ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΣΕ ΕΝΕΔΡΑ. ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ Ο. Μ. BARON V. STACKELBERG, ΠΕΡΙ ΤΟ 1831-37 (ΣΥΛΛΟΓΗ: «ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ»-ΚΩΣΤΑΣ ΣΠΑΝΟΣ).
Αν τύχη και καμιά φορά καράβι να ξεπέση,
από τις αμαρτίες του στον τόπον τους να πέση,
Φραντζέσικο, Σπανιόλικο, Εγκλέζικον ή άλλο,
ή Τούρκικον, Μοσκόβικο, μικρό ή και μεγάλο,
καθένας το μεράδι του να πάρη γιε μου θέλει...
(Νικήτας Νηφάκης «Ιστορικά στιχουργήματα»)
Για μια μακρά περίοδο η Μάνη υπήρξε ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη (το 1500 14,3 και το 1618 21,2 κάτοικοι/τ.χλμ.). Το νότιο μάλιστα τμήμα της, η Bassa Maina των βενετικών πηγών, ανήκε στις πλέον πυκνοκατοικημένες περιοχές της Μεσογείου (22,2 και 32,6 αντίστοιχα). Η επιβίωση του πληθυσμού επιτυγχάνετο κατ' αρχήν από την εγχώρια παραγωγή και συμπληρωματικά μέσω ανταλλαγών: εισαγωγή ορισμένων βασικών αγαθών όπως τα σιτηρά, εποχιακή μετανάστευση λόγω στρατολόγησης ή άλλης απασχόλησης και, βεβαίως, εισροή και εμπορευματοποίηση της πειρατικής λείας. Παράλληλα, με τη μόνιμη μετανάστευση εξασφαλιζόταν η ισορροπία ανάμεσα στο ύψος του πληθυσμού και τα διαθέσιμα μέσα επιβίωσης του.
Με τις γεωργικές εργασίες ήταν επιφορτισμένος ο γυναικείος πληθυσμός, ενώ οι άνδρες ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως στρατιώτες ή πειρατές). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στις νότιες περιοχές, όπου εξαιτίας του χαρακτήρα του εδάφους τα προϊόντα ήσαν λιγοστά, η πειρατική δράση παρουσίασε ευρεία διάδοση ως συμπληρωματικό μέσον επιβίωσης (αλλά και κερδοσκοπίας) των κατοίκων.
Αρχίζοντας με κάποιες πρώιμες πηγές, διαπιστώνεται ότι στο 12ο και 13ο αιώνα τόσο το Οίτυλο όσο και το Πόρτο Κάγιο είχαν εξελιχθεί σε πειρατικά κέντρα. Στη συνέχεια, η έλευση των Οθωμανών και η αναταραχή που προκλήθηκε στις θάλασσες της περιοχής, εξαιτίας των συγκρούσεων ανάμεσα στις χριστιανικές (κυρίως Βενετοί, Γενουάτες και Ιππότες του Αγίου Ιωάννου) και τις μουσουλμανικές δυνάμεις (Οθωμανοί και Βέρβεροι), φαίνεται ότι επηρέασαν αρνητικά τη μανιάτικη πειρατεία. Έτσι, στη διάρκεια του 15ου και 16ου αιώνα, ενώ έλαβαν χώρα επιθέσεις ξένων κουρσάρων ή πειρατών (Λατίνων και μουσουλμάνων) εναντίον της Μάνης, οι ίδιοι οι Μανιάτες περιορίστηκαν σε κάποιες, ευκαιριακές, ως επί το πλείστον, αρπαγές στην ακτή.
Από το 1600 και μετά, στη διάρκεια του 17ου αιώνα, θα αναπτυχθεί σταδιακά η μανιάτικη πειρατεία, με δράση τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο (εναντίον πλοίων αλλά και νησιών). Στην εξέλιξη αυτή θα παίξει σημαντικό ρόλο η συμμετοχή των Μανιατών στον τουρκοβενετικο πόλεμο της Κρήτης (1645-1669) και η απόκτηση πλοιαρίων (τα γνωστά μπριγκαντίνια) τα οποία χρησιμοποίησαν ως κουρσάροι και εναλλακτικά ως πειρατές (προς ίδιον όφελος) στις επιθέσεις τους εναντίον οθωμανικών πλοίων. Μετά το 1669, η αναταραχή που επικράτησε στο Αιγαίο, οι δυο ρωσοτουρκικοί πόλεμοι αργότερα (το 1768-1774 και 1787-1792) και οι στενοί δεσμοί ανάμεσα στους κλέφτες και τους ισχυρούς της Μάνης, θα ενισχύσουν το πολεμικό κλίμα στην περιοχή και κατά συνέπεια, τη θέση των πειρατών και των τοπικών αρχόντων που καρπώνονταν ένα μεγάλο μέρος της λείας.
Μεταξύ ξηράς και θάλασσας
Παράλληλα με τη δράση στη θάλασσα, θα πολλαπλασιαστούν οι λεηλασίες στην ακτή, στην άμεση ενδοχώρα των όρμων και λιμανιών. Οι δυο αυτές, φαινομενικά διαφορετικές, εκδηλώσεις ακολούθησαν παράλληλους δρόμους, δεδομένου ότι: α) οι όρμοι και τα λιμάνια της Μάνης υπήρξαν για μια μακρά περίοδο σταθμοί ανεφοδιασμού των ξένων κουρσάρων β) επίσης, απετέλεσαν το ορμητήριο και καταφύγιο (σε περίπτωση έξωθεν επίθεσης) των Μανιατών πειρατών που δραστηριοποιούνταν στις θάλασσας γ) τις περισσότερες φορές, λειτούργησαν ως χώρος εισαγωγής, διανομής και εμπορευματοποίησης της λείας (υλικών αγαθών και ανθρώπων, για τους οποίους οι Μανιάτες απαιτούσαν την καταβολή λύτρων ή τους πωλούσαν).
Ο ΚΑΒΟ-ΜΑΤΑΠΑΣ (TAIVAPOV). ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΗΣ ΜΑΝΙΑΤΙΚΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ (ΧΑΛΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ Ο. DAPPER, ΑΠΟ ΤΟ «NAUKEURIGE BESCHRYVING VON MOREA...», ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ, 1688).
Δηλαδή, οι κάτοικοι ενός λιμανιού ή όρμου διατηρούσαν πολύπλευρους δεσμούς με την πειρατεία και τα οφέλη της, ενώ, εξατομικεύοντας τις πληροφορίες μας, διαπιστώνεται ότι τα ίδια πρόσωπα επάνδρωναν τα πειρατικά (ή, εναλλακτικά, τα κουρσάρικα) πλοιάρια και, σε άλλες περιπτώσεις, πρωταγωνιστούσαν σε λεηλασίες εμπορικών πλοίων τα οποία, για διάφορους λόγους, προσέγγιζαν την ακτή. Από μια άλλη πλευρά, η διάδοση της ληστρικής δραστηριότητας ανάμεσα στους κατοίκους οφειλόταν σε δύο παραμέτρους: α) στην ανάγκη εξασφάλισης των μέσων επιβίωσης β) στην αντικειμενική ή υποκειμενική αδυναμία συμμετοχής, για πολλούς απ' αυτούς, σε λεηλασίες στην ανοικτή θάλασσα.
Η μορφή αυτή πειρατικής δράσης παρουσίασε ιδιαίτερη έκταση στις νότιες περιοχές, οι οποίες, υπενθυμίζεται, ήσαν οι λιγότερο ευνοημένες από φυσική άποψη και, εν τούτοις, οι πλέον πυκνοκατοικημένες. Για τον πληθυσμό που κατοικούσε εκεί, τους Κακκαβουλιώτες [<κακκαβούλι (<κακκάσι), μικρή χύτρα που έφεραν αντί κράνους στο κεφάλι], με τα ιδιαίτερα φυσικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους έχουν γραφεί πολλά. Παραθέτω εδώ την περιγραφή του Eviya Celebi (1670): «Είναι κοντοί. Έχουν μεγάλο κεφάλι, στρογγυλά μάτια. Η φωνή τους είναι σαν του σκύλου της Σαμψούντας. Μεγάλα αυτιά. Τα κεφάλια τους είναι τριχωτά, τα φρύδια τους μαύρα. Οι λαιμοί τους είναι κοντοί, οι ώμοι φαρδιοί. Η μέση και οι γάμπες τους λεπτές, Τα πέλματα τους είναι ίσια. Από βράχο σε βράχο πηδούν σαν αντιλόπες».
Το σημαντικότερο πειρατικό κέντρο της περιοχής ήταν το Πόρτο Κάγιο, καθώς έχει ήδη αναφερθεί. Τα κείμενα των περιηγητών, από τον 17ο ήδη αιώνα, κάνουν λόγο για μια πολυπληθή ανθρώπινη ομάδα, που ζούσε εκεί υπό άθλιες συνθήκες, σε σπηλιές, καλύβες ή άλλες προχειρο-κατασκευές, ασκώντας το επάγγελμα του πειρατή. Συχνά γίνεται επίσης αναφορά σε καλογήρους, οι οποίοι ωστόσο ήσαν στην πραγματικότητα πειρατές. Σε άλλες πηγές της εποχής, παρά τις κάποιες αποκλίσεις μεταξύ τους, παρατηρείται επανάληψη των ανωτέρω πληροφοριών, ενώ τονίζεται επιπλέον ότι επρόκειτο για «αδίστακτους» και «επικίνδυνους» πειρατές. Σημειωτέον, ότι συνήθως οι πειρατές εκινούντο από ξηράς και σε όσες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν πλοιάρια αυτό αφορούσε κυρίως στην επίθεση εναντίον των ήδη ακινητοποιημένων (εάν όχι προσαραγμένων) πλοίων. Συχνά, τα εμπορικά πλοία κατέφευγαν (είτε σώα, είτε ως ναυάγια), αναγκαστικά στο Πόρτο Κάγιο, εξαιτίας των πνεόντων ισχυρών ανέμων.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΕΛΕΦΑΣ. ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΡΤΟ ΟΙΤΥΛΟ (ΚΑΡΑΒΟΣΤΑΣΙ), ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ ΣΤΗ ΔΥΤ. ΜΑΝΗ (ΧΑΛΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ V. CORONELLI, ΑΠΟ ΤΟ «DESCRIPTION GEOGRAPHIQUE ET HISTORIQUE DE LA MOREE», ΠΑΡΙΣΙ, 1687).
Στη συνέχεια, οι κάτοικοι «πηδώντας στα βράχια σαν αγριοκάτσικα», καθώς σημειώνει ο ιππότης d' Avvieux, επιχειρούσαν επίθεση εναντίον των πλοίων και αφού έκοβαν τα σχοινιά τους, προκαλώντας έτσι την κλίση ή τη συντριβή τους στα βράχια, τα λεηλατούσαν. Όσον αφορά στους ανθρώπους, όπως επισημαίνει ο ίδιος περιηγητής, «εάν ήσαν χριστιανοί» επωλούντο στους Τούρκους και εάν ήσαν Τούρκοι επωλούντο στους χριστιανούς».
Σε άλλες περιπτώσεις, απουσία ανέμων, οι πειρατές προσέλκυαν τα πλοία χρησιμοποιώντας ως δόλωμα καλογήρους, τουλάχιστον από την άποψη της εξωτερικής εμφάνισης, οι οποίοι περιφέρονταν στην ακτή πουλώντας τρόφιμα και, νερό στους διερχόμενους. Στη συνέχεια όταν τα πλοία πλησίαζαν στη ξηρά εδέχοντο επίθεση από τους υπολοίπους που περίμεναν κρυμμένοι στους βράχους και τους θάμνους.
Το τέλος
Η μανιάτικη πειρατεία ευνοήθηκε ιδιαίτερα κατά την επανάσταση του 1821 και τη μακρά περίοδο γενικής αστάθειας που ακολούθησε. Τότε αναδείχθηκε και το Σκουτάρι, στη βορειοανατολική ακτή, γνωστό καταφύγιο-ορμητήριο κουρσάρων κάθε εθνικότητας κατά τον 18ο αιώνα. Από το 1821 και μετά, ωστόσο, θα αποτελέσει τη βάση ντόπιων πειρατών (ο Πασχάλης Γερακαράκης είναι ο πιο γνωστός απ' αυτούς), με σημαντική παρουσία στον λακωνικό κόλπο. Αλλά οι επιθέσεις τους εναντίον ιονικών πόλεων θα εξοργίσει τους Άγγλους, οι οποίοι τον Οκτώβριο του 1832 θα πραγματοποιήσουν απόβαση και θα πυρπολήσουν τα ευρισκόμενα εκεί πειρατικά πλοιάρια.
Εν συνεχεία, διαρκούντος του 19ου αιώνα η μανιάτικη πειρατεία θα αρχίσει σταδιακά να υποχωρεί, ακολουθώντας τις μεταβολές στους όρους κυριαρχίας της περιοχής. Στο Πόρτο Κάγιο ωστόσο, οι κάτοικοι θα εξακολουθήσουν μέχρι τις μέρες μας να αναζητούν αντικείμενα μεταφερμένα ως εκεί από τα κύματα. Κυρίως μάλιστα ξυλεία, αγαθό σπάνιο στην περιοχή και γι' αυτό πολύτιμο, το οποίο διαμοιράζονταν μεταξύ τους κατά τρόπο ανάλογο της πειρατικής λείας στο παρελθόν.
Βιβλιογραφία
Σπ. Ασδραχάς, «Τα νησιά», στο Οικονομία και νοοτροπίες (τον Ίδιου), Αθήνα 1988, ο. 235-244.
Κυρ. Κάσσης, «Λαογραφία της Μέσα Μάνης», τόμ. Α’-Β'] Αθήνα. 1980-1981.
Κ. Κόμης, «Μανιάτες και άλλοι πειρατές στα Βάτικα και την ευρεία περιοχή τον Λακωνικού κόλπου», εφημ. «Τα Βάτικα», έτος 6ο, αρ. φυλ. 81, Ιούν. 1992.
Ο ίδιος «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης, 15ος - 20ος αιώνας», Ιωάννινα 1995.
Αλ. Κραντονέλη, «Ιστορία της πειρατείας. Στους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας 1390-1538», Αθήνα 1985 και τόμ. Β', «Στους μέσους χρόνους της Τουρκοκρατίας 1538-1699», Αθήνα 1991.
Θ. Κωστάκης, «Ο Evliya Celebi στην Πελοπόννησο», «Πελοποννησιακά», τόμ. 14 (1980-1981), Αθήνα 1981.
Κυρ. Σιμόπουλος, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 333-1821», τόμ. 1-3β (4 τόμοι), Αθήνα 1975. / «Memoires du chevalier d' Arvieux», τόμ. A', Παρίσι 1735.
G.L. Tafel - G.M. Thomas, «Urkunden zur alteren Handels und Staatgeschichtc der Republik Venedig», τόμ. 3, Wien 1857.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΜΗΣ
ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου