Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Κείμενο από το βιβλίο «Λαογραφία της Μέσα Μάνης Β’ Πνευματική Ζωή» του Κυριάκου Δ. Κάσση Σελ. 40-41.

Κείμενο από το βιβλίο «Λαογραφία της Μέσα Μάνης Β’ Πνευματική Ζωή» του Κυριάκου Δ. Κάσση Σελ. 40-41.


Ο Μαυροῦτσος.

Ὁ ἀείμνηστος Σ. Τσουμελέας μέσα στὸ ἀξιόλογο μὲ ἀντικείμενο τις παραδόσεις αὐτὸ ἔργο του αναφέρει (Λαογρ. Ε ́. 637) καὶ μία ποὺ ἀφορᾶ στὸ «Μακροῦτσο», ὅπως τὸν λέει. Πρόκειται γιὰ τὴν κοινὴ στὴν προσηλιακή Μάνη παράδοση του «Μαυροῦτσο» (ὅπως εἶναι τὸ σωστὸ ὄνομα * Ως σήμερα ἡ οἰκογένειά του εἶναι στις Πιόντες, δίπλα στη Λάγια). Ὁ μύθος ὁ σωστός, ὅπως λέγεται στὸν τόπο, ἔχει ἔτσι (προφορική διήγηση σὲ μένα ἀπὸ τὴν  ̓Αριστείδαινα Σφαλαγγάκου, τό γ. Αλευρομάγερη, 1862-1955) :

«Ὁ πρῶτος ποὺ ἐκατοίκησε στὶ Πχιόντες ἦτα ὁ Μαυροῦτσος. Είχε γίϊδια κι ἐμείνεσκε μοναχός. Ο Μαυροῦτσος ἦτα ιδιαβαρμένος για ψάρια (=εἶχε πάει γιὰ ψ.). Ἀλλὰ δὲ γκάνει καένας νὰ νυχτώνεται οὔτε στὸ κυνήγι οὔτε στὰ ψάρια οὔτε σὲ ἄλλη δουλειά. Γιατὶ ἔναι πλεονεξία. Ἐνυχτώθη ἐκεῖνος. Δὲν ἔβγαζε ψάρια. Ἐνύχτωσε καλά. Τοῦ παρησιάζεται ἕνας :

Θὰ ζὲ καβαλλήσου καὶ θὰ μὲ πάεις μέχρι τό χωρίο ζου, τοῦ λέει. Νὰ ζὲ πάου, ἀλλὰ πρῶτα θὰ ζὲ καβαλλήσου ἐγὼ κι ὕστερα εσύ. Θα λέου ἕνα τραγούδι. Καὶ μόλις τελειώσει το τραγούδι με καβαλλᾶς κι ἐσύ. Καλά, τοῦ λέει ἐκεῖνος.

Εἴθε ἔναι Οξαποπάς, τόνε κατάλαβε ὁ Μαυροῦτσος, ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτα. Τόνε καβάλησε λοιπό. Στο δρόμο ἐκουρνάρα καὶ τὰ πόδια του κι ἔλεε :

Άλαρος - φάλαρος
τοῦ Μαυροῦτσο ὁ γάϊδαρος.
Αλαρίδα - φαλαρίδα
τοῦ Μαυροῦτσο ἡ ἀρίδα.

Ὁ Ὀξαποπᾶς ὅμως ἄρχισε νὰ θυμώνει : — Αειντε ἀκόμα να ξεκαβαλλήσεις; Γιατί ἤθε νὰ καβαλλήσει ἐκεῖνος τὸ Μαυροῦτσο. Κι ἅμα τόνε καβάλλα θὰ ντὸν ἔπνιγε : — Κουράγιο ζου κι ἐφτάσαμε, τούλεε ὁ Μαυροῦτσος.

Ἤθε νά ντόνε πάει στὸ ἁλώνι του. Γιατὶ στὸ ἁλώνι μέσα οὔτε ὁ Ὀξαποπᾶς, οὔτε ξωτικό πατᾶ. Μόλις τὸν ἔφτασε κοντὰ στὸ ἁλώνι, κατεβαίνει ὁ Μαυρούτσος καὶ πηδά μέσα. Φωνάζει στὶ σκύλες του : Σπίκα, Λίζα καὶ Σαββαϊτιανή! Ἤρθασι οἱ σκύλες. Φουμποῦσι (=χυμοῦν) τὸν Ὀξαποπᾶ.

Ὁ Ὀξαποπᾶς ἐκατάλαβε τὴ γελατζία (=ἀπάτη). Ἐδάγκασε το χέρι του μὲ μανία :

Ἔχ, ρὲ Μαυροῦτσο, ἀφοῦ ἐστάθης ἐξυπνότερος ἀπό μένα, χαλάλι ζου. Κι ἐξεσπίκισε (=ἐξεσπίθισε) χίλιες σπίκες. Κι ἐχάθη.

Μόλις ἔκραξε ὁ κοῦρος τὸ πρωΐ ἐβγῆκε κι ὁ Μαυροῦτσος κι ἐιδιάη σπίτι του. Γιατὶ ἅμα κράξει ὁ κοῦρος (=κόκκορας) χάνονται ὅλα τὰ δαιμόνια κι οἱ βρεκολάκοι καὶ τὰ ξωτικά».

Αὐτὸς εἶναι ὁ πάγκοινος στη Μ. Μάνη θρύλος τοῦ Μαυρούτσου καὶ τοῦ Σατανᾶ. Κι ὄχι ὅπως τὸν ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος Τσουμελέας, ἀπὸ λάθος πληροφορίες. Τὸ ἐπώνυμο Μαυροῦτσος ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα στις Πιόντες δὲν νομίζω ὅτι ἔχει σχέση μὲ τὸν Μαυροδῆ καὶ τὴν πάλη του μὲ τὸ Χάρο. Αὐτὸ εἶναι τελείως ἄλλος θρύλος. Ο Μαυροῦτσος τῆς παράδοσης που προανάφερα εἶναι ἱστορικό πρόσωπο, παρ' ὅλη τὴ θρυλικότητα τοῦ ἐπεισόδιου. Εἶναι ὁ γενάρχης τῶν Μαυρούτσων στις Πιόντες καὶ ἐκεῖ φέρεται ὅτι συνέβη τὸ ἐπεισόδιο. Δεν παραδίδεται ὅτι ἦταν δυνατός κ.λ.π. ὁ Μαυροῦτσος ἐκεῖνος. Αντίθετα, ἂν καὶ ἀσθενικὸς καὶ σχεδόν γέρος, μὲ τὴν ἐξυπνάδα του κατόρθωσε να γελάσει τὸ Σατανᾶ. Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστή παράδοση.


* Πιθανὸ ὁ Τσουμελέας νὰ εἶχε στείλει τὸ σωστὸ ὄνομα στους συντάχτες του περιοδικοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ ἀβλεψία ἢ κακὴ ἀνάγνωση του χειρογράφου του, ὁ διορθωτής τὸ υ ἔκαμε κ, ἀφοῦ στὴν καλλιγραφική γραφὴ εἶναι πολὺ ὅμοια γράμματα. Ὅπως καὶ νἄχει ὁ Τσουμελέας ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔξω Μάνη, καὶ ἂν ἀκόμα ἀγνοοῦσε τὸ ἀκριβὲς ὄνομα τοῦ ἥρωα του μύθου, εἶναι δικιολογημένος.


Στο παρακάτω link θα βρείτε το κείμενο του Τσουμελέα:

https://piontesmani.blogspot.com/2017/07/blog-post.html

http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/296546