Η παράδοση της Μάνης είναι εμπλουτισμένη με πολλές ιστορίες και στιχουργήματα, που αναφέρονται σε μυθικά και υπερφυσικά πλάσματα. Πολλές από αυτές αναφέρονται στους καλικάντζαρους, οι οποίοι είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα στη Μάνη όπως Καλικάτζαροι, Λυκοκάτζαροι, Τσιλικρωτά, Παρωρίτες (Αρορίτες).
Είναι μικρά μαύρα πλάσματα, στο μέγεθος ποντικιού.Έχουν κέρατα, τριχωτά τραγίσια πόδια και ουρά. Είναι ιδιαίτερα παιχνιδιάριδες και κακοί. Η περιγραφή τους παραπέμπει στους σάτυρους ή στον θεό Πάνα και πιθανό να υπάρχει σχέση ανάμεσα στους μύθους.
Δεν είναι ικανά να κάνουν μεγάλο κακό στον άνθρωπο άλλα τους αρέσουν οι αταξίες και η δημιουργία προβλημάτων στους ανθρώπους, τα οποία τα βρίσκουν ιδιαιτέρως διασκεδαστικά.
Σύμφωνα με την παράδοση από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια, βγαίνουν μέσα από τις τρύπες πού είναι χωμένοι και κοιμούνται, για να πειράξουν τους ανθρώπους (ιδιαίτερα τα παιδιά και τους γέρους) και να κάνουν ζημιές.
Στην περιοχή της Ανδρούβιτσας (Δυτική Μάνη) τους ονομάζουν Τσιλικρωτά. Το όνομα αυτό πηγάζει από τη λέξη τσελίκι ή τσιλίκι (χάλυβας). Οι άνθρωποι έδωσαν αυτό το όνομα είτε θέλοντας να περιγράψουν μεταφορικά την ευρωστία αυτών των πλασμάτων, είτε για να περιγράψουν το χρώμα του δέρματος τους, το οποίο έμοιαζε με το χρώμα του χάλυβα.
Οι Αρορίτες (Παραωρίτες) καλικάτζαροι είναι αυτοί που βγαίνουν τα βράδια και κυνηγούν αυτούς που κυκλοφορούν πέρα της κανονικής ώρας, εξού και το ονομά τους.
Ο μεγάλος τους φόβος είναι ο αγιασμός γι’αυτό και την ημέρα των Φώτων που αγιάζονται τα ύδατα εξαφανίζονται απο τον επάνω κόσμο.
Την παραμονή των Χριστουγέννων τα χαράματα, μαζεύονται οι γυναίκες στη Μάνη και αρχίζουν να φτιάχνουν τις τηγανίδες (λαλάγγια). Μαζεύονται από νωρίς γιατί εκείνες τις ώρες οι καλικάτζαροι κοιμούνται. Καμιά φορά όμως μυρίζουν την τσίκνα του λαδιού, ξυπνάνε και τρέχουν χοροπηδηχτά προς το χωριό. Εκεί σκορπάνε μέσα στα καντούνια του χωριού και όπου μυρίσουνε λάδι να καίει ή δούν καπνό να βγαίνει απο τις καλαμωτές και τα κεραμίδια, σκαρφαλώνουν αθόρυβα στη σκεπή και πάνε στην καμινάδα. Τότε βλέπουν τις τηγανίδες να χορεύουν μέσα στο τηγάνι και τις λιγουρεύονται. Επειδή όμως είναι ψηλά και δεν τις φτάνουνε, από τον εκνευρισμό τους όλα μαζί κατουράνε μέσα στο τηγάνι. Τότε το λάδι αρχίζει να τσιτσιρίζει και να χύνεται και η φωτιά σβήνει. Oι καλικάτζαροι εξαφανίζονται.
Τη στάχτη που έχουν κατουρήσει δεν την χρησιμοποιούν στη μπουγάδα οι γυναίκες άλλα την παίρνουν και την σκορπάνε στα χωράφια για να διώξουνε τα υπόλοιπα αερικά και τελώνια που βρίσκονται στον απάνω κόσμο εκείνες τις ημέρες μέχρι των Φώτων.
Το σπίτι στο οποίο έχουν κατουρήσει καλικάτζαροι θα υποφέρει όλο το χρόνο από κακοτυχία.
Αυτό το δωδεκαήμερο γυναίκες και παιδιά ξεχύνονται και μαζεύουν ρίκια, χαμολιούς και αφάνες. Όταν φτάσουν στο σπίτι θα πάρουν τους χαμολιούς και θα τους σκορπίσουν μέσα στο σπίτι σε κάθε γωνιά και απάνω στο φούρνο. Θα χρησιμοποιήσουν τις αφάνες για να κλείσουν κάθε τρύπα στο σπίτι, ακόμα και στην κλειδαρότρυπα για να μην μπορούν να μπούν οι καλικάτζαροι μέσα. Τα ρίκια θα τα κάψουν στη φωτιά και μετά θα τα πάρουν και θα λιβανίσουν με αυτά όλο το σπίτι, για να ξορκίσουν τα καταραμένα τα Τσιλικρωτά.
Οι γριες πρίν βγούν απο το σπίτι φροντίζουν να καλύψουν τις τρύπες των παπουτσιών τους για να είναι ασφαλείς.
Ένα γνωστό τραγούδι για τους Καλικάτζαρους στη Μάνη που λέγεται μέχρι σήμερα:
Αρορίτες είμαστε,
αραρά γυρεύουμε
τηγανίδες θέλομε
τα παιδιά τα παίρνουμε
ή το (γ)κούρο ή τη (γ)κότα
ή θα σπάσαμε τη (μ)πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου