Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Η Συκιά (Ficus carica).


Σύκο, ένα από τα δημοφιλέστερα καλοκαιρινά φρούτα με μοναδική γλυκιά γεύση. Τα σύκα τρώγονται φρέσκα την περίοδο του καλοκαιριού ή αποξηράμενα όλες τις εποχές του χρόνου. Επίσης, από τα άγουρα σύκα φτιάχνονται υπέροχα γλυκά του κουταλιού. Τα σύκα, ειδικά τα ξερά, έχουν μεγάλη διατροφική αξία καθώς διαθέτουν υψηλή περιεκτικότητα σε φυσικά ζάχαρα, ενώ περιέχουν πλήθος βιταμινών, ασβέστιο, φώσφορο και σίδηρο. 



Η κατανάλωση σύκων λειτουργεί ευεργετικά στην πέψη ενώ βοηθά σημαντικά στην αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας. Θα συναντήσουμε πολλές συκιές να φυτρώνουν στην ελληνