Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Όμορφη Μάνη - Γάμος : Μια από τις λίγες χαρές της παλιάς Μάνης.



Στην παλιά Μάνη δεν υπήρχαν χαρούμενες γιορτές και επέτειοι. Είχαν καταργηθεί σχεδόν και οι ονομαστικές εορτές. Οι λύπες ήσαν απείρως περισσότερες και τα μαύρα είχαν καθιερωθεί σαν τοπική φορεσιά.

Οι μοναδικές χαρές, όπως τις έλεγαν ήσαν ο γάμος και η γέννηση αγοριού, γιατί ήξεραν πολύ καλά όπως οι αρχαίοι Έλληνες ότι αυτό, το αγόρι, ο «κούρος» όπως το έλεγαν, βιολογικά θα διαιώνιζε την οικογένεια, την φυλή και θα ήταν ένα ντουφέκι πάρα πάνω στον αγώνα.

Τον γάμο λοιπόν τον συνδύαζαν με την αναγέννηση της οικογένειας, της φαμίλιας, της φυλής, σαν κάτι όπως ο καινούργιος χρόνος. Μόνον στα νεώτερα χρόνια λέγανε τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κάλαντα από σπίτι σε σπίτι και φτιάχνανε δίπλες, λελάγγια και μελομπουκιές.

Χαρές λοιπόν ονόμαζαν τους γάμους. «Στις χαρές σου» λέγανε συχνά στις προπόσεις τους με κρασί ή με κεράσματα. Στην παλιά Μάνη, σε καμία άλλη περίπτωση δεν τραγουδούσαν και δεν χόρευαν, εκτός από τον γάμο. Ο γάμος γιορταζόταν κατά τον πιο επίσημο και επιδεικτικό τρόπο, γι’ αυτό τον λέγανε και «χαρά».

Αξίζει να σημειώσουμε ότι το όνομα του κοριτσιού μιας οικογένειας συνοδευότανε από την κατάληξη …ίτσα, ενώ το όνομα της καινούργιας γυναίκας στην οικογένεια, της νύφης, είχε το επίθετο με την κατάληξη …έισα. Αυτά κυρίως για την αποσκιαδερή Μάνη. Για παράδειγμα, η γυναίκα του Σταυριανού Κατσιρέα του Βασιλείου, έχανε τόσο το επίθετό της, όσο και το μικρό της όνομα και λεγόταν μετά τον γάμο της Σταυριανού Κατσιρέϊσα Βασιλόνυφη. Ανεφέρετο δηλαδή και σαν νύφη του αρχηγού της οικογένειας που ήταν ο πατέρας του γαμπρού. Κάτι παρόμοιο γινότανε και στην παλιά Ρωσία.

Για το γάμο ειδοποιούντο όλοι οι συγγενείς εγκαίρως σ’ όλα τα χωριά. Το σπίτι του γαμπρού επισκευαζόταν και ασπριζόταν. Επιστρατευόντουσαν όλες οι κοπέλες, συγγενείς και φιλικά πρόσωπα για να αλέσουν το στάρι και να φτιάξουν τα ψωμιά του γάμου ανάλογα με τους καλεσμένους.

Σαν προίκα, εκτός από τα διάφορα χωράφια (λαχίδια) που έπαιρνε η νύφη, αρκετά για την συμβολή της στο νέο της σπιτικό, έπαιρνε και πολλά οικιακά σκεύη ή και σκουτιά (ρούχα) ή μπατανίες (κουβέρτες) και άλλα. Στα σκουτιά επάνω πολλές φορές καρφίτσωναν με διάφορες κορδέλες δεμένα, παλαιά νομίσματα αξίας, συνήθως ασημένια.

Πολλά απ’ αυτά δωριζόντουσαν αργότερα στην γέννηση κάποιου νέου μέλους άλλης οικογένειας, συνήθως αγοριού, μαζί με βαμβάκι που σήμαιναν: Το παιδί να ζήσει ως τα βαθιά γεράματα έχοντας την δύναμη του χρήματος. Πάντως και οι δύο ευχές είχαν προφανώς γεννηθεί από τις δύο βασικές ελλείψεις των παλιών Μανιατών.

Πρώτον, ότι ο μέσος όρος ζωής ήταν φοβερά κατεβασμένος εξ’ αιτίας των πολλών σκοτωμών από τις εκδικήσεις και αντεκδικήσεις. Ήταν ένα είδος Texas της Πελοποννήσου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Δεύτερον, διότι οι Μανιάτες ήσαν υπερβολικά φτωχοί άνθρωποι και ήταν φυσικό να έχουν την παραπάνω επιθυμία.

Στα προικιά λοιπόν και στα σκουτιά δίνανε και μερικές εικόνες οικογενειακές για να συνοδεύουν Χριστιανικά τη νύφη στο νέο της σπιτικό και τραγουδούσαν:

“Τώρα την αυγή, τώρα η αυγή χαράζει,
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε:
ο δυόσμος και ο βασιλικός και τα’ άσπρο καρυοφύλλι
Αυτά τα τρία μαλώνανε το πιο μυρίζει κάλλιο.
Πετιέται το τριαντάφυλλο το μοσχομυρωδάτο.
Σωπάστε βρωμολούλουδα και σεις βρωμοβοτάνια,
Τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο της άνοιξης στολίδι,
Που το χειμώνα κρύβομαι στης αγκαθιάς τη ρίζα,
Το Μάη μήνα φαίνομαι σε νιού γαμπρού κεφάλι,
Σε παντρεμένης γόνατα στου κοριτσιού τον κόρφο
στης χήρας το προσκέφαλο βραδιάζω ξημερώνω”.

Όλα τα κινητά αντικείμενα της προίκας μεταφερόντουσαν με καραβάνι από μουλάρια και άλογα στο σπίτι του γαμπρού για την καινούργια εγκατάσταση. Τα ζώα αυτά ήσαν στολισμένα με μεταξωτά μαντήλια, χρωματιστά από καθαρό μετάξι, που ύφαιναν οι ίδιες οι μανιάτισσες χωρίς πρόσθετα και άλλες σύγχρονες αλχημείες.

Θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό, ίσα – ίσα που μπορούσα και κρατιόμουνα πανωσάμαρα όπως λέγανε σ’ ένα άλογο, να οδηγώ μια τέτοια πομπή.

Το σημαντικότερο βέβαια στοιχείο σε μια προίκα ήταν η στέρνα. Η “γηστέρνα” όπως την έλεγαν, γιατί το νερό ήταν στην παλιά Μάνη ο θησαυρός. Περισσότερο και από τα κτήματα και από τα σκουτιά και …πολλές φορές και απ’ αυτή την ίδια τη νύφη!!!

“Δεν έχουνε ποτάμια
Δεν έχουνε πηγάδια,
Δεν έχουνε πηγές,
Μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι’ αυτές,
Που ηχούν,
που ηχούν και που τις προσκυνούνε”
Όπως λέει ο Σεφέρης.

Σε άλλα μέρη, κυρίως της μέσα Μάνης, προίκα δεν δινόταν στην νύφη και τα έξοδα του γάμου εκαλύπτοντο από τα δώρα των συγγενών του γαμπρού κυρίως.

Οι αρραβώνες γινόντουσαν με πολύ απλό τρόπο. Πήγαιναν μερικοί άντρες στο σπίτι της νύφης, έριχναν μερικούς πυροβολισμούς, παίρναν ένα δακτυλίδι και το περνούσαν στα δάκτυλα των αρραβωνιασμένων και μετά κερνιόντουσαν ρακί Καλαμών.

Ο αρραβωνιαστικός έβλεπε την αρραβωνιαστικιά του παρόντων των γονέων της και αδελφών της και ποτέ μόνη. Πολλές φορές οι αρραβώνες γινόντουσαν χωρίς να είναι παρόντες οι αρραβωνιασμένοι. Αρκούσε να πήγαιναν δύο τρεις άντρες από το μέρος του γαμπρού στο σπίτι της νύφης και να έριχναν μερικές ντουφεκιές.

Σε άλλη περίπτωση ήταν αρκετό να πυροβολήσει ο γαμπρός χωρίς να πάει στο σπίτι της νύφης, ή από το χωριό του και να δηλώσει ότι “κρούει ντουφέκι για την τάδε”. Αυτό όμως, γινόταν όταν οι συγγενείς της νύφης δεν ήθελαν τον γαμπρό, γιατί ήταν αχαμνόμερος, δηλαδή από αδυνατότερη οικογένεια.

Με το βάρεμα αυτό του ντουφεκιού, τα πράγματα εξελίσσοντο σοβαρά, γιατί ο νέος εδέσμευε το κορίτσι και γιατί κανένας δεν έπαιρνε γυναίκα άλλου χωρίς να υπολογίσει μαζί του έχθρα μέχρι θανάτου. Επακόλουθα λοιπόν: Ή γάμος με απαγωγή, ή με συγκατάθεση ή έχθρα.

Η γυναίκα δεν είχε γνώμη για τον άντρα που θα έπαιρνε τις περισσότερες φορές. Πρωτοέβλεπε δε τον αρραβωνιαστικό της μετά τους αρραβώνες.

Κάποτε, κάποια Μαρία με τις φίλες της, καθισμένες στην ρούγα του χωριού, μια Κυριακή, σιγομιλούσαν και γέλαγαν, …όταν ξάφνου, ακούστηκε ένας σμπάρος!! Τι είναι αυτή η ντουφεκιά έκαναν όλες έκπληκτες. Και η ωραία Μαρία, που είχε μυριστεί τον αρραβώνα της με έναν που δεν τον ήθελε, είπε ήρεμα: “Δεν είναι τίποτα κορίτσια, εμένα σκότωσε ο πατέρας μου”.

Στις γεννήσεις των κοριτσιών δεν γινότανε τίποτα στο σπίτι. Ούτε επισκέψεις, ούτε συγχαρητήρια, ούτε κεράσματα. Στις γεννήσεις όμως των αγοριών πήγαιναν άντρες και γυναίκες και συγχαίρανε τους γονείς. Οι άντρες, πριν μπουν στη πόρτα του σπιτιού πυροβολούσαν και κατόπιν μπαίνανε στο σπίτι για να ευχηθούν: “Να ζήσει ο νέος και να σύρει κι’ άλλους”. Πολλές μέρες κρατούσε το γλέντι για την γέννηση του αγοριού και γινότανε γενναίο φαγοπότι.

«Κι’ οι καλομοίρες λέγουσι, καλώς ήλθε να ζήσει
να γένη καλό στ’ άρματα και τους εχθρούς να σβήσει,
να μεγαλώσει, ν’ αξιωθεί και τον σαρμά να ζαλωθεί
να κυνηγήσει τον φονιά, από γκρεμό κι από βουνά
το γδίκιο μας να γδικιωθεί, το αίμα του πατέρα του».

Ο νεαρός Μανιάτης, μόλις έμπαινε στην εφηβεία, έπαιρνε το όπλο από τα χέρια του πατέρα του. Πολύ μεγάλη στιγμή!!!

Διαισθανόμενος το πραγματικό βάρος της διαδοχής, ασυναίσθητα ταυτιζότανε με τον πρόγονό του έφηβο και μουρμούριζε συγκινημένος “ΑΜΕΣ ΔΕ ΓΕΣΣΟΜΕΘΑ ΠΟΛΛΩ ΚΑΡΡΟΝΕΣ” (σημ. Εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι).

Αλλά, ήταν και μεγάλη η έπαρσή του. Παρ’ όλες τις πατρικές παραινέσεις για συνετή χρήση του όπλου, ο γεμάτος υπερηφάνεια έφηβος, το έπαιρνε τόσο επάνω του “που συχνά γινόταν επικίνδυνος”. Από εδώ και το ρητό “Ο Θεός να σε φυλάει από τον πρωταρμαδούρο”.

Το όπλο αυτό, συντρόφευε το Μανιάτη για όλη του την ζωή και μοναδική του έννοια ήταν πότε θάρθη ο καιρός να το τιμήσει. Αυτή ήταν η θέση του αρσενικού μέσα στην Μανιάτικη οικογένεια και την πατριαρχική κοινωνία. Στους νεόνυμφους, η καθιερωμένη ευχή ήταν να αποκτήσουν εννιά γιους και μια θυγατέρα. Χρειαζόταν βλέπετε και η θυγατέρα γιατί από αυτήν θα ξανάβγαιναν άλλοι εννιά γιοι.

«Νύφη μου ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι,
το ταίρι σου ‘ναι ζηλευτό κι’ όμορφο παλικάρι,
στο σπίτι το πεθερικό στη γειτονιά οπού ‘ρθες
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν δέντρο να ριζώσεις,
και σαν μηλιά γλυκομηλιά, τους κλώνους σου ν’ απλώσεις
υγιούς εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα».

Σ’ ένα τόπο τόσο άγριο που την άνοιξη κυκλοφορείς μέσα σε αρώματα βοτάνων και παρθένα αγριολούλουδα, γιορτές και γλέντια όπως είπαμε, δεν υπήρχαν. Προ παντός στη μέσα Μάνη.

Ούτε πανηγύρια γινόντουσαν εκεί. Μόνον τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ετοίμαζαν πρόσφορα και κόλλυβα, που το λέγαν «σπερνά» για την υγεία των γιορταζόντων και το συχώριο των νεκρών και τάστελναν στην εκκλησιά.

Όταν σχόλαγε η εκκλησία, οι άνθρωποι βγαίναν έξω και κάναν ρούγα. Εκεί μοιραζόντουσαν τα σπερνά των νεκρών που ήσαν από σκέτο στάρι βρασμένο και καθένας που έπαιρνε, έλεγε «Θεός σχωρέστον».

Τα σπερνά των γιορταζόντων όμως ήσαν στολισμένα με αραβοσίτη, σταφίδες, ρόδια και καρύδια. Απ’ αυτά λοιπόν, ας πάρουμε και μεις και ας ευχηθούμε σε αλλήλους ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Κείμενο: Σταυριανού Κατσιρέα (Ζωγράφου) από συνέντευξη στο BBC 13.11.88


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου