Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Ο Γδικιωμός στην Μάνη.

Η απουσία κρατικής εξουσίας και γραπτών νόμων στην Μάνη, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία άγραφων νόμων, οι οποίοι διαμόρφωναν την κοινωνική συμπεριφορά των Μανιατών και διευθετούσαν τις τυχόν διαφορές τους.

Οι νόμοι αυτοί επικεντρώνονταν κυρίως στη διαφύλαξη της οικογενειακής τιμής και επιβίωσης των μελών της. Γι’ αυτό ήταν αποδεκτοί από όλους και τυχόν παράβαση αυτών ήταν κοινωνικά μη αποδεκτή πράξη και στιγμάτιζε το οικογενειακό κύρος.

Ο γδικιωμός ή δικιωμός (από το εκ-δικιωμός, γδικιώμαι-εκδικιώμαι) ήταν ο τρόπος ανταπόδοσης του άδικου σε κάποιον. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη βεντέτα, η οποία ήταν άγνωστη στη Μάνη. Δεν θεωρούνταν αυτοδικία διότι κατά το γδικιωμό το άτομο δεν απένεμε δίκαιο αυτόβουλα, αλλά έπραττε πειθαρχημένα και βάσει των νόμων και των διαταγών της οικογένειας.

Αναλυτικότερα:

Κάποιος Μανιάτης μπορούσε να παρεξηγηθεί με κάποιον άλλο για έναν συγκεκριμένο λόγο. Τότε ή γινόταν μονομαχία ή καλούνταν ‘’οχτροί’’ .

Σ’ αυτή την περίπτωση συγκαλούνταν οικογενειακό συμβούλιο, η Γεροντική ή γινότανε κοινή Γεροντική και από τις δύο οικογένειες. Η επίλυση του θέματος μπορεί να γινότανε ειρηνικά ή να αποφασιζόταν ότι μόνη λύση είναι η σύγκρουση των οικογενειών. Αν η απόφαση ήταν ο πόλεμος, τότε η έχθρα ανάμεσα στις πατριές γινόταν γνωστή σε όλο το χωριό χτυπώντας τις καμπάνες των εκκλησιών και άλλα ηχηρά αντικείμενα, δηλώνοντας ότι οι τάδε ‘’άνοιξασι όχτρητα’’ με τους τάδε. Με αυτό τον τρόπο οι οικογένειες του χωριού διάλεγαν συμμάχους ενώ οι αδιάφοροι παρέμεναν εκτός των εχθροπραξιών και κρύβονταν ή απομακρύνονταν έως ότου τελειώσει ο πόλεμος. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα κάθε άτομο της μιας οικογένειας είχε το δικαίωμα να σκοτώσει οποιονδήποτε της άλλης.

Ο πυροβολισμός ή η δολοφονία κάποιου πριν από την επίσημη έναρξη των εχθροπραξιών, θεωρούνταν ανεπίτρεπτη και ο δολοφόνος μαζί με την οικογένειά του άνανδροι και τιποτένιοι.

Κυριότεροι στόχοι ήταν τα αρσενικά παιδιά, τα οποία ήταν σε θέση να διαφυλάξουν την ακεραιότητα της οικογένειας κι ακόμα περισσότερο οι καλύτεροι, οι ‘’κάλλιοι’’ της κάθε πατριάς, δηλαδή οι πιο δυνατοί, οι πιο μορφωμένοι και οι πιο ισχυροί.

Τα θηλυκά έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Υπήρχαν φορές όπου οι κοπέλες αν δεν υπήρχαν αρσενικά στην οικογένεια έπαιρναν το νόμο στα χέρια τους για τη δικαίωση του χαμένου πατέρα, αδερφού, γιού.

Αν κάποιος εδικήωνε, έπρεπε να ξαπροσκελίσει το ντουφέκι του ή να κάνει ‘’σταυροποίο’’ (σχήμα σταυρού) στον τόπο όπου έγινε το φονικό, για να μην τον "κυνηγά το αίμα του σκοτωμένου" και σκοτωθεί γρήγορα από τους αντεκδικητές.

Αυτός που σκότωνε στα πλαίσια του δικιωμού , δεν θεωρούνταν εγκληματίας. Ούτε αυτός που ‘’δικηώνει’’. Οι ίδιοι μπορεί να μην ήθελαν να σκοτώσουν, αλλά να εκτελούν τις εντολές της οικογένειας προσπαθώντας να διαφυλάξουν την τιμή της, ωθούμενοι από τους νόμους και τους κανόνες της κοινωνίας.

Ανά περιόδους οι πατριές πραγματοποιούσαν ανακωχή, την λεγόμενη τρέβα. Συνηθέστεροι λόγοι για ανακωχή ήταν οι αγροτικές δουλειές, οι γιορτές (γάμος, βαφτίσια) ή απειλή από κάποιο εξωτερικό εχθρό.

Σκοπός ήταν η πλήρης εκμηδένιση της αντίπαλης πατριάς, ούτως ώστε τα υπολείμματά της να διασκορπιστούν σε άλλες περιοχές και να αποκατασταθεί η ηρεμία στην οικογένεια. Μια οικογένεια μπορούσε να δώσει τέλος στις συγκρούσεις ζητώντας συγνώμη από την άλλη, με καθορισμένο τελετουργικό τρόπο. Αυτός ο συμβιβασμός ήταν το λεγόμενο ψυχικό. Έτσι δηλωνόταν ανοιχτά η ήττα της οικογένειας, κάτι που όμως δεν το προτιμούσαν οι περήφανοι Μανιάτες, διότι το θεωρούσαν πλήγμα για την τιμή τους.

Εκείνο που ίσχυε παρά μόνο για τη μανιάτικη βεντέτα είναι το λεγόμενο «ψυχικό», η μεγαλειώδης πράξη που έκανε τους άσπονδους εχθρούς, εγκάρδιους φίλους (ψυχαδερφούς) και έτσι έληγε μια βεντέτα.

Στη Μάνη ο κώδικας της χωσιάς επέτρεπε μια προσωρινή διακοπή, τη λεγόμενη «τρέβα» (με διάφορους όρους αντουφέκιστη, ατσαχάλευτη, μερική κ.τ.λ.) η παραβίαση της οποίας ήταν σπάνια και εθεωρείτο μεγάλη μπαμπεσιά.. Αυτή συνέβαινε την εποχή του οργώματος, της σποράς, του θερισμού, του αλωνίσματος ή της συλλογής των ελιών. Τα αντιμαχόμενα μέρη δούλευαν τότε στα χωράφια τους με νεκρική σιγή και εφοδίαζαν του πύργους τους με τρόφιμα και άλλου είδους προμήθειες. Η πιο μακρόχρονη ανακωχή ήταν αυτή που ζήτησε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης. Οι βεντέτες τελείωναν με την παρέμβαση ατόμων αδιαμφισβήτητου κύρους, συνήθως μεγάλων ηλικιών. Πολλές φορές η παρέμβασή τους οδήγουσε σε κάποιους γάμους μελών των αντιμαχόμενων πλευρών. Η διαμεσολάβηση δεν πετύχαινε πάντα. Τότε τα υπολείμματα της ηττημένης οικογένειας σκορπίζονταν σε άλλα χωριά, αφήνοντας τους πύργους και τα χωράφια στον νικητή. Μπορούσε, βέβαια, αν ήθελε, να μείνει στο χωριό με την προϋπόθεση να ζητούσε συγγνώμη από την νικήτρια οικογένεια.

Υπήρχαν περιπτώσεις όπου και οι δύο μεριές προχωρούσαν σε συμβιβασμό επί ίσοις όροις, στην λεγόμενη ψυχαδερφοσύνη. Εκεί εκπρόσωποι και των δύο πατριών έδιναν τα χέρια και τελείωναν τις όποιες διαφορές μεταξύ τους.

Σήμερα στη Μάνη δεν υπάρχουν γδικιωμοί ή σκοτωμοί κτλ. . Υπάρχουν όμως έχθρες μεταξύ οικογενειών που κρατάνε από παλιότερα [( αν και δεν "δείχνονται" δημοσίως [((αλλά μόνο σε "παρεούλες" και "κλίκες"), οι πράξεις τους και το στόμα τους με τη πρώτη ευκαιρία στάζει φαρμάκι και ψέμα, βάζοντας λόγια ακόμα και σε μέλη των ιδίων των οικογενειών που οι πατεράδες και οι παππούδες τους είχαν έντονες διαφορές)] αλλά και μεταξύ κυρίως των ιδίων των μελών με τα χρόνια μιας οικογένειας λόγω διαφωνιών σε κληρονομικά δικαιώματα από γονείς σε παιδιά, ξαδέρφια και εγγόνια στο μοίρασμα περιουσιών και αυτός είναι ο λόγος που πολλές περιουσίες καταπατήθηκαν από δευτέρου και τρίτου βαθμού συγγενείς και όχι μόνο (π.χ. μπαρμπάδες σε ανιψιούς δηλαδή ακόμα και το ίδιο αίμα του) και ερημώθηκαν και εγκαταλήφθηκαν χωριά και πυργόσπιτα κυρίως στη Μέσα Μάνη. "Καλοθελητές" υπήρχαν και υπάρχουν λοιπόν πολλοί και "σήμερα" ακόμα και στις ίδιες μέσα τις τότε μονιασμένες φαμίλιες.

Η τελευταία μεγάλη Βεντέτα ή Γδικιωμός όπως λέγεται σωστότερα, έγινε το 1871 μεταξύ των Καουριάνων και των Κουριάνων (αρχηγός τους ο Καουριάνος Κούρος-Μαυρομιχάλης). Ήταν τόσο μεγάλη η βεντέτα που γενικεύτηκε σε όλη την Δυτική (Αποσκιερή) Μάνη, ώστε για να επέλθει η τάξη, χρειάστηκε η παρέμβαση του στρατού με πυροβολικό επί Πρωθυπουργίας του Μανιάτη Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Ένας στίχος μάλλον μοιρολογιού που συνήθιζε να λέει η Καβουρίτσα στην Κίττα, η Πηνελόπη Καβούρη απόγονος των Καουριάνων ήταν: "Η Κίττα η πολυπυργού κι η Νόμια παρόμοια αυτές οι δύο σέρνουσι όλη την πουτανία".

Πηγές:

Κυριάκος Δ. Κάσσης - Λαογραφία Της Μέσα Μάνης

Ελευθέριος Π. Αλεξάκης - Τα γένη και η οικογένεια στην παραδοσιακή κοινωνία της Μάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου