Κείμενο
από το βιβλίο «Η Λεβεντογέννα Ένδοξη Μάνη» του Ηλία Ιωαν. Βουγιουκλάκη Σελ.
45-53.
Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
Τοῦ Ἠλία Ἰωάν. Βουγιουκλάκη
Πολλοί θρύλοι και πολλές εξωτικές ἱστορίες ἔχουν γραφτεῖ
γιά τά άοικα και σκιαχτερά μέρη τῆς Μάνης. Θρύλοι γεμάτοι μυστήριο και
λεβεντιά, ἱστορίες γεμᾶτες μεγαλοπρέπεια και τραγική συγκίνηση. ́Ένα κομμάτι ἀπ' αὐτά εἶναι καί ἡ ἱστορία
τούτη πού θά σᾶς διηγηθῶ ὅπως ἔχει μείνει από πατέρα σε παιδί κι' ἀπό παιδί σέ
'γγόνι. Συνέβηκε σ' ένα μικρό κι' απόμερο λιμάνι της Μάνης τόν Ἀντρόγιαλο. Τό
μέρος τοῦτο εἶναι ἀπό τά πιό άγρια. Μοιάζει με χαράδρα χαμένη στα έγκατα τῆς γῆς
καί τριγυρισμένη από παντοῦ μέ ἄγρια βουνά βραχώδικα, σάν δράκοι πού φρουροῦνε
τό ἔμπα της.
Σε τούτο λοιπόν τό ἄοικο κι' ἀπόμερο λιμάνι ψάρευε κάποτε
ένας ψαράς. Γερακάρη τόν λέγανε. Ψαράς ἀπό τούς καλλίτερους καί πρῶτος στην παλικαριά.
Ποτέ δεν γύριζε στο χωριό μέ ἀδειανά τά χέρια. Πάντα έπιανε τά πιό πολλά καί τά
πιό διαλεχτά. Μιά μέρα όμως, κακιά τύχη τόν περίμενε. Ψάρευε ἀπό τό πρωί μέχρι
το βράδυ κι' όμως δέν εἶχε πιάσει ούτε ένα ψάρι. Τ' αγκίστριά του ολημερίς
σκίζανε τό υγρό στοιχειό κουβαλώντας μόνο φαΐ στά ψάρια και γυρίζανε πάντα
αδειανά.
Διαβολική ἀτυχία σήμερα, μουρμουρίζει. Ὁ ήλιος ἀρχινά και
γέρνει στη δύση του. Οἱ τελευταίες αχτίδες του χρυσίζουνε τη θάλασσα τοῦ
Λακωνικού πού φαίνεται σάν ν' άναψε ὁλόκληρη μιά μεγάλη πυρκαγιά και τέλος
βυθίζεται στα υγρά παλάτια του. Ἡ φύση άλλαξε όψη καί ὁ Ἀντρόγιαλος ἔγινε πιό
άγριος καί πιό φοβερός μές τό αχνό σουρούπωμα. Τούτη τήν ὥρα καί ἡ πιό γερή
καρδιά δέν θάντεχε στη μοναξιά του τόπου τούτου. Ὁ Γερακάρης όμως δέν εἶναι ἀπό
τούς ἀνθρώπους πού τά βάζουνε εύκολα κάτω τ' ἄρματα.
- Όχι, λέει, δέν θά φύγω μ' ἀδειανά τα χέρια. H θά πιάσω ψάρια ἤ θα κάτσω νά μέ φάει το
σκοτάδι τῆς νύχτας. Ὅσο κι' ἂν εἶναι φοβερό τό μέρος δέν τόν τρομάζει. Όσο κι'
αν ξέρει πώς στα μέρη τοῦτα τριγυρνούνε Νεράϊδες κι' ένα σωρό δαιμονικά, τό
πείσμα τό Μανιάτικο καί ὁ ἐγωϊσμός του τόν δένουνε ἐκεῖ.
Νά όμως, πού ξαφνικά η τύχη τοῦ χαμογελά. Τραβά τ'
αγκίστριά του καί μέ ξεστριλωμένα ἀπό τήν έκπληξη μάτια βλέπει πώς εἶναι γεμᾶτα
ψάρια. Αναστενάζει μέ ἱκανοποίηση. Τά τριχωτά καί ἡλιοκαμμένα στήθια του
φουσκώνουνε ἀπό τό ἀναγάλιασμα. Ξαναρίχνει πολλές φορές τ' αγκίστριά του καί
πάντα τά τραβᾶ γεμᾶτα. Δέν χορταίνει να βγάζει. Θέλει νά ἐκδικηθεῖ γιά τήν
κοροϊδία πού τοῦ κάνανε όλη μέρα. Καί τό ψάρεμα συνεχίζεται...
Σε μια στιγμή, όμως, κακιά ἰδέα περνᾶ ἀπό το μυαλό του.
- Λές κανένας Διάβολος να παίζει μαζί μου; Ψιθυρίζουνε τ'
αλμυρισμένα χείλια του.
Ένα κρύο ρίγος νοιώθει να τρυπά τό κορμί του μέσα στήν ἐρημιά.
Αλλά πάλι ὄχι. Δέν θέλει να παραδεχθεί ότι αυτός σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Αὐτά τά
σκέπτονται μόνο οἱ δειλοί. Ἐνῶ αὐτός...
Ἡ νύχτα έχει προχωρήσει πλέον πολύ. Εἶναι μεσάνυχτα όταν
παίρνει τήν ἀπόφαση να φύγει. *Εχει πιάσει τόσα πολλά ψάρια που κι αυτά μέ δυσκολία
θά τά κουβαλήσει.
Ανασηκώνεται στο βράχο, τεντώνει το κορμί του και μοιάζει
σάν τό Διάβολο μέσα στη μαύρη νύχτα. Μαζεύει τά σύνεργά του, φορτώνεται τά
ψάρια του -ψάρια τοῦ Διαβόλου- και φεύγει γιά τό χωριό. Αὔριο πάλι, λέει, καί
κάνει ἕνα ἀπειλητικό μορφασμό γυρίζοντας πρός τή μεριά τῆς θάλασσας. Αὔριο θα
λογαριαστούμε... Τα βήματά του ἀκούγονται βαρειά και δυνατά μέσα στη νύχτα.
Τά παίρνει ἡ λαγκαδιά κι' ἀντιλαλοῦνε ἀκόμα πιο δυνατά μέσα
στις χαράδρες. Καί ὁ Γερακάρης ο ψαράς όλο καί προχωρεῖ γιά τό χωριό. Δέν έχει
όμως, απομακρυνθεῖ οὔτε διακόσια βήματα. Ξαφνικά, μέσα στήν ἐρημιά τῆς νύχτας, ἀκούγεται
νά τόν καλεί μιά γνώριμη φωνή.
-
Κουμπάρε,
ἔ, κουμπάρε. Περίμενε νά πᾶμε μαζί στο χωριό.
Ὁ Γερακάρης ἀργοστέκει, τοῦ φαίνεται πώς τόν γελοῦνε τ'
αυτιά του. Κουμπάρε; Μά ὁ ἕνας και μοναδικός κουμπάρος του εἶναι πιά πεθαμένος.
Βαρέθηκε τόν κόσμο τοῦτο καί πῆγε ἀλλοῦ νά βρεῖ καλλίτερη ζωή, χωρίς δουλειές
και βάσανα, χωρίς καϋμούς και ντέρτια... Κρύος ιδρώτας λούζει τό κορμί του. Το
μεδούλι πάγωσε καί πάει να σπάσει τα κόκκαλα. Χίλιες σκέψεις περνοῦνε ἀπό τό
μυαλό του... Δέν εἶναι δυνατόν... Μπορεῖ καί νά μήν ἄκουσε καλά. Μπορεῖ νά 'ναι
καί γέννημα τῆς μοναξιᾶς. Κάνει να ξεκινήσει, ἀλλά ἡ φωνή πάλι τόν ξανακαρφώνει
στόν τόπο του.
- Κουμπάρε μή βιάζεσαι, περίμενε, ἔρχομαι... ἔφτασα...
Ὁ Γερακάρης νοιώθει βαρειά τά πόδια του, σά νά τοῦ
κρεμάσανε χίλια καντάρια σίδερο. Ἡ καρδιά του κλωτσᾶ δυνατά τό στῆθος. Δίνει
κουράγιο όσο μπορεῖ στόν ἑαυτό του και προσπαθεῖ νά τόν κάνει νά βρεῖ τήν
δύναμή του.
- Κουράγιο, ψιθυρίζει, δεν ντρέπεσαι Γερακάρη; ἐσύ ὁ ψαράς,
ὁ γενναῖος... ὁ παλληκαράς..., ὁ Μανιάτης, ὁ ... να σκιάζεσαι;
Ναί, λέει και χτυπᾶ τό πόδι του δυνατά στό χῶμα πού πατᾶ,
δέν σκιάζομαι. Ὅποιος νά'ναι, ζωντανός ἤ πεθαμένος, θα μετρηθώ μαζί του παλληκαρήσια,
θα νικήσω, θα...
Γιά μιά στιγμή πάλι τριγυρνά στο μυαλό του το ψάρεμα. Όλη
μέρα τίποτα, τό βράδυ... Η σκέψη ἡ κακιά του φέρνει πάλι ανατριχίλα. Τώρα ἀκούγονται
πιά καθαρά τά βήματα ἐκείνου πού τοῦ φώναζε. Όπου ναναι κοντοζυγώνει,
πλησιάζει, να … έφτασε.
Ἡ ἀναπνοή του έχει κοπεῖ, τά μάτια του έχουν ξεπεταχτεί και ξεστριλώνουν
προσπαθώντας να σκίσουνε τό πηχτό σκοτάδι, τ' αυτιά του εἶναι τεντωμένα. Όλες
του οἱ αἰσθήσεις βρίσκονται σε ὑπερένταση και ψάχνουνε γιά τόν ... κουμπάρο που
όπου νάναι θά φανεῖ. Ἀξαφνα τά βήματα σταματοῦνε καί ένα χέρι νοιώθει νά τόν
χτυπᾶ στήν πλάτη.
Γυρίζει ξαφνιασμένος καί τί νά δεῖ; Ενας άγνωστος καμπούρης
με δύο κέρατα στο κεφάλι. Νοιώθει τό αἷμα του να παγώνει και τις τρίχες του να
σηκώνονται μιά σπιθαμή. Βρίσκει, όμως, γρήγορα τό θάρρος του και σχεδόν
θυμωμένα ρωτᾶ:
- Ποιός εἶσαι; τί θές;
- Ποιός εἶμαι μέ ρωτᾶς; Ἄν θές, ὅμως, να μάθεις, νά στό πῶ.
Εἶμαι ἐκεῖνος πού διατάζει ὅλα τά σατανικά. Ἐκεῖνος πού ἔχει χίλιες μορφές και χίλιες
φωνές. Τι θέλω; Ὄχι δά και σπουδαῖο πράμα: νά μέ φορτωθείς στην πλάτη σου,
μέχρι τό χωριό σου. Αν θα ρωτήσεις το γιατί; σοῦ λέω: ἔτσι μ' ἀρέσει... ἐξ ἄλλου
σε πλήρωσα, γι' αὐτό, καλά, σοῦ ἔδωκα τόσα... ψάρια...
Ὁ καμπούρης ξεσπᾶ σε δυνατά χαχανητά, ἐνῶ ὁ Γερακάρης
στέκεται σα μαρμαρωμένος. Τώρα πιά του λύνεται τό μυστήριο... Αλλά δέν τά βάζει
κάτω. Τό Μανιάτικο κεφάλι δεν προσκυνᾶ εύκολα.
- Ὄχι ἀπαντᾶ, αὐτό δέν γίνεται. Πάρτα πάλι τά ψάρια σου, ἀλλά
νά γίνω ἐγώ γάϊδαρος κι' ἐσύ καβαλάρης μή τό περιμένεις. Αὐτό γιά τούς Μανιάτες
εἶναι ἡ πιό μεγάλη προσβολή. Τη ζωή μου πάρ τη, τήν τιμή μου ὄχι...
- Ἄκουσε δῶ, λέει ὁ Διάβολος, αὐτό θά γίνει ὁπωσδήποτε, ἐχτός
καί ...
- Εκτός καί; ξαναλέει ὁ Γερακάρης, ἐνῶ μιά ἐλπίδα ξεπηδά
μέσα ἀπό τά στήθια του.
- Εχτός καί ἀπαντήσεις στο δωδεκάλογο μου. Τότε θά πεῖ ὅτι
μέ νίκησες καί εἶσαι ἐξυπνότερος από μένα. Σ' αὐτή τήν περίπτωση θά μέ και
βαλικέψεις εσύ. Ἄν, ὅμως δέν ἀπαντήσεις, νικήθηκες καί θά κάνεις αὐτό πού
διατάζω. Από μπροστά, ὅμως, σοῦ λέω, ὅτι ὅλο τόν κόσμο γύρισα και ἄνθρωπος δεν
βρέθηκε για ν' απαντήσει στο δωδεκάλογο του Διαβόλου.
Ὁ Γερακάρης δεν σκέφτηκε πολύ. Άλλη λύση δέν ὑπάρχει,
πρέπει νά δεχθεῖ.
Ὀρθώνεται σαν κυπαρίσσι καί μέ ἀγέρωχο ύφος ἀπαντᾶ:
- Δέχομαι. Εμπρός, ἀρχίνα. Ἴσως ἄλλη φορά νά μή συνάντησες
Μανιάτη. Τώρα όμως, θά δεῖς πόσο διαφέρομε ἀπό τούς ἄλλους και πόσο ἔκαμες
σφάλμα, πού θές νά μᾶς ντροπιάσεις.
