κανόνα, έχει μία ενστικτώδη δυσπιστία απέναντι στον άνθρωπο, που είναι εντονότερη σε όσες προέρχονται από την άγρια φύση, οι οποίες ενίοτε παρουσιάζουν και ενδείξεις φόβου, με αποτέλεσμα να μην θεωρούνται κατάλληλες για κατοικίδια. Ωστόσο, δεν παρουσιάζει εχθρική συμπεριφορά και είναι εξαιρετικά σπάνιο να συμβεί απρόκλητη επίθεση σε άνθρωπο (εκτός βέβαια αν έχει προσβληθεί από λύσσα). Απεναντίας, μπορεί να προσαρμοστεί επιτυχώς στην ανθρώπινη παρουσία και μερικές φορές να ευδοκιμήσει σε περιοχές με έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, ορισμένες αλεπούδες έχουν εμφανιστεί ακόμα και στα προάστια πολλών μεγαλουπόλεων, σε πολλά κράτη.


Ακόμα πιο ήμερη συμπεριφορά παρουσιάζουν όσες κόκκινες αλεπούδες είναι υπό αιχμαλωσία από μικρή ηλικία ή έχουν γεννηθεί υπό το καθεστώς αυτό. Στην πράξη, τέτοιες αλεπούδες μπορούν να αποκτηθούν ως κατοικίδιες και υπάρχει σε αρκετές χώρες μία σχετική και διαρκώς αυξανόμενη απήχηση. Αν και εξακολουθούν να διατηρούν ορισμένα από τα άγρια ένστικτα του είδους, μπορούν να αναπτύξουν έντονους συναισθηματικούς δεσμούς με τον άνθρωπο, καθώς επίσης και με γάτες και τις περισσότερες ράτσες σκύλων.

Ειδικότερα επίσης, η κόκκινη αλεπού (καθώς και η ποικιλία ασημένια ή ασημότριχη αλεπού) έχει υποβληθεί σε επίσημο πρόγραμμα εξημέρωσης, που ξεκίνησε το 1959 στην πρώην Σοβιετική Ένωση, και μετέπειτα Ρωσία, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα (δείτε σχετικά Εξημερωμένη κόκκινη αλεπού). Όσες έχουν υποβληθεί σε αυτό, έχουν εμφανίσει αλλαγές στην συμπεριφορά, η οποία έγινε σχεδόν πανομοιότυπη με αυτή των σκύλων. Παρατηρήθηκαν επίσης αλλαγές και στο χρώμα της γούνας, καθώς σε μερικές αλεπούδες ξαναέγινε κόκκινο (κατά το συνηθέστερο πρότυπο του είδους) ή έγινε έντονα ασημί ή πλατινένιο ή εντελώς μαύρο ή και ανάμικτο, ενώ σε λίγες ακόμα και λευκό. Μάλιστα σε κάποιες αλεπούδες εμφανίστηκαν κρανιολογικές μεταβολές - σε μερικές το σχήμα και το μέγεθος του κρανίου απέκλινε έντονα από το κανονικό και έγινε αφύσικα κοντό και φαρδύ και σε άλλες δημιουργήθηκε προγναθισμός (κοντή άνω γνάθος). Τις τελευταίες δεκαετίες έχει γνωρίσει απήχηση ως κατοικίδιο και σε άλλα κράτη διεθνώς, αν και η τιμή απόκτησης τους είναι πάντα αρκετά υψηλότερη από αυτή των κουταβιών, γύρω στα 7.000 ευρώ.


Κουλτούρα σχετικά με την κόκκινη αλεπού


Εξαιτίας της συνήθειας της κόκκινης αλεπούς να ζει κοντά στα χωριά, της παροιμιώδους προσαρμοστικότητάς της και του προφίλ της, που της δίνει ένα πονηρό ύφος, έχει συνδεθεί με πολλές ιστορίες και παραμύθια πολλών πολιτισμών. Στους λαϊκούς αυτούς μύθους, παρουσιάζεται συνήθως ως ζώο με πονηριά, υψηλή νοημοσύνη και ικανότητα προσαρμογής σε όλα τα ενδεχόμενα, που με τα προσόντα αυτά αντεπεξέρχεται επιτυχώς στις δύσκολες καταστάσεις, συχνά προκαλώντας προβλήματα στα άλλα ζώα και στον άνθρωπο. Κυρίως είναι γνωστή και δημοφιλής για την μεγάλη της πονηριά, σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα η χαρακτηριστική φράση «Είναι πονηρός σαν αλεπού», καθώς και η «Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια». Εκτός από τις φράσεις αυτές, επιπλέον σχετικά προσωνύμια στην Ελλάδα για την κόκκινη αλεπού, είναι «η πονηρή», «η πονήρω» και «η Μαριώ». Επίσης, όταν κάποιος νεότερος προσπαθεί να φανεί ότι γνωρίζει κάτι καλύτερα από έναν μεγαλύτερο, λένε: «Εκατό χρονών η αλεπού, εκατόν δέκα τα αλεπόπουλα».


Κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens)

 Κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens)


Γενικά

Γυμνόσπερμο, κωνοφόρο, αειθαλές φυτό, το κυπαρίσσι ανήκει στην οικογένεια των Κυπαρισσοειδών με 18 είδη που βρίσκονται στις περιοχές της Βορείου Αμερικής, στις χώρες της Μεσογείου και στη Δυτική Ασία.

Τα περισσότερα είδη είναι δέντρα που φτάνουν σε ύψος τα 30 μέτρα και έχουν σχήμα οβελίσκου. Λίγα είναι τα θαμνώδη είδη που είναι αυτοφυή άγριων βραχωδών περιοχών με απλωμένα κλαδιά που δεν ξεπερνούν σε ύψος τα 7 μέτρα.

Ο φλοιός του δέντρου χωρίζεται σε λωρίδες που αποχωρίζονται και πέφτουν. Τα φύλλα του είναι απλωτά βελονοειδή και σε μεγαλύτερη ηλικία αποκτούν λέπια. Οι κώνοι του κυπαρισσιού έχουν σχήμα σφαιρικό και φέρουν ζεύγη ξυλωδών λεπιών που βγαίνουν από τον άξονα του κάθε κώνου. Τα λέπια αυτά όταν γονιμοποιηθούν φέρουν αρκετούς σπόρους που ωριμάζουν κάθε δεύτερο χρόνο. Ο κώνος ανοίγει 2 χρόνια αργότερα.

Είδος που μας αφορά

Κυπάρισσος η αειθαλής - (Cupressus sempervirens). Το κοινό κυπαρίσσι. Βρίσκεται ως αυτοφυές στις περιοχές της Μικράς Ασίας, του Ιράν και της Ελλάδας, της Κύπρου, της Συρίας και του Λιβάνου καλλιεργείται δε και ως καλλωπιστικό σε όλη τη νότια Ευρώπη. Ψηλό δέντρο που φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος, ο κορμός του είναι ίσιος, τα φύλλα του μικρά και φέρουν λέπια, είναι δε πολύ πυκνά και σκεπάζουν τα μικρά κλαδιά. Φυτεύεται σε διάφορα πάρκα, κατά μήκος των δρόμων, για τη δημιουργία αντιανεμικών φραγμάτων και σε αναδασώσεις. Η καλής ποιότητας ξυλεία του χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.

Είναι δέντρο πολύμορφο και υπάρχει σε πολλές παραλλαγές. Οι πιο σημαντικές είναι δύο: η πυραμιδοειδής παραλλαγή, στην οποία τα κλαδιά του είναι όρθια και λέγεται και αρσενικό κυπαρίσσι, και η oριζοντιόκλαδος παραλλαγή, με οριζόντια απλωτά κλαδιά και πλατιά πλούσια κόμη, που είναι το γνωστό θηλυκό κυπαρίσσι. Το κυπαρίσσι το κοινό είναι γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια. Σύμφωνα με το μύθο την ονομασία του την οφείλει στον Κυπάρισσο από την Κω που τον μεταμόρφωσε ο θεός Απόλλωνας σε δέντρο έτσι ώστε να παραμείνει αθάνατος, μαζί και η θλίψη του μετά από το θάνατο του αγαπημένου του ελαφιού. Έτσι σύμφωνα με αυτή την άποψη έμεινε ως πένθιμο δέντρο και φυτεύεται σε κοιμητήρια.



Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Narcissus tazetta, Νάρκισσος ο ταζέττιος. Το γνωστό μας μανουσάκι.

 

Narcissus tazetta Νάρκισσος ο ταζέττιος


Tα πολύ αρωματικά άνθη του είναι ερμαφρόδιτα (έχουν αρσενικά και θηλυκά όργανα), μέχρι 15, λευκά με εσωτερική στεφάνη κίτρινη ή κίτρινο-πορτοκαλί, ανθίζει από το Δεκέμβριο έως της αρχές της Άνοιξης.

Επιστημονική ονομασία: Narcissus tazetta L.

Συνώνυμα: Narcissus linnaeanus Rouy, nom. illeg., Narcissus tazetta subsp. eutazetta Briq.

Ελληνική ονομασία: Νάρκισσος ο ταζέττιος

Κοινές ονομασίες: Άγριος νάρκισσος, Μανουσάκι, Μαρτακούδι, Ζαμπάκι, Ζουμπούλι, Κατμέρι

Περιγραφή

Είναι βολβώδης πολυετές φυτό της οικογένειας Amaryllidaceae, με βλαστό ισχυρό, κυλινδρικό, με ύψος από 20-60 εκατοστά.
Τα κυανοπράσινα φύλλα του είναι γωνιώδη στη ράχη με μήκος ίσο μ’ αυτό του βλαστού.
Τα άνθη του είναι ερμαφρόδιτα (έχουν αρσενικά και θηλυκά όργανα), μέχρι 15, πολύ αρωματικά, λευκά με εσωτερική στεφάνη κίτρινη ή κίτρινο-πορτοκαλί, ανθίζει από το Δεκέμβριο έως της αρχές της Άνοιξης.
Φύεται σε υγρές τοποθεσίες, φρύγανα, πετρώδεις θαμνότοπους, λιβάδια, καλλιεργημένους και ακαλλιέργητους αγρούς.

Το υποείδος Narcissus tazetta ssp. aureus είναι παρόμοιο με τη διαφορά ότι το περιάνθιο είναι κίτρινο και η εσωτερική στεφάνη πορτοκαλί.

Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

Ίνουλα η βερμπασκόφυλλη (Inula verbascifolia)

Ίνουλα η βερμπασκόφυλλη (Inula verbascifolia)


Το επιστημονικό της όνομα είναι Ίνουλα η βερμπασκόφυλλη (Inula verbascifolia). Ανήκει στην οικογένεια Asteraceae. Το όνομα Inula, που δόθηκε από τους Λατίνους είναι πιθανώς παράγωγο της ελληνικής λέξης ινέω ή ινάω = καθαρίζω, σε αναφορά της αποκαθαρκτικής ιδιότητάς του.


Ανθίζει από τον Μάιο έως Ιούνιο, αφού βγάλει βλαστούς έως 40 εκατοστά. Τα άνθη της είναι κίτρινα. Οι βλαστοί του είναι λεπτοί, χνουδωτοί και εύκαμπτοι, με αραιό γκρι φύλλωμα, οι οποίοι στη διάρκεια του επόμενου χρόνου ξηραίνονται κρατώντας, τους μικρούς σπόρους στην κορυφή, οι οποίοι με τη σειρά τους θα τους διασπείρει ο αέρας για να αναπτυχθούν νέα φυτά. Τα φύλλα του φυτού έχουν ένα ανοικτό γκρι χρώμα, και είναι πολύ χνουδωτά για να προστατεύονται από την υπερβολική ζέστη και εφύγρανση στους πλέον ζεστούς μήνες του καλοκαιριού.

Από διάφορες μελέτες έχει παρατηρηθεί ότι συστατικά της Inula παρουσιάζουν αντιική, αντιμυκητισιακή, αντιβακτηριακή και αντιπρωτοζωική δράση. Η μεγαλύτερη έρευνα έχει γίνει για την αντιβακτηριακή δράση και κυρίαρχο ρόλο μοιάζει να έχουν οι σεσκιτερπενικές λακτόνες.