Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Κείμενο από το βιβλίο «Λαογραφία της Μέσα Μάνης Β’ Πνευματική Ζωή» του Κυριάκου Δ. Κάσση Σελ. 40-41.

Κείμενο από το βιβλίο «Λαογραφία της Μέσα Μάνης Β’ Πνευματική Ζωή» του Κυριάκου Δ. Κάσση Σελ. 40-41.


Ο Μαυροῦτσος.

Ὁ ἀείμνηστος Σ. Τσουμελέας μέσα στὸ ἀξιόλογο μὲ ἀντικείμενο τις παραδόσεις αὐτὸ ἔργο του αναφέρει (Λαογρ. Ε ́. 637) καὶ μία ποὺ ἀφορᾶ στὸ «Μακροῦτσο», ὅπως τὸν λέει. Πρόκειται γιὰ τὴν κοινὴ στὴν προσηλιακή Μάνη παράδοση του «Μαυροῦτσο» (ὅπως εἶναι τὸ σωστὸ ὄνομα * Ως σήμερα ἡ οἰκογένειά του εἶναι στις Πιόντες, δίπλα στη Λάγια). Ὁ μύθος ὁ σωστός, ὅπως λέγεται στὸν τόπο, ἔχει ἔτσι (προφορική διήγηση σὲ μένα ἀπὸ τὴν  ̓Αριστείδαινα Σφαλαγγάκου, τό γ. Αλευρομάγερη, 1862-1955) :

«Ὁ πρῶτος ποὺ ἐκατοίκησε στὶ Πχιόντες ἦτα ὁ Μαυροῦτσος. Είχε γίϊδια κι ἐμείνεσκε μοναχός. Ο Μαυροῦτσος ἦτα ιδιαβαρμένος για ψάρια (=εἶχε πάει γιὰ ψ.). Ἀλλὰ δὲ γκάνει καένας νὰ νυχτώνεται οὔτε στὸ κυνήγι οὔτε στὰ ψάρια οὔτε σὲ ἄλλη δουλειά. Γιατὶ ἔναι πλεονεξία. Ἐνυχτώθη ἐκεῖνος. Δὲν ἔβγαζε ψάρια. Ἐνύχτωσε καλά. Τοῦ παρησιάζεται ἕνας :

Θὰ ζὲ καβαλλήσου καὶ θὰ μὲ πάεις μέχρι τό χωρίο ζου, τοῦ λέει. Νὰ ζὲ πάου, ἀλλὰ πρῶτα θὰ ζὲ καβαλλήσου ἐγὼ κι ὕστερα εσύ. Θα λέου ἕνα τραγούδι. Καὶ μόλις τελειώσει το τραγούδι με καβαλλᾶς κι ἐσύ. Καλά, τοῦ λέει ἐκεῖνος.

Εἴθε ἔναι Οξαποπάς, τόνε κατάλαβε ὁ Μαυροῦτσος, ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτα. Τόνε καβάλησε λοιπό. Στο δρόμο ἐκουρνάρα καὶ τὰ πόδια του κι ἔλεε :

Άλαρος - φάλαρος
τοῦ Μαυροῦτσο ὁ γάϊδαρος.
Αλαρίδα - φαλαρίδα
τοῦ Μαυροῦτσο ἡ ἀρίδα.

Ὁ Ὀξαποπᾶς ὅμως ἄρχισε νὰ θυμώνει : — Αειντε ἀκόμα να ξεκαβαλλήσεις; Γιατί ἤθε νὰ καβαλλήσει ἐκεῖνος τὸ Μαυροῦτσο. Κι ἅμα τόνε καβάλλα θὰ ντὸν ἔπνιγε : — Κουράγιο ζου κι ἐφτάσαμε, τούλεε ὁ Μαυροῦτσος.

Ἤθε νά ντόνε πάει στὸ ἁλώνι του. Γιατὶ στὸ ἁλώνι μέσα οὔτε ὁ Ὀξαποπᾶς, οὔτε ξωτικό πατᾶ. Μόλις τὸν ἔφτασε κοντὰ στὸ ἁλώνι, κατεβαίνει ὁ Μαυρούτσος καὶ πηδά μέσα. Φωνάζει στὶ σκύλες του : Σπίκα, Λίζα καὶ Σαββαϊτιανή! Ἤρθασι οἱ σκύλες. Φουμποῦσι (=χυμοῦν) τὸν Ὀξαποπᾶ.

Ὁ Ὀξαποπᾶς ἐκατάλαβε τὴ γελατζία (=ἀπάτη). Ἐδάγκασε το χέρι του μὲ μανία :

Ἔχ, ρὲ Μαυροῦτσο, ἀφοῦ ἐστάθης ἐξυπνότερος ἀπό μένα, χαλάλι ζου. Κι ἐξεσπίκισε (=ἐξεσπίθισε) χίλιες σπίκες. Κι ἐχάθη.

Μόλις ἔκραξε ὁ κοῦρος τὸ πρωΐ ἐβγῆκε κι ὁ Μαυροῦτσος κι ἐιδιάη σπίτι του. Γιατὶ ἅμα κράξει ὁ κοῦρος (=κόκκορας) χάνονται ὅλα τὰ δαιμόνια κι οἱ βρεκολάκοι καὶ τὰ ξωτικά».

Αὐτὸς εἶναι ὁ πάγκοινος στη Μ. Μάνη θρύλος τοῦ Μαυρούτσου καὶ τοῦ Σατανᾶ. Κι ὄχι ὅπως τὸν ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος Τσουμελέας, ἀπὸ λάθος πληροφορίες. Τὸ ἐπώνυμο Μαυροῦτσος ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα στις Πιόντες δὲν νομίζω ὅτι ἔχει σχέση μὲ τὸν Μαυροδῆ καὶ τὴν πάλη του μὲ τὸ Χάρο. Αὐτὸ εἶναι τελείως ἄλλος θρύλος. Ο Μαυροῦτσος τῆς παράδοσης που προανάφερα εἶναι ἱστορικό πρόσωπο, παρ' ὅλη τὴ θρυλικότητα τοῦ ἐπεισόδιου. Εἶναι ὁ γενάρχης τῶν Μαυρούτσων στις Πιόντες καὶ ἐκεῖ φέρεται ὅτι συνέβη τὸ ἐπεισόδιο. Δεν παραδίδεται ὅτι ἦταν δυνατός κ.λ.π. ὁ Μαυροῦτσος ἐκεῖνος. Αντίθετα, ἂν καὶ ἀσθενικὸς καὶ σχεδόν γέρος, μὲ τὴν ἐξυπνάδα του κατόρθωσε να γελάσει τὸ Σατανᾶ. Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστή παράδοση.


* Πιθανὸ ὁ Τσουμελέας νὰ εἶχε στείλει τὸ σωστὸ ὄνομα στους συντάχτες του περιοδικοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ ἀβλεψία ἢ κακὴ ἀνάγνωση του χειρογράφου του, ὁ διορθωτής τὸ υ ἔκαμε κ, ἀφοῦ στὴν καλλιγραφική γραφὴ εἶναι πολὺ ὅμοια γράμματα. Ὅπως καὶ νἄχει ὁ Τσουμελέας ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔξω Μάνη, καὶ ἂν ἀκόμα ἀγνοοῦσε τὸ ἀκριβὲς ὄνομα τοῦ ἥρωα του μύθου, εἶναι δικιολογημένος.


Στο παρακάτω link θα βρείτε το κείμενο του Τσουμελέα:

https://piontesmani.blogspot.com/2017/07/blog-post.html

http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/296546



Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Τζιτζίκια στη Μάνη.


Το τζιτζίκι ή ο τζίτζικας ή (κυπρ.) ζίζιρος είναι τα λαϊκά ονόματα διάφορων ειδών εντόμων από την οικογένεια των Τεττιγιδών (Cicadidae), ονομασία η οποία προέρχεται από τη λόγια λέξη τέττιξ (Cicada), που σημαίνει τζίτζικας στα αρχαία ελληνικά (και λατινικά). Το τζιτζίκι είναι ένα έντομο που ζει συνήθως στα δέντρα και παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο που προδίδει την παρουσία του. Στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα γνωστό από την ιστορία του Αισώπου, «Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας» (Τέττιξ και μύρμηκες).

Στην Ευρώπη η οικογένεια των Τεττιγιδών αποτελείται από δυο υποοικογένειες με μόνο τρία γένη.

Αν και έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για έντομα (2-5 εκατοστά) είναι δύσκολο να τα εντοπίσει κανείς, γιατί το χρώμα τους είναι παρόμοιο με το χρώμα των κορμών των δέντρων. Το σώμα του είναι πεπλατυσμένο, το κεφάλι του κοντό και πλατύ, έχει πέντε μάτια, δύο μεγάλα, κανονικά και τρία μικρότερα, βοηθητικά. Τα φτερά του είναι φτιαγμένα από λεπτή διαφανή μεμβράνη και τα πόδια του λεπτά και μακριά. Το χρώμα του σε γενικές γραμμές είναι μαύρο. Όμως διακρίνουμε σ' αυτόν και διάφορες αποχρώσεις κίτρινου και καφέ.



Τρέφεται με τη λύμφη των βλαστών, τους οποίους τρυπά με μια ειδική προβοσκίδα, που μοιάζει με έμβολο. Το θηλυκό γεννά τα αυγά του μέσα σε τρύπες που κάνει πάνω στους μαλακούς βλαστούς. Αυτό γίνεται κατά τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Από τα αυγά βγαίνουν οι προνύμφες, περίπου κατά το τέλος του καλοκαιριού, οι οποίες κατεβαίνουν από τα δέντρα, κάνουν τρύπες μέσα στη γη, κοντά στις ρίζες κι εκεί μπορούν να ζήσουν και τέσσερα χρόνια μέχρι που να μετατραπούν σε κανονικές νύμφες. Δύο βορειο-αμερικανικά είδη παραμένουν στο έδαφος 13 και 17 χρόνια αντίστοιχα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τζιτζίκι, για την ειδική ηχητική συσκευή που υπάρχει ανάμεσα στον θώρακα και την κοιλιά του τζιτζικιού μέσω της οποίας δημιουργείται αυτό το ιδιόμορφο τερέτισμα, που ακούγεται τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες. Η συσκευή αποτελείται από δύο κοιλότητες που χωρίζονται από μια λεπτή μεμβράνη τεντωμένη. Κάθε φορά που δονείται η μεμβράνη αυτή, παράγεται ο ήχος.

Με το τζιτζίκι είναι συνδεδεμένος και ο μύθος του Τιθωνού. Ο Τιθωνός ήταν θνητός που είχε γίνει αθάνατος από τους θεούς μετά από παράκληση της Ηούς, η οποία όμως ξέχασε να ζητήσει να παραμείνει και νέος. Όταν λοιπόν ο Τιθωνός έφθασε σε έσχατο γήρας, η Ηώς, που ως θεά ήταν αθάνατη και πάντα νέα, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που μιλά ακατάπαυστα, το τζιτζίκι.


Στην Ελλάδα συναντούμε τα εξής είδη:

Cicadinae:

Cicada orni
Cicada mordoganensis
Cicada cretensis
Lyristes plebejus
Lyristes gemellus

Cicadettinae:

Cicadetta montana
Cicadetta macedonica
Cicadetta olympica
Cicadatra alhageos
Cicadatra atra
Cicadatra hyalina
Cicadatra atra hyalinata
Cicadatra persica
Euboeana castaneivaga
Oligoglena carayoni
Oligoglena sakisi
Oligoglena goumenissa
Mezammira filoti ή Oligoglena filoti

Tibicininae:

Tibicina haematodes
Tibicina steveni

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Κείμενο από το βιβλίο «Η Λεβεντογέννα Ένδοξη Μάνη» του Ηλία Ιωαν. Βουγιουκλάκη Σελ. 45-53.

 

Κείμενο από το βιβλίο «Η Λεβεντογέννα Ένδοξη Μάνη» του Ηλία Ιωαν. Βουγιουκλάκη Σελ. 45-53.

 

Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

Τοῦ Ἠλία Ἰωάν. Βουγιουκλάκη

Πολλοί θρύλοι και πολλές εξωτικές ἱστορίες ἔχουν γραφτεῖ γιά τά άοικα και σκιαχτερά μέρη τῆς Μάνης. Θρύλοι γεμάτοι μυστήριο και λεβεντιά, ἱστορίες γεμᾶτες μεγαλοπρέπεια και τραγική συγκίνηση.  ́Ένα κομμάτι ἀπ' αὐτά εἶναι καί ἡ ἱστορία τούτη πού θά σᾶς διηγηθῶ ὅπως ἔχει μείνει από πατέρα σε παιδί κι' ἀπό παιδί σέ 'γγόνι. Συνέβηκε σ' ένα μικρό κι' απόμερο λιμάνι της Μάνης τόν Ἀντρόγιαλο. Τό μέρος τοῦτο εἶναι ἀπό τά πιό άγρια. Μοιάζει με χαράδρα χαμένη στα έγκατα τῆς γῆς καί τριγυρισμένη από παντοῦ μέ ἄγρια βουνά βραχώδικα, σάν δράκοι πού φρουροῦνε τό ἔμπα της.

Σε τούτο λοιπόν τό ἄοικο κι' ἀπόμερο λιμάνι ψάρευε κάποτε ένας ψαράς. Γερακάρη τόν λέγανε. Ψαράς ἀπό τούς καλλίτερους καί πρῶτος στην παλικαριά. Ποτέ δεν γύριζε στο χωριό μέ ἀδειανά τά χέρια. Πάντα έπιανε τά πιό πολλά καί τά πιό διαλεχτά. Μιά μέρα όμως, κακιά τύχη τόν περίμενε. Ψάρευε ἀπό τό πρωί μέχρι το βράδυ κι' όμως δέν εἶχε πιάσει ούτε ένα ψάρι. Τ' αγκίστριά του ολημερίς σκίζανε τό υγρό στοιχειό κουβαλώντας μόνο φαΐ στά ψάρια και γυρίζανε πάντα αδειανά.

Διαβολική ἀτυχία σήμερα, μουρμουρίζει. Ὁ ήλιος ἀρχινά και γέρνει στη δύση του. Οἱ τελευταίες αχτίδες του χρυσίζουνε τη θάλασσα τοῦ Λακωνικού πού φαίνεται σάν ν' άναψε ὁλόκληρη μιά μεγάλη πυρκαγιά και τέλος βυθίζεται στα υγρά παλάτια του. Ἡ φύση άλλαξε όψη καί ὁ Ἀντρόγιαλος ἔγινε πιό άγριος καί πιό φοβερός μές τό αχνό σουρούπωμα. Τούτη τήν ὥρα καί ἡ πιό γερή καρδιά δέν θάντεχε στη μοναξιά του τόπου τούτου. Ὁ Γερακάρης όμως δέν εἶναι ἀπό τούς ἀνθρώπους πού τά βάζουνε εύκολα κάτω τ' ἄρματα.

- Όχι, λέει, δέν θά φύγω μ' ἀδειανά τα χέρια. H θά πιάσω ψάρια ἤ θα κάτσω νά μέ φάει το σκοτάδι τῆς νύχτας. Ὅσο κι' ἂν εἶναι φοβερό τό μέρος δέν τόν τρομάζει. Όσο κι' αν ξέρει πώς στα μέρη τοῦτα τριγυρνούνε Νεράϊδες κι' ένα σωρό δαιμονικά, τό πείσμα τό Μανιάτικο καί ὁ ἐγωϊσμός του τόν δένουνε ἐκεῖ.

Νά όμως, πού ξαφνικά η τύχη τοῦ χαμογελά. Τραβά τ' αγκίστριά του καί μέ ξεστριλωμένα ἀπό τήν έκπληξη μάτια βλέπει πώς εἶναι γεμᾶτα ψάρια. Αναστενάζει μέ ἱκανοποίηση. Τά τριχωτά καί ἡλιοκαμμένα στήθια του φουσκώνουνε ἀπό τό ἀναγάλιασμα. Ξαναρίχνει πολλές φορές τ' αγκίστριά του καί πάντα τά τραβᾶ γεμᾶτα. Δέν χορταίνει να βγάζει. Θέλει νά ἐκδικηθεῖ γιά τήν κοροϊδία πού τοῦ κάνανε όλη μέρα. Καί τό ψάρεμα συνεχίζεται...

Σε μια στιγμή, όμως, κακιά ἰδέα περνᾶ ἀπό το μυαλό του.

- Λές κανένας Διάβολος να παίζει μαζί μου; Ψιθυρίζουνε τ' αλμυρισμένα χείλια του.

Ένα κρύο ρίγος νοιώθει να τρυπά τό κορμί του μέσα στήν ἐρημιά. Αλλά πάλι ὄχι. Δέν θέλει να παραδεχθεί ότι αυτός σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Αὐτά τά σκέπτονται μόνο οἱ δειλοί. Ἐνῶ αὐτός...

Ἡ νύχτα έχει προχωρήσει πλέον πολύ. Εἶναι μεσάνυχτα όταν παίρνει τήν ἀπόφαση να φύγει. *Εχει πιάσει τόσα πολλά ψάρια που κι αυτά μέ δυσκολία θά τά κουβαλήσει.

Ανασηκώνεται στο βράχο, τεντώνει το κορμί του και μοιάζει σάν τό Διάβολο μέσα στη μαύρη νύχτα. Μαζεύει τά σύνεργά του, φορτώνεται τά ψάρια του -ψάρια τοῦ Διαβόλου- και φεύγει γιά τό χωριό. Αὔριο πάλι, λέει, καί κάνει ἕνα ἀπειλητικό μορφασμό γυρίζοντας πρός τή μεριά τῆς θάλασσας. Αὔριο θα λογαριαστούμε... Τα βήματά του ἀκούγονται βαρειά και δυνατά μέσα στη νύχτα.

Τά παίρνει ἡ λαγκαδιά κι' ἀντιλαλοῦνε ἀκόμα πιο δυνατά μέσα στις χαράδρες. Καί ὁ Γερακάρης ο ψαράς όλο καί προχωρεῖ γιά τό χωριό. Δέν έχει όμως, απομακρυνθεῖ οὔτε διακόσια βήματα. Ξαφνικά, μέσα στήν ἐρημιά τῆς νύχτας, ἀκούγεται νά τόν καλεί μιά γνώριμη φωνή.

- Κουμπάρε, ἔ, κουμπάρε. Περίμενε νά πᾶμε μαζί στο χωριό.

Ὁ Γερακάρης ἀργοστέκει, τοῦ φαίνεται πώς τόν γελοῦνε τ' αυτιά του. Κουμπάρε; Μά ὁ ἕνας και μοναδικός κουμπάρος του εἶναι πιά πεθαμένος. Βαρέθηκε τόν κόσμο τοῦτο καί πῆγε ἀλλοῦ νά βρεῖ καλλίτερη ζωή, χωρίς δουλειές και βάσανα, χωρίς καϋμούς και ντέρτια... Κρύος ιδρώτας λούζει τό κορμί του. Το μεδούλι πάγωσε καί πάει να σπάσει τα κόκκαλα. Χίλιες σκέψεις περνοῦνε ἀπό τό μυαλό του... Δέν εἶναι δυνατόν... Μπορεῖ καί νά μήν ἄκουσε καλά. Μπορεῖ νά 'ναι καί γέννημα τῆς μοναξιᾶς. Κάνει να ξεκινήσει, ἀλλά ἡ φωνή πάλι τόν ξανακαρφώνει στόν τόπο του.

- Κουμπάρε μή βιάζεσαι, περίμενε, ἔρχομαι... ἔφτασα...

Ὁ Γερακάρης νοιώθει βαρειά τά πόδια του, σά νά τοῦ κρεμάσανε χίλια καντάρια σίδερο. Ἡ καρδιά του κλωτσᾶ δυνατά τό στῆθος. Δίνει κουράγιο όσο μπορεῖ στόν ἑαυτό του και προσπαθεῖ νά τόν κάνει νά βρεῖ τήν δύναμή του.

- Κουράγιο, ψιθυρίζει, δεν ντρέπεσαι Γερακάρη; ἐσύ ὁ ψαράς, ὁ γενναῖος... ὁ παλληκαράς..., ὁ Μανιάτης, ὁ ... να σκιάζεσαι;

Ναί, λέει και χτυπᾶ τό πόδι του δυνατά στό χῶμα πού πατᾶ, δέν σκιάζομαι. Ὅποιος νά'ναι, ζωντανός ἤ πεθαμένος, θα μετρηθώ μαζί του παλληκαρήσια, θα νικήσω, θα...

Γιά μιά στιγμή πάλι τριγυρνά στο μυαλό του το ψάρεμα. Όλη μέρα τίποτα, τό βράδυ... Η σκέψη ἡ κακιά του φέρνει πάλι ανατριχίλα. Τώρα ἀκούγονται πιά καθαρά τά βήματα ἐκείνου πού τοῦ φώναζε. Όπου ναναι κοντοζυγώνει, πλησιάζει, να έφτασε. Ἡ ἀναπνοή του έχει κοπεῖ, τά μάτια του έχουν ξεπεταχτεί και ξεστριλώνουν προσπαθώντας να σκίσουνε τό πηχτό σκοτάδι, τ' αυτιά του εἶναι τεντωμένα. Όλες του οἱ αἰσθήσεις βρίσκονται σε ὑπερένταση και ψάχνουνε γιά τόν ... κουμπάρο που όπου νάναι θά φανεῖ. Ἀξαφνα τά βήματα σταματοῦνε καί ένα χέρι νοιώθει νά τόν χτυπᾶ στήν πλάτη.

Γυρίζει ξαφνιασμένος καί τί νά δεῖ; Ενας άγνωστος καμπούρης με δύο κέρατα στο κεφάλι. Νοιώθει τό αἷμα του να παγώνει και τις τρίχες του να σηκώνονται μιά σπιθαμή. Βρίσκει, όμως, γρήγορα τό θάρρος του και σχεδόν θυμωμένα ρωτᾶ:

- Ποιός εἶσαι; τί θές;

- Ποιός εἶμαι μέ ρωτᾶς; Ἄν θές, ὅμως, να μάθεις, νά στό πῶ. Εἶμαι ἐκεῖνος πού διατάζει ὅλα τά σατανικά. Ἐκεῖνος πού ἔχει χίλιες μορφές και χίλιες φωνές. Τι θέλω; Ὄχι δά και σπουδαῖο πράμα: νά μέ φορτωθείς στην πλάτη σου, μέχρι τό χωριό σου. Αν θα ρωτήσεις το γιατί; σοῦ λέω: ἔτσι μ' ἀρέσει... ἐξ ἄλλου σε πλήρωσα, γι' αὐτό, καλά, σοῦ ἔδωκα τόσα... ψάρια...

Ὁ καμπούρης ξεσπᾶ σε δυνατά χαχανητά, ἐνῶ ὁ Γερακάρης στέκεται σα μαρμαρωμένος. Τώρα πιά του λύνεται τό μυστήριο... Αλλά δέν τά βάζει κάτω. Τό Μανιάτικο κεφάλι δεν προσκυνᾶ εύκολα.

- Ὄχι ἀπαντᾶ, αὐτό δέν γίνεται. Πάρτα πάλι τά ψάρια σου, ἀλλά νά γίνω ἐγώ γάϊδαρος κι' ἐσύ καβαλάρης μή τό περιμένεις. Αὐτό γιά τούς Μανιάτες εἶναι ἡ πιό μεγάλη προσβολή. Τη ζωή μου πάρ τη, τήν τιμή μου ὄχι...

- Ἄκουσε δῶ, λέει ὁ Διάβολος, αὐτό θά γίνει ὁπωσδήποτε, ἐχτός καί ...

- Εκτός καί; ξαναλέει ὁ Γερακάρης, ἐνῶ μιά ἐλπίδα ξεπηδά μέσα ἀπό τά στήθια του.

- Εχτός καί ἀπαντήσεις στο δωδεκάλογο μου. Τότε θά πεῖ ὅτι μέ νίκησες καί εἶσαι ἐξυπνότερος από μένα. Σ' αὐτή τήν περίπτωση θά μέ και βαλικέψεις εσύ. Ἄν, ὅμως δέν ἀπαντήσεις, νικήθηκες καί θά κάνεις αὐτό πού διατάζω. Από μπροστά, ὅμως, σοῦ λέω, ὅτι ὅλο τόν κόσμο γύρισα και ἄνθρωπος δεν βρέθηκε για ν' απαντήσει στο δωδεκάλογο του Διαβόλου.

Ὁ Γερακάρης δεν σκέφτηκε πολύ. Άλλη λύση δέν ὑπάρχει, πρέπει νά δεχθεῖ.

Ὀρθώνεται σαν κυπαρίσσι καί μέ ἀγέρωχο ύφος ἀπαντᾶ:

- Δέχομαι. Εμπρός, ἀρχίνα. Ἴσως ἄλλη φορά νά μή συνάντησες Μανιάτη. Τώρα όμως, θά δεῖς πόσο διαφέρομε ἀπό τούς ἄλλους και πόσο ἔκαμες σφάλμα, πού θές νά μᾶς ντροπιάσεις.

Καί ὁ καμπούρης ἀρχινᾶ, ἐνῶ στά χείλη του διαγράφεται ένα πονηρό χαμόγελο.

Διάβ.: 'Ενας λόγος, τί λόγος εἶναι;

Γερ.: Ενας εἶναι ὁ Θεός.

Διάβ.: Δύο λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Δίκερο τό βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.

Διάβ.: Τρεις λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Τρίποδη σιδεροστιά, δίκερο τό βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.

Διάβ.: Τέσσερις λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Τεσσεραβύζικο δαμάλι, τρίποδη σιδεροστιά, δίκερο τό βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.

Διάβ.: Πέντε λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Πέντε δάχτυλα ἡ χείρα, τέσσερα βυζιά ἡ ἀγελάδα, τρίποδη σιδεροστιά, δίκερο τό βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.

Διάβ.: Εξι λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Εξι άστρα έχει ἡ πούλια...

Διάβ.: Εφτά λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Εφταβάλτινος χορός...

Διάβ.: Οχτώ λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Ὀχταπόδι στο γυαλό...

Διάβ.: 'Εννιά λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Εννιαμηνήτικο παιδί...

Διάβ.: Δέκα λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Δεκαβύζικο σκορφάρι...

Διάβ.: 'Εντεκα λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Εντεκαμήνικο πουλάρι...

Διάβ.: Δώδεκα λόγοι, τί λόγοι εἶναι;

Γερ.: Δώδεκα μήνες ἔχει ὁ χρόνος, έντεκα μηνῶν πουλάρι, δεκαβύζικο σκορφάρι, εννιαμήνικο παιδί, ὀχταπόδι στο γυαλό, έφταβάλτινος χορός, έξι άστρα ἔχει ἡ πούλια, πέντε δάχτυλα ή χείρα, τέσσερα βυζιά ή γελάδα, τρίποδη σιδεροστιά, δίκερο τό βόδι, μά ΕΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ.

Ὁ δωδεκάλογος τελείωσε. Ὁ Γερακάρης στυλώνει ὀρθωτά τ' ανάστημά του και καμαρώνει, γιά τήν επιτυχία του καί τήν ἐξυπνάδα του. Ὁ Διάβολος βγάζει φωτιές ἀπό τά μάτια του, το πρόσωπό του κάνει χίλιους σπασμούς κι' ἀλλάζει χίλια χρώματα, απ' τ' ἀναπάντεχο κακό. Η συμφωνία όμως, εἶναι συμφωνία. Στη Μάνη ὁ λόγος εἶναι ἀπαραβίαστος, κι' ὁ Διάβολος τή στιγμή τούτη που πατεῖ στά χώματά της δέν μπορεῖ νά τόν παραβιάσει, όσο κι ἂν εἶναι... Διάβολος. Νικημένος ὑποτάσσεται στο νικητή καί τόν φορτώνεται στην πλάτη. Επῆγε γιά μαλλί κι' ἐβγῆκε κουρεμένος...

Ὁ Γερακάρης όμως, εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος πώς το παιχνίδι του Διαβόλου δέν τελείωσε ἀκόμα. Ξέρει πώς εἶναι πανοῦργος κι' ἀνυπότακτος καί πώς κακά ξεμπλέγματα θά'χει μέ τόν παμπόνηρο... «κουμπάρο του». Γι' αὐτό βάζει σ' ἐνέργεια καί τή δική του πονηριά. Κάνει πώς εἶναι ἀδιάφορος καί τραγουδᾶ ξένοιαστα ένα τραγούδι, χωρίς τέλος... ως τή στιγμή πού φτάνουνε ἀπ ̓ ἔξω ἀπό τό ἁλώνι του. Άξαφνα φωνάζει στο Διάβολο:

- «Κουμπάρε ἄφησέ με στό τειχειό να κατεβῶ ἀπό τήν πλάτη σου, ἀρκετά σέ κούρασα, σειρά μου νά σέ πάρω καί ἐγώ σέ ὅσο δρόμο μᾶς ἀπομένει ἀκόμα.»

Ο Διάβολος δεν καταλαβαίνει τήν πονηριά τοῦ Γερακάρη καί πέφτει στην παγίδα του. Μ' ένα σάλτο βρίσκεται μέσα στη μέση τ' ἁλωνιοῦ. Ἐδῶ πιά εἶναι ἀσφαλισμένος, γιατί τ' ἁλώνι εἶναι ἱερό, εἶναι λειβάδι τοῦ Θεοῦ, κι ὁ Διάβολος νά τό πατήσει δέν μπορεῖ. Φωνάζει το Σαββατιανό, τό σκύλο του καί κεῖνος ὁρμᾶ, γιά νά καταξεσχίσει τόν καμπούρη. Ὁ Διάβολος βρυχομανᾶ, χτυπιέται κατά γῆς κι' ουρλιάζει σαν βρυκόλακας. Ἡ κοροϊδία πού τούγινε εἶναι μεγάλη καί δέν μπορεῖ νά τήν ἀνεχθεῖ αὐτός ὁ παντοδύναμος και πανέξυπνος ἀρχηγός ὅλων τῶν κακῶν καί πονηρῶν πνευμάτων. Ὁ τετραπέρατος ἀρχιδιάβολος να νικηθεῖ καί νά περιμπαιχθεῖ ἀπ' αὐτό τό σκουλήκι τῆς Μάνης; Αυτό πάει πολύ. Θα γίνει περίγελος καί παίγνιο στα μάτια τῶν συντρόφων του. Τώρα τοῦ ξέφυγε, ἀλλά δέν θά τόν συγχωρέσει.

Ουρλιάζει: «θά σέ ἐκδικηθῶ. Ἡ ζωή σου τελείωσε. Μαζί μου δέν μπορεῖς νά παραβγεῖς στή δύναμη καί στήν ἐξυπνάδα».

Στα τελευταία λόγια ὁ Διάβολος δέν ὑπάρχει πιά. Δυνατή βροντή ακούγεται καί μεγάλη ἀστραπή φωτίζει όλα τά γύρω, σά ν' άναψε ὅλος ὁ κόσμος μιά μεγάλη πυρκαγιά. Ὁ Γερακάρης νοιώθει τή γῆ να τρέμει και να φεύγει κάτω ἀπό τά πόδια του. Οἱ πέτρες χτυπιούνται μεταξύ τους και μιά τρομακτική βουή βγαίνει ἀπό τά ἔγκατα τῆς γῆς. Κατόπι όλα χάνονται. Σβήνει τό φῶς ἀπό τά μάτια του και πέφτει λιπόθυμος. Τό άμοιρο τό σῶμα του δέν μπόρεσε ν' αντέξει ἄλλο...

Τα ουρλιαχτά του σκύλου του, ξυπνοῦνε τό χωριό. Τρέχουνε καί τόν κουβαλάνε στα χέρια σαν άψυχο και άζωο κορμί. Τόν ξαπλώνουνε στό χῶμα γιά νά μείνει πιά ἐκεῖ σ' όση ζωή τ' ἀπόμενε ἀκόμα. Ὁ Διάβολος τόν ἐκδικήθηκε. Νίκησε στην εξυπνάδα καί στήν πονηριά, νικήθηκε όμως, στη δύναμη. Ὁ λεβέντης Γερακάρης, τό πρῶτο παλληκάρι του χωριοῦ, ἔγινε ἕνα ἀνθρώπινο ράκος, χωρίς Ζωή και Δύναμη. Παραμιλοῦσε κι' έβλεπε όλο Σατανικά. Τά κακά πνεύματα τοῦ εἶχαν πάρει τό μυαλό. Ἦταν ἀξιολύπητος, ἐλεεινός καί μ' ἀγριεμένη τή θωριά. Δέν έζησε πολύ καιρό. Ὁ «πανθεράπων» θάνατος ήρθε σύντομα νά τοῦ σφαλίσει τά μάτια καί νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν εφιαλτική ζωή του. Όλα τα γύρω χωριά παρακολούθησαν τήν κηδεία του μέ συγκίνηση καί δέος καί οἱ μοιρολογίστρες τόν ἀποχαιρέτησαν στο μακρινό ταξίδι του μέ τρανταχτά μοιρολόγια, οἱ δέ άντρες μ' αυτά τα σημαδιακά λόγια: «Στο καλό νά πᾶς καί ἀλαφρά τα χώματά σου, ἄξιο παιδί τῆς εὐάνδρου Μάνης.»

Ἡ περιπέτειά του έμεινε πιά σάν θρῦλος στις ἐπερχόμενες γενεές.

Δεκέμβριος 1962

Λάγια Μάνης

Ἠλίας Ἰωάν. Βουγιουκλάκης

(Φοιτητής)

 

 

Σ.σ. Η ιστορία αυτή αναφέρεται στον Πιοντάτικο Θρύλο του Μαυρούτσου και είναι γνωστή σε όλα τα χωριά της Μέσα Μάνης.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Σήμερα 14 Μαΐου γιορτάζει ο Άγιος Ισίδωρος και το ομώνυμο εκκλησάκι του στις Πιόντες.

Σήμερα 14 Μαΐου γιορτάζει ο Άγιος Ισίδωρος και το ομώνυμο εκκλησάκι του στις Πιόντες.


Ἔσαινεν Ἰσίδωρον ἐλπὶς τοῦ στέφους,
Καὶ πρὸς τομὴν ἤπειγεν, ἐξ ἧς τὸ στέφος.
Ἐν δ' Ἰσίδωρον ἄορ δεκάτῃ τάμεν ἠδὲ τετάρτῃ.



Ο Άγιος Ισίδωρος ήταν ναύτης του βασιλικού στόλου, στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια.
Κάποια μέρα που η μοίρα του στόλου ήταν αγκυροβολημένη στη Χίο, καταγγέλθηκε από τον κεντυρίων Ιούλιο στο Ναύαρχο Νουμέριο ότι ο Ισίδωρος είναι χριστιανός. Ο Νουμέριος δεν άργησε να ακούσει το ίδιο και από τον ίδιο τον Ισίδωρο, όταν τον προσκάλεσε να ομολογήσει. Τότε τον έδειραν σκληρά και κατόπιν τον έριξαν στη φυλακή.
Ο πατέρας του μόλις έμαθε το γεγονός αυτό, αμέσως κίνησε για τη Χίο, πολύ στενοχωρημένος, διότι ο γιος του εγκατέλειψε την πατροπαράδοτη ειδωλολατρική θρησκεία. Όταν έφθασε στη Χίο, δε δυσκολεύτηκε να δει το γιο του. Ο Ισίδωρος, μόλις αντίκρισε τον πατέρα του, με πολλή ευλάβεια και στοργή τον ασπάσθηκε συγκινημένος. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας του, αλλά δεν άργησε να εκφράσει και τη θλίψη του γι' αυτόν. Ο Ισίδωρος του είπε ότι μάλλον έπρεπε να χαίρεται, διότι είδε το φως που προσφέρει ο Ιησούς Χριστός. Ο πατέρας του τον παρακάλεσε θερμά να επιστρέψει στην ειδωλολατρία, αλλά ο Ισίδωρος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε, οργισμένος αυτός, τον καταράστηκε και παρότρυνε το Νουμέριο να τον θανατώσει το συντομότερο. Και πράγματι, ο Ισίδωρος μετά από διάφορα βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε. Έτσι, επαληθεύεται ο λόγος του Κυρίου, ότι «παραδώσει εἰς θάνατον πατὴρ τέκνον» (Ματθαίου Ι' 21). Δε θα είναι, δηλαδή, μόνο οι ξένοι εναντίον των αγωνιζομένων χριστιανών, αλλά και οι άνθρωποι του σπιτιού τους. Και θα παραδώσει στο θάνατο ο άπιστος πατέρας το πιστό παιδί του.

Η αγιογραφία του Αγίου Ισίδωρου στον Ιερό Ναό του Αγίου Χαραλάμπους στις Πιόντες.


Το σεπτό λείψανό του το έριξαν σε φαράγγι, για να τον καταφάγουν τα όρνεα, λίγοι δε στρατιώτες φύλαγαν εκεί, μην τυχόν έλθουν οι Χριστιανοί και παραλάβουν το σώμα. Όμως, μία Χριστιανή, ονόματι Μυρόπη (βλέπε 2 Δεκεμβρίου), ήλθε τη νύχτα και με την βοήθεια δύο υπηρετριών, την ώρα που οι στρατιώτες είχαν πέσει και ησύχαζαν, παρέλαβε το ιερό λείψανο, το οποίο ενταφίασε. Την επομένη, ο Νουμέριος πληροφορήθηκε ότι το λείψανο του Μάρτυρος είχε αρπαχθεί. Υπέθεσε ότι οι στρατιώτες δελεάστηκαν με χρήματα και δώρα και επέτρεψαν στους Χριστιανούς να παραλάβουν το σώμα του Αγίου. Γι' αυτό τους φυλάκισε, ενώ παράλληλα κυκλοφόρησε την είδηση ότι θα τους φονεύσει , αν δεν του πουν σε ποιον παρέδωσαν το λείψανο. Η Μυρόπη έκρινε ότι θα ήταν άδικο να εκτελεσθούν οι στρατιώτες. Γι' αυτό παρουσιάσθηκε στον Νουμέριο και του δήλωσε την αλήθεια. Εκείνος έδωσε εντολή να την φυλακίσουν. Μετά το μαρτύριό της, οι Χριστιανοί έθαψαν με ευλάβεια το λείψανο της Παρθενομάρτυρος κοντά στον τάφο, όπου προηγουμένως αυτή είχε αποθέσει αυτό του Αγίου Ισιδώρου.

Η ύπαρξη των Λειψάνων του Αγίου Ισιδώρου στη Χίο, μαρτυρείται ήδη κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. από τον αγιολόγο Γρηγόριο Τουρώνη. Προηγουμένως, τον 5ο αιώνα μ.Χ., ο Άγιος Μαρκιανός, Οικονόμος της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης (βλέπε 10 Ιανουαρίου), είχε μεταφέρει στη Βασιλεύουσα την Κάρα και μέρος των Λειψάνων του Μάρτυρος, τα οποία κατέθεσε σε παρεκκλήσιο του Ναού της Παναγίας στο Πέραν. Τα υπόλοιπα Λείψανα του Μάρτυρος αφαιρέθηκαν από την Χίο το 1125 μ.Χ., με την βοήθεια του Βενετικού Στόλου, από τον Ελληνόφωνο Λατίνο Κληρικό Cebrano Cebrani, με την ευκαιρία στρατιωτικής αποστολής στην Ανατολή του Δόγη Δομηνίκου Michiel. Την 1η Μαΐου 1356 μ.Χ. τα Λείψανα του Μάρτυρος κατατέθηκαν σε Παρεκκλήσιο προς τιμήν του, μέσα στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μάρκου.

Την 17η Σεπτεμβρίου 1626 μ.Χ. η Κάρα του Αγίου κλάπηκε από την Τουρκοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη με την βοήθεια ντόπιου Χριστιανού, ο οποίος πληρώθηκε αδρότατα από τις Βενετικές Αρχές. Η Κάρα έφθασε στη Βενετία την 1η Μαρτίου 1627 μ.Χ. και κατατέθηκε στο Θησαυρό του Αγίου Μάρκου.


Ο Ναός του Αγίου Ισιδώρου βρίσκεται ανατολικά του χωριού σε βατό μονοπάτι. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την χρονολόγηση του ναού, δεν υπάρχουν τοιχογραφίες. Τμήματα από αράβδωτους κίονες έχουν εντοιχιστεί στις παραστάδες της ωραίας πύλης και στη βάση της Αγίας Τράπεζας. Χτίστηκε από τις οικογένειες Μαυρούτσου και Τσίκλου.

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Κοράκι (Corvus corax).

 Κοράκι (Corvus corax)





























Ο κόρακας εξημερώνεται πολύ εύκολα και μαθαίνει να ζει με τον άνθρωπο, αλλά και να μιμείται την  ανθρώπινη φωνή. Κατά τον Μεσαίωνα, σε πολλούς πύργους στην Ευρώπη εκτρέφονταν κοράκια ως σύντροφοι και προσωπικοί φύλακες των ιπποτών εκτροφέων τους. Στην αρχαιότητα, οι Έλληνες έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο πτηνό αυτό, που το είχαν αφιερώσει στον θεό Απόλλωνα.

Ο κόρακας εξημερώνεται πολύ εύκολα και μαθαίνει να ζει με τον άνθρωπο, αλλά και να μιμείται την  ανθρώπινη φωνή. Κατά τον Μεσαίωνα, σε πολλούς πύργους στην Ευρώπη εκτρέφονταν κοράκια ως σύντροφοι και προσωπικοί φύλακες των ιπποτών εκτροφέων τους. Στην αρχαιότητα, οι Έλληνες έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο πτηνό αυτό, που το είχαν αφιερώσει στον θεό Απόλλωνα.

Το κοράκι (Corvus corax) ανήκει στην οικογένεια των κορακιδών (Corvidae)  της τάξης των πασσερίμορφων (Passeriformes). Είναι σαρκοφάγο, παμφάγο πτηνό. Το σεβαστό μέγεθός του το κατατάσσει ως ένα από τα μεγαλύτερα μέλη της τάξης του και το βάρος του φτάνει συνήθως το ενάμισι κιλό. Το άνοιγμα φτερών του κυμαίνεται από 110 έως 135 εκατοστά και το μήκος τού σώματός του από 54 έως 69 εκατοστά. Το φτέρωμά του είναι κατάμαυρο με πολύχρωμες μεταλλικές ανταύγειες. Έχει μαύρο κωνοειδές ράμφος και μαύρα πόδια. Με τέτοια εμφάνιση αιτιολογείται στο απόλυτο η έκφραση «μαύρος σαν το κοράκι». Ο κόρακας αποτελεί ένα δύσκολο πτηνό στην προσέγγιση και τη φωτογράφιση, λόγω της οξύτατης όρασής του και της τεράστιας ευφυίας  του. Όμως φωτογραφίζεται πολύ εύκολα όταν κρυφτούμε σε καλύπτρες ή σε ελεγχόμενους χώρους σίτισης αρπακτικών. Πρώτο το κοράκι εντοπίζει τα νεκρά ζώα και έπειτα οι γύπες, οι οποίοι βλέποντας τη συγκέντρωση των κορακιών, προσεγγίζουν το κουφάρι. Αποτελεί στόχο πολλών φωτογράφων φύσης, λόγω της πανέξυπνης συμπεριφοράς του, της τόλμης του, της αλληλεπίδρασής του με αλλά πτηνά και ζώα κατά την τροφοληψία αλλά και λόγω των πανέμορφων ιριδισμών τού πτερώματός του.

Κατασκευάζει τη φωλιά του σε κορυφές ψηλών δέντρων και σε απόκρημνα βράχια, αποφεύγοντας τις κατοικημένες περιοχές. Πετά μακριά απ’ τη φωλιά του σε πεδιάδες, ακτές, φυσικά διάκενα και δάση, σε ανεύρεση τροφής. Γενικά, είναι παμφάγο και αδηφάγο πτηνό. Τρέφεται με νεκρά ζώα, τρωκτικά, ερπετά, έντομα, καρπούς, αυγά μικρών πουλιών και φρούτα. Ζευγαρώνει δια βίου. Διαλέγει το ταίρι του στο τέλος του χειμώνα και χτίζουν μαζί τη φωλιά τους χρησιμοποιώντας ξύλα, φύλλα και πηλό, ενώ στο εσωτερικό τη στρώνουν με τρίχες και λεπτά άχυρα. Το θηλυκό γεννά 3-5 αυγά, τα οποία φέρουν ένα μοναδικό χαρακτηριστικό γαλαζοπράσινο χρώμα με σκουρόχρωμα στίγματα, και τα κλωσάει για 20-22 μέρες, ενώ το αρσενικό αναλαμβάνει την εύρεση τροφής για την οικογένειά του. Μπορεί να ζήσει έως και 22 χρόνια στη φύση και περισσότερα από 30 σε αιχμαλωσία. Ενώ ο κόρακας ζει στα ψηλά μέρη, τον χειμώνα κατεβαίνει σε περιοχές χωρίς χιόνι και πάγο όπου υπάρχουν νερά, γιατί εκεί βρίσκει πιο εύκολα τροφή.

Το πέταγμά του είναι εξαιρετικά θεαματικό, αφού οι εναέριές του στροφές και ακροβασίες εκτελούνται με εντυπωσιακή μαεστρία. Μέσα από διάφορα πειράματα και μελέτες το κοράκι έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο έξυπνα πουλιά, πτηνό που διαθέτει πολύ καλή μνήμη, εξημερώνεται εύκολα και μαθαίνει να ζει με τον άνθρωπο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι επιστήμονες εξεπλάγησαν από την ευφυΐα των κορακιών, όταν με νέα πειράματα απέδειξαν ότι μπορούν να φτιάχνουν σύνθετα εργαλεία εντελώς μόνα τους και χωρίς καμία προηγούμενη εκπαίδευση από τον άνθρωπο. Ερευνητές του πανεπιστημίου του Όσναμπρικ, στη Γερμανία, και της γερμανικής επιστημονικής εταιρείας Μαξ-Πλανκ (Max-Planck-Gesellschaft) συνέκριναν τις φυσικές και κοινωνικές δεξιότητές τους με εκείνες των χιμπατζήδων και των ουρακοτάγκων και αποδείχθηκε ότι ήδη από την ηλικία των τεσσάρων μηνών είναι τόσο έξυπνα όσο και οι ανθρωποειδείς πίθηκοι. Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε ένα ειδικά προσαρμοσμένο τεστ νοημοσύνης που αρχικά αναπτύχθηκε για τα πρωτεύοντα θηλαστικά (τον άνθρωπο και διάφορες οικογένειες πιθήκων).

Στις δοκιμασίες για να κατανοηθούν οι ποσότητες, η σχέση αιτίας και αποτελέσματος, η κοινωνική μάθηση και η επικοινωνία, τα κοράκια αντεπεξήλθαν τόσο καλά όσο και οι χιμπατζήδες ή οι ουρακοτάγκοι. «Στην ηλικία των τεσσάρων μηνών, είναι ήδη σχετικά ανεξάρτητα και αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τον έξω κόσμο. Κατά συνέπεια, τα νεαρά κοράκια θα πρέπει να είναι προετοιμασμένα γνωστικά και όχι ενστικτωδώς για τις νέες προκλήσεις», έχει δηλώσει η Ζιμόνε Πίκα, επικεφαλής της έρευνας του Ινστιτούτου Γνωστικών Επιστημών του πανεπιστημίου του Όσναμπρικ. Η πρώτη λέξη του ονόματος του γένους (corvus) προέρχεται από τη λατινική λέξη για το «κοράκι» και η δεύτερη (corax) είναι η λατινοποιημένη μορφή της ελληνικής λέξης κόραξ, που επίσης σημαίνει «κοράκι». Στο πέρασμα των αιώνων, υπήρξε αντικείμενο μυθολογίας, λαογραφίας, τέχνης και λογοτεχνίας. Σε πολλούς πολιτισμούς, όπως της Σκανδιναβίας, της αρχαίας Ιρλανδίας και Ουαλίας, του Μπουτάν, της βορειοδυτικής ακτής της Βόρειας Αμερικής και της Σιβηρίας, και της βορειοανατολικής Ασίας, το κοράκι έχει θέση ως αγγελιοφόρος, πνευματική φιγούρα ή θεόμορφο πλάσμα. Ο θεός των Βίκινγκ Οντίν είχε δύο κοράκια, τον Hugin (σκέψη) και τον Munin (μνήμη), τα οποία πετούσαν κάθε μέρα σε όλο τον κόσμο και το βράδυ γυρνούσαν στον Οντίν. Οι ιθαγενείς της Αμερικής το λάτρευαν και το σεβόντουσαν.

Στην αρχαία Ελλάδα το κοράκι ήταν το ιερό πτηνό του Απόλλωνα, και σύμφωνα με τον μύθο, ο θεός άλλαξε το χρώμα του πτηνού, που αρχικά ήταν λευκό, σε μαύρο, όταν αυτό του ανήγγειλε τον γάμο της αγαπημένης τού θεού Κορωνίδας, με τον Αλκυονέα ή όταν του ανακοίνωσε ότι ο Δίας είχε κατακεραυνώσει τον Ασκληπιό, τον γιο που είχε αποκτήσει από την Κορωνίδα ή την Αρσινόη. Ίσως το πιο «έξυπνο» πτηνό στη χώρα μας, μονογαμικό και καθαριστής τής φύσης: Τρεις από τους εκατοντάδες λόγους που καθιστούν το κοράκι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πτηνά στην Ελλάδα. Οι ιριδισμοί, το μέγεθός του και η αλληλεπίδρασή του με τα άλλα ζώα, με κάνουν να ξοδεύω χιλιάδες κλικ κάθε φορά που συναντιόμαστε. Για εμένα, το πιο ωραίο και φωτογενές από τα μέλη της οικογένειάς του. Εξάλλου… «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».


Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor).


Ο σκαντζόχοιρος, (Erinaceus concolor), ένα πολύ συνηθισμένο είδος στη χώρα μας, είναι παμφάγος, αλλά τρέφεται κυρίως με έντομα και τον συναντούμε τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες, σε αραιά δάση με χαμηλή βλάστηση, σε χωράφια, κήπους και αγρούς.

Δραστηριοποιείται κυρίως τη νύχτα και το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κοιμάται κάτω από σωρούς φύλλων ή σε μια τρύπα στο έδαφος και το χειμώνα, ανάλογα με τη θερμοκρασία και την αφθονία της τροφής, μπορεί να πέσει σε χειμερία νάρκη. Την περίοδο όμως που πέφτει σε χειμερία νάρκη δεν χάνει ποτέ ολοκληρωτικά την επαφή του με τον έξω κόσμο και αντιλαμβάνεται κάθε ήχο που ακούγεται κοντά του, κάνοντας ανεπαίσθητες κινήσεις.

Το κύριο, χαρακτηριστικό γνώρισμα του σκαντζόχοιρου είναι τα χιλιάδες αγκάθια που καλύπτουν το πάνω μέρος του σώματός του και τον προστατεύουν από τους εχθρούς του.

Τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου, αρχικά είναι μικρά και απαλά, αλλά μετά το πρώτο έτος, με την προσθήκη κερατίνης, αντικαθίστανται συνεχώς με μεγαλύτερα και σκληρότερα και έχουν μήκος περίπου δύο εκατοστά.

Για να προστατευτεί από πιθανό εισβολέα, μπορεί να τυλιχτεί σε μια σφιχτή μπαλίτσα, με τη βοήθεια υποδόριων μυών που κάνουν τα αγκάθια του να πεταχτούν προς τα έξω ή ακόμα και να επιτεθεί στον εισβολέα, τρυπώντας τον με τα αγκάθια του και ν' αφήσει τη μέθοδο της μπαλίτσας ως τελευταία λύση. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να το βάλει στα πόδια και να προσπαθήσει να διαφύγει τρέχοντας!

Η αναπαραγωγή του σκαντζόχοιρου γίνεται την άνοιξη και η κύηση διαρκεί 40-58 ημέρες. Το θηλυκό, γεννά στην αρχή του καλοκαιριού, από τρία έως έξι μικρά που ζυγίζουν λιγότερο από 30 γραμμάρια το καθένα και έχουν μέγεθος 6 εκατοστά.

Τα μικρά σκαντζοχοιράκια θηλάζουν για ένα μήνα περίπου και στη συνέχεια η μητέρα τους τα εκπαιδεύει να αναζητούν μόνα τους την τροφή τους.

Σε φυσιολογικές συνθήκες μπορεί να ζήσει από τέσσερα έως δεκάξι χρόνια αν και δεν είναι ασυνήθιστο ο αρσενικός σκαντζόχοιρος να σκοτώνει τα νεογέννητα αρσενικά.

Ο σκαντζόχοιρος, κινδυνεύει από ασθένειες που είναι κοινές στους σκαντζόχοιρους, όπως καρκίνος, ασθένειες του ήπατος, καρδιαγγειακές ασθένειες, και σύνδρομο του τρεμουλιαστού σκαντζόχοιρου.

Ο μεγαλύτερος όμως εχθρός του σκαντζόχοιρου είναι τα αυτοκίνητα που πολλές φορές τον πατούν ενώ εκείνος προσπαθεί να διασχίσει το δρόμο και τα εντομοκτόνα. Οι σκαντζόχοιροι που τρώνε έντομα γεμάτα εντομοκτόνο παρουσιάζουν πεπτικά προβλήματα και τελικά πεθαίνουν.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Η Δευτέρα της Λαμπρής στη Μάνη.

 Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ ΣΤΗ ΜΑΝΗ

«Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ»!


Από την αδιατίμητη κληρονομιά του Τόπου μας...

Τα ήθη και έθιμα της Λαμπρής στη Μάνη, τόσο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Eβδομάδας όπως επίσης και την ημέρα του Πάσχα, δεν εμφανίζουν ιδιαίτερες διαφορές συγκριτικά με την υπόλοιπη Ελλάδα.

Η θρησκευτικότητα με τη νηστεία και την κατάνυξη των αγίων αυτών ημερών συνδέεται αρμονικά με τις παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου μας. Η ιδιαίτερη πατρίδα μας, στην καλύτερή της εποχή, την Άνοιξη, με τα χρώματα, τα αρώματά της, τα αγριολούλουδα, τις φασκομηλιές, τους ανθισμένους ασπαλαθρούς, μαγεύει ντόπιους και ξένους επισκέπτες. Σε αυτό το ανοιξιάτικο τοπίο και σκηνικό την Μ. Εβδομάδα οι νοικοκυρές προγραμματίζουν τις δουλειές τους, για να τις προλάβουν όλες. Από την Μεγάλη Πέμπτη ξεκινούν να ζυμώνουν λαμπριάτικες κουλούρες με κόκκινα αυγά στολισμένες ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς, για την οικογένειά τους, τα βαφτιστήρια , τους συγγενείς, τους φίλους και φυσικά για τους νεκρούς τους τη Δευτέρα του Πάσχα. Τα δοξάρια (τοξάρια, κουλούρια αγοριών) και τα σπάνια κουλουράκια του προζυμιού, ιδιαίτερα κοπιαστικά και νόστιμα.

Το Μ. Σάββατο, όταν ο παπάς σηκώσει Ανάσταση θα σειστεί ο τόπος από αυτοσχέδια βαρελότα και κρότους, αποτρεπτικά βλαπτικών ενεργειών, κατά τη λαϊκή αντίληψη. Γνωστή, η προσφιλής συνήθεια των Μανιατών να εκφράζουν τη χαρά τους με πυροβολισμούς σε σημαντικά γεγονότα της ζωής τους. Το βράδυ της Αναστάσεως θα απολαύσουν τη μαγειρίτσα. Στο τραπέζι της Λαμπρής θα μαζευτούν όλοι σαν σε μυσταγωγία, "με παιδία και εγγόνια", με φίλους, συμπεθέρους, ακόμη και περαστικούς, για να απολαύσουν τα ξεχωριστά, πασχαλινά τους εδέσματα, τα οποία με πολύ μεράκι ετοίμασαν…

Οι ευχές ΧΡIΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ είναι ο καθημερινός χαιρετισμός για εύλογο χρονικό διάστημα, στη γιορτή της αγάπης, τα αστεία και τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν, άλλες φορές ακολουθεί γλέντι με τραγούδι και χορό συμπληρώνοντας την ψυχική ευφορία. Οι παλιοί Mανιάτες απορροφημένοι από τις έγνοιες και τα βάσανα της σκληρής καθημερινής ζωής τους, πολύτεκνοι οι περισσότεροι βρίσκουν μια ευκαιρία να απολαύσουν τους καρπούς τους, να φάνε, να πιούνε, να χαρούν, καθώς η βιοπάλη δεν επιτρέπει τέτοιου είδους διαλείμματα. Λες και αυτοί οι άνθρωποι ζουν για να αγωνίζονται... Σημειωτέον ότι ακόμη και το κρέας ήταν παλιά, ένα είδος πολυτελείας για τη μανιάτικη φαμελιά, διασώζεται δε, και η παροιμιώδης περιπαιχτική φράση: "Χριστού - Λαμπρή το κρέας το βαρεθήκαμε"!!

Το κατσικάκι με μάραθο ένα ιδιαίτερο πασχαλινό πιάτο δεσπόζει στο μανιάτικο τραπέζι… Οι μοναδικές γαλατόπιτες με ντόπιο γάλα που αφθονεί την άνοιξη, είναι το γλύκισμα των ημερών. Σήμερα, διατίθενται στους φούρνους της περιοχής, έχουν αγαπηθεί πολύ από τους επισκέπτες και γίνονται ανάρπαστες όλον τον χρόνο.

Θα αναφερθούμε, στη συνέχεια, στη Δευτέρα της Λαμπρής, την οποία ονομάζουμε και μέρα του Σταυρού ή των νεκρών.

Κατά την ημέρα αυτή, τηρείται ένα ξεχωριστό μανιάτικο έθιμο που οι ρίζες του βρίσκονται στα βάθη των αιώνων, στα αρχαία ελληνικά ταφικά έθιμα, όταν τιμούσαν τους ήρωες νεκρούς τους με ευσέβεια και ξεχωριστές τιμές. Πριν αναφερθούμε αναλυτικά στο ιστορικό πλαίσιο της παραδόσεως αξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογο έθιμο - λιτανεία με επικεφαλής την πρώτη σημαία των αποίκων του 1675 από το Οίτυλο, την εικόνα της Παναγίας, παρατηρείται στο μακρινό Καργκέζε της Κορσικής από απογόνους Mανιατών Οιτυλιωτών με συνοδεία οπλοφόρων που πυροβολούν ακατάπαυστα στους δρόμους του Καργκέζε. Το γεγονός προκαλεί το ενδιαφέρον επισκεπτών από όλη την Κορσική και τη Γαλλία.

Ο αείμνηστος καθηγητής Πανεπιστημίου Κουκουλομμάτης Δημήτριος σε άρθρο του το 1961, αναφέρεται στη Δευτέρα του Πάσχα στην Πάνιτσα (Μυρσίνη), στο περιοδικό Λαογραφία. Γράφει ο καθηγητής: "στην Πάνιτσα συμβαίνουν τα εξής παράδοξα, που δε συμβαίνουν σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδος: Μετά τη θεία λειτουργία, την οποία παρακολουθούν και οι πενθούντες, διότι είναι μέρα αφιερωμένη στους νεκρούς, όλο το εκκλησίασμα θα ακολουθήσει τον ιερέα, το σταυρό, θα γίνει περιφορά του σταυρού σε όλο το χωριό, στάση σε κάθε σπίτι, όπου θα γίνουν δεήσεις-παραστάσημα. Όλοι μαζί θα καταλήξουν στο κοιμητήριο, αλλά ο καθένας θα βρεθεί στο μνήμα των συγγενών του, πάνω στο οποίο έχει εναποθέσει κουλούρες και αυγά".

Ένα έθιμο άγνωστο στην άλλη Λακωνία είναι η περιφορά του Σταυρού στα χωριά της Ανατολικής Μάνης, κατά τη Δευτέρα του Πάσχα. Μετά τη Θεία Λειτουργία οι παπάδες των χωριών ντυμένοι τα άμφιά τους και ακολουθούμενοι από το εκκλησίασμα περιφέρουν το Σταυρό τον οποίο κρατά ο τελευταίος λυπημένος του χωριού ή ένα άπορο παιδί (σύμφωνα με την προφορική μαρτυρία του Γ. Πατσουράκου) ψάλλοντες το "δόξα τη αγία Αναστάσει Σου Κύριε" και άλλα αναστάσιμα τροπάρια. Η θρησκευτική πομπή περνάει τους συνοικισμούς των χωριών και καταλήγει στο κοιμητήριο.

Εκεί πάνω στους τάφους, περιποιημένους (λόγω της ημέρας) οι συγγενείς των νεκρών έχουν εναποθέσει αυγά για τους νεκρούς, προσφέρουν δε και κουλούρες ειδικά φτιαγμένες για την τελετή. Οι επίτροποι της Εκκλησίας περισυλλέγουν από τους τάφους τα αυγά και τις κουλούρες. Μέρος από τα προσφερόμενα παίρνει ο παπάς, αλλά το μεγαλύτερο μέρος θα δοθεί με σχετική δημοπρασία. Οι ντελάληδες ή κήρυκες ή δημοπράτες μορφές γνωστές και μοναδικές σε κάθε τόπο και χωριό, αναλαμβάνουν τη δημοπρασία. Δημιουργούν ευχάριστο κλίμα και μηχανεύονται με μαεστρία τη διαφήμιση των προσφορών, κολακεύοντας άλλες φορές τους υποψήφιους αγοραστές, για να καταλήξουν σ' αυτούς που θα προσφέρουν τα μεγαλύτερα ποσά. Τα χρήματα αυτά είναι έσοδα της εκκλησίας και διατίθενται για την συντήρησή της και γενικά για την κάλυψη των αναγκών της.

Ενδιαφέρουσα είναι η αρχή του θρησκευτικού εθίμου, που συνδέεται με σημαντικό ιστορικό γεγονός. Αρχές της άνοιξης του 1780 ο πασάς του Μοριά συνεννοημένος με τον στόλαρχο Γαζή Χασάν κάλεσε τον Έξαρχο Γρηγοράκη στην Τρίπολη να μιλήσουν για θέματα της Μάνης. Ο Έξαρχος πήγε και έτυχε καλής υποδοχής. Έπειτα όμως από δύο ημέρες βρέθηκε κρεμασμένος μαζί με τους ανθρώπους που τον συνόδευαν. Η θανάτωση του Έξαρχου έγινε 40 ημέρες προ του Πάσχα και είχε σκοπό να εξουδετερώσει πιθανή βοήθεια των Γρηγοράκηδων προς τον Παναγιώταρο Βενετσανάκη τον οποίο είχε σχέδιο να χτυπήσει ο καπετάν πασάς. Το σχέδιο αυτό άλλωστε και το εξετέλεσε και εξόντωσε τον Παναγιώταρο και τους Κολοκοτρωναίους που ζούσαν κοντά του.

Τη Δευτέρα του Πάσχα οι προσηλιακοί Μανιάτες φίλοι των Γρηγοράκηδων πήγανε στο σπίτι του Έξαρχου, για να πάρουν μέρος στο κλάμα (στο θρήνο) που γίνεται στις σαράντα μέρες μετά το θάνατο.

Κατά τη διάρκεια του Θρήνου η μητέρα του Έξαρχου στρεφόμενη στους εξαγριωμένους από τα μοιρολόγια Μανιάτες τους είπε: "Ο Έξαρχος δε θέει κλάματα άλλα θέλει" και έδειξε το παρακείμενο κάστρο του Πασαβά. Αυτοί αντιλήφθησαν τι τους ζητούσε. Βάλανε μπροστά τους παρευρισκόμενους παπάδες με τα άμφιά τους μαζί το Σταυρό και τα εξαπτέρυγα και ψάλλοντες "δόξα τη αγία Αναστάσει Σου" πλησίασαν το Κάστρο. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι πρόκειται για θρησκευτική γιορτή και δεν πήρανε μέτρα έτσι πλησιάσανε το κάστρο οι Μανιάτες, κατάφεραν να το πατήσουν και μ' αυτά που ακολουθήσανε πήρανε το αίμα του Έξαρχου πίσω. Ο Έξαρχος δικιώθηκε και από τότε τα σύνορα της Μάνης μεταφερθήκανε από τον Πασαβά στα Τρίνησα.

«Με χίλια τούρκικα κορμιά, τον δίκιωσε η μανιατουριά»!

Σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού καθιερώθηκε στα χωριά της Ανατολικής Μάνης η περιφορά του Σταυρού κατά τη Δευτέρα του Πάσχα, έθιμο που επιβιώνει και στις μέρες μας.

Γεωργία Π. Δημακόγιαννη - Πατσουράκου, φιλόλογος

Από το περιοδικό ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΜΑΝΗ

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Στολισμός Επιταφίου στις Πιόντες την Μεγάλη Παρασκευή 18/04/2025.

Στολισμός του Επιταφίου στις Πιόντες την Μεγάλη Παρασκευή 18/04/2025 - Υλικό από Αρχοντούλα Τζεφεράκου.













Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Τα Πασχαλινά έθιμα της Μάνης.

Το Πάσχα στη Μάνη είναι μία μοναδική εμπειρία όπου ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει παραδοσιακά έθιμα και και παραδόσεις που συνδέουν το χθες με το σήμερα, σε μία ατμόσφαιρα βαθιάς κατάνυξης.

Από την Μεγάλη Πέμπτη, οι νοικοκυρές του σπιτιού ζυμώνουν με «επτάζυμο ζυμάρι» από μία λαμπριάτικη κουλούρα για το κάθε άτομο του σπιτιού, τα βαφτιστήρια, τους συγγενείς και φίλους, ακόμη και για αυτούς που λείπουν στα ξένα, ενώ ετοιμάζουν και την παραδοσιακή γαλατόπιτα (το απόλυτο γλυκό για το γιορτινό τραπέζι). Στα χωριά, μαζεύουν τα αυγά που πρόκειται να βάψουν από τη Μεγάλη Σαρακοστή (που τότε δεν τα τρώνε γιατί νηστεύουν). Μάλιστα, τα παλαιότερα χρόνια, πριν τα βάψουν, τα πήγαιναν στην εκκλησία για να τα ευλογήσει ο παπάς. Επίσης, την Μεγάλη Πέμπτη παραχώνουν στη γη ένα αυγό και το βγάζουν την Κυριακή. Αναλόγως των σχημάτων των κηλίδων που έχουν σχηματισθεί επάνω στο τσόφλι, οι εμπειρικοί προλέγουν τα μέλλοντα.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό έθιμο των κατοίκων της Μάνης είναι το ψήσιμο του αρνιού στη σούβλα, την ημέρα της Λαμπρής. Από νωρίς το πρωί, οι νοικοκυραίοι ανάβουν έξω από το σπίτι τη φωτιά με κληματόβεργες (για περισσότερη νοστιμιά) ενώ δίπλα ετοιμάζεται το κοκορέτσι και τα γλυκάδια που θα συνοδεύσουν το κρασί. Για να είναι καλό το αρνί (το «λαμπρινό») τρέφουν μία ξεχωριστή προβατίνα, τη «μανάρα».  Το αρνί αυτό το αφήνουν να πιει πολύ γάλα από τη μάνα του για να γίνει παχύ και νόστιμο και τη Μεγάλη Πέμπτη το στολίζουν με μία κόκκινη κορδέλα στο λαιμό ή το σημαδεύουν στη ράχη με κόκκινη βαφή για να ξεχωρίζει.

Την Δευτέρα της Λαμπρής (γνωστή κι ως ημέρα του Σταυρού ή των νεκρών) σε πολλά χωριά της Μάνης τηρείται, μέχρι και τις ημέρες μας, το έθιμο της Λιτανείας. Οι ρίζες του εθίμου αυτού χάνονται στα βάθη των αιώνων, όταν κατά τα αρχαία χρόνια τιμούσαν τους ήρωες νεκρούς τους με ευσέβεια. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως  ανάλογο έθιμο, με επικεφαλής την πρώτη σημαία των αποίκων του 1675 από το Οίτυλο, παρατηρείται στο χωριό Καργκέζε (Carghjese) της Κορσικής από απογόνους Μανιατών, με συνοδεία οπλοφόρων που πυροβολούν στους δρόμους. Το πρωί ξεκινά ο ιερέας από την εκκλησία και τον ακολουθούν οι πιστοί που κάνουν τον γύρο του χωριού ψέλνοντας αναστάσιμα τροπάρια και παρακλήσεις. Η πομπή καταλήγει στο κοιμητήριο όπου τους περιμένουν καρτερικά οι συγγενείς των νεκρών. Επάνω στα ανθοστολισμένα μνήματα, είναι τοποθετημένα το θυμιατήρι, πασχαλιάτικα κουλούρια και αυγά, ενώ στους τάφους των νεκρών που έφυγαν από τη ζωή λίγο πριν το Πάσχα, υπάρχουν τα «δοξάρια»- κουλούρια σε μέγεθος μεγάλου χωριάτικου ψωμιού. Στη συνέχεια, ο ιερέας περισυλλέγει από τους τάφους τα κουλούρια και τα αυγά, τα οποία αργότερα δίνονται στον κόσμο με την μορφή δημοπρασίας. Τα χρήματα που συγκεντρώνονται διατίθενται για τις ανάγκες της εκκλησίας.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Εκλογικοί Κατάλογοι Επαρχίας Γυθείου (1867, 1871, 1872, 1874, 1875).

Κεντρική Υπηρεσία Γ.Α.Κ.

Εκλογικά Συλλογής Γιάννη Βλαχογιάννη [1864 - 1925]

Σειρά #001 - Εκλογικοί κατάλογοι [1864 - 1925]

Φάκελος #009 - Εκλογικοί κατάλογοι επαρχίας Γυθείου  [1867, 1871, 1872, 1874, 1875]

Κωδικός αναγνώρισης: GRGSA-CSA_PCVLA.EKL.S01.F000009

Τίτλος: Εκλογικοί κατάλογοι επαρχίας Γυθείου

Χρονολογίες: 1867, 1871, 1872, 1874, 1875

Υποφάκελος 4. Δήμος Λαγείας
























Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Παραδοσιακές Μανιάτικες Συνταγές : Σαλάτα Εποχής Μάνης.

ΜΑΝΙΑΤΙΚΗ ΣΑΛΑΤΑ 


ΥΛΙΚΑ

4 μέτριες πατάτες κομμένες σε μικρά κομματάκια

3 πορτοκάλια κομμένα σε μικρά κομματάκια

2 κρεμμύδια μικρά ψιλοκομμένα

Περίπου 20 ελιές (παραδοσιακά προτιμάται μια αναλογία 7 μαύρων και 13ων πράσινων με θρούμπι

1/2 κούπα έξτρα παρθένο ελαιόλαδο

2 κουταλιές της σούπας ξύδι

1 κουταλιά της σούπας ρίγανη

Αλάτι

Πιπέρι


ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Βράζουμε τις πατάτες σε αλατισμένο νερό για 10-15 λεπτά. Τις στραγγίζουμε και τις αφήνουμε να κρυώσουν.

Σε μια στρογγυλή γαβάθα βάζουμε τις κομμένες βραστές πατάτες, τα κομματάκια πορτοκαλιού, το κρεμμύδι και τις ελιές.

Σε ένα ποτήρι αναμυγνύουμε πολύ καλά το ξύδι, το αλάτι, το πιπέρι και το λάδι και περιχύνουμε τη σαλάτα πασπαλίζοντάς της με την ρίγανη. Αν έχετε, λίγα ψιλοκομμένα φρέσκα κρεμμυδάκια πάνε πολύ.

Με δυο πηρούνια ανακατεύουμε καλά και σερβίρουμε τη σαλάτα με φρέσκο ψωμί.