Καί ὁ καμπούρης ἀρχινᾶ, ἐνῶ στά χείλη του διαγράφεται ένα
πονηρό χαμόγελο.
Διάβ.: 'Ενας λόγος, τί λόγος εἶναι;
Γερ.: Ενας εἶναι ὁ Θεός.
Διάβ.: Δύο λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Δίκερο τό βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.
Διάβ.: Τρεις λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Τρίποδη σιδεροστιά, δίκερο τό βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.
Διάβ.: Τέσσερις λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Τεσσεραβύζικο δαμάλι, τρίποδη σιδεροστιά, δίκερο τό
βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.
Διάβ.: Πέντε λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Πέντε δάχτυλα ἡ χείρα, τέσσερα βυζιά ἡ ἀγελάδα,
τρίποδη σιδεροστιά, δίκερο τό βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.
Διάβ.: Εξι λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Εξι άστρα έχει ἡ πούλια...
Διάβ.: Εφτά λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Εφταβάλτινος χορός...
Διάβ.: Οχτώ λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Ὀχταπόδι στο γυαλό...
Διάβ.: 'Εννιά λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Εννιαμηνήτικο παιδί...
Διάβ.: Δέκα λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Δεκαβύζικο σκορφάρι...
Διάβ.: 'Εντεκα λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Εντεκαμήνικο πουλάρι...
Διάβ.: Δώδεκα λόγοι, τί λόγοι εἶναι;
Γερ.: Δώδεκα μήνες ἔχει ὁ χρόνος, έντεκα μηνῶν πουλάρι,
δεκαβύζικο σκορφάρι, εννιαμήνικο παιδί, ὀχταπόδι στο γυαλό, έφταβάλτινος χορός,
έξι άστρα ἔχει ἡ πούλια, πέντε δάχτυλα ή χείρα, τέσσερα βυζιά ή γελάδα, τρίποδη
σιδεροστιά, δίκερο τό βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.
Ὁ δωδεκάλογος τελείωσε. Ὁ Γερακάρης στυλώνει ὀρθωτά τ'
ανάστημά του και καμαρώνει, γιά τήν επιτυχία του καί τήν ἐξυπνάδα του. Ὁ Διάβολος
βγάζει φωτιές ἀπό τά μάτια του, το πρόσωπό του κάνει χίλιους σπασμούς κι' ἀλλάζει
χίλια χρώματα, απ' τ' ἀναπάντεχο κακό. Η συμφωνία όμως, εἶναι συμφωνία. Στη
Μάνη ὁ λόγος εἶναι ἀπαραβίαστος, κι' ὁ Διάβολος τή στιγμή τούτη που πατεῖ στά
χώματά της δέν μπορεῖ νά τόν παραβιάσει, όσο κι ἂν εἶναι... Διάβολος. Νικημένος
ὑποτάσσεται στο νικητή καί τόν φορτώνεται στην πλάτη. Επῆγε γιά μαλλί κι' ἐβγῆκε
κουρεμένος...
Ὁ Γερακάρης όμως, εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος πώς το παιχνίδι του
Διαβόλου δέν τελείωσε ἀκόμα. Ξέρει πώς εἶναι πανοῦργος κι' ἀνυπότακτος καί πώς
κακά ξεμπλέγματα θά'χει μέ τόν παμπόνηρο... «κουμπάρο του». Γι' αὐτό βάζει σ' ἐνέργεια
καί τή δική του πονηριά. Κάνει πώς εἶναι ἀδιάφορος καί τραγουδᾶ ξένοιαστα ένα
τραγούδι, χωρίς τέλος... ως τή στιγμή πού φτάνουνε ἀπ ̓ ἔξω ἀπό τό ἁλώνι του.
Άξαφνα φωνάζει στο Διάβολο:
- «Κουμπάρε ἄφησέ με στό τειχειό να κατεβῶ ἀπό τήν πλάτη
σου, ἀρκετά σέ κούρασα, σειρά μου νά σέ πάρω καί ἐγώ σέ ὅσο δρόμο μᾶς ἀπομένει ἀκόμα.»
Ο Διάβολος δεν καταλαβαίνει τήν πονηριά τοῦ Γερακάρη καί
πέφτει στην παγίδα του. Μ' ένα σάλτο βρίσκεται μέσα στη μέση τ' ἁλωνιοῦ. Ἐδῶ
πιά εἶναι ἀσφαλισμένος, γιατί τ' ἁλώνι εἶναι ἱερό, εἶναι λειβάδι τοῦ Θεοῦ, κι ὁ
Διάβολος νά τό πατήσει δέν μπορεῖ. Φωνάζει το Σαββατιανό, τό σκύλο του καί κεῖνος
ὁρμᾶ, γιά νά καταξεσχίσει τόν καμπούρη. Ὁ Διάβολος βρυχομανᾶ, χτυπιέται κατά γῆς
κι' ουρλιάζει σαν βρυκόλακας. Ἡ κοροϊδία πού τούγινε εἶναι μεγάλη καί δέν μπορεῖ
νά τήν ἀνεχθεῖ αὐτός ὁ παντοδύναμος και πανέξυπνος ἀρχηγός ὅλων τῶν κακῶν καί
πονηρῶν πνευμάτων. Ὁ τετραπέρατος ἀρχιδιάβολος να νικηθεῖ καί νά περιμπαιχθεῖ ἀπ'
αὐτό τό σκουλήκι τῆς Μάνης; Αυτό πάει πολύ. Θα γίνει περίγελος καί παίγνιο στα
μάτια τῶν συντρόφων του. Τώρα τοῦ ξέφυγε, ἀλλά δέν θά τόν συγχωρέσει.
Ουρλιάζει: «θά σέ ἐκδικηθῶ. Ἡ ζωή σου τελείωσε. Μαζί μου
δέν μπορεῖς νά παραβγεῖς στή δύναμη καί στήν ἐξυπνάδα».
Στα τελευταία λόγια ὁ Διάβολος δέν ὑπάρχει πιά. Δυνατή
βροντή ακούγεται καί μεγάλη ἀστραπή φωτίζει όλα τά γύρω, σά ν' άναψε ὅλος ὁ
κόσμος μιά μεγάλη πυρκαγιά. Ὁ Γερακάρης νοιώθει τή γῆ να τρέμει και να φεύγει
κάτω ἀπό τά πόδια του. Οἱ πέτρες χτυπιούνται μεταξύ τους και μιά τρομακτική
βουή βγαίνει ἀπό τά ἔγκατα τῆς γῆς. Κατόπι όλα χάνονται. Σβήνει τό φῶς ἀπό τά
μάτια του και πέφτει λιπόθυμος. Τό άμοιρο τό σῶμα του δέν μπόρεσε ν' αντέξει ἄλλο...
Τα ουρλιαχτά του σκύλου του, ξυπνοῦνε τό χωριό. Τρέχουνε
καί τόν κουβαλάνε στα χέρια σαν άψυχο και άζωο κορμί. Τόν ξαπλώνουνε στό χῶμα
γιά νά μείνει πιά ἐκεῖ σ' όση ζωή τ' ἀπόμενε ἀκόμα. Ὁ Διάβολος τόν ἐκδικήθηκε.
Νίκησε στην εξυπνάδα καί στήν πονηριά, νικήθηκε όμως, στη δύναμη. Ὁ λεβέντης
Γερακάρης, τό πρῶτο παλληκάρι του χωριοῦ, ἔγινε ἕνα ἀνθρώπινο ράκος, χωρίς Ζωή
και Δύναμη. Παραμιλοῦσε κι' έβλεπε όλο Σατανικά. Τά κακά πνεύματα τοῦ εἶχαν
πάρει τό μυαλό. Ἦταν ἀξιολύπητος, ἐλεεινός καί μ' ἀγριεμένη τή θωριά. Δέν έζησε
πολύ καιρό. Ὁ «πανθεράπων» θάνατος ήρθε σύντομα νά τοῦ σφαλίσει τά μάτια καί νά
τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν εφιαλτική ζωή του. Όλα τα γύρω χωριά παρακολούθησαν τήν
κηδεία του μέ συγκίνηση καί δέος καί οἱ μοιρολογίστρες τόν ἀποχαιρέτησαν στο
μακρινό ταξίδι του μέ τρανταχτά μοιρολόγια, οἱ δέ άντρες μ' αυτά τα σημαδιακά
λόγια: «Στο καλό νά πᾶς καί ἀλαφρά τα χώματά σου, ἄξιο παιδί τῆς εὐάνδρου
Μάνης.»
Ἡ περιπέτειά του έμεινε πιά σάν θρῦλος στις ἐπερχόμενες
γενεές.
Δεκέμβριος 1962
Λάγια Μάνης
Ἠλίας Ἰωάν. Βουγιουκλάκης
(Φοιτητής)
Σ.σ. Η ιστορία αυτή αναφέρεται στον Πιοντάτικο Θρύλο
του Μαυρούτσου και είναι γνωστή σε όλα τα χωριά της Μέσα Μάνης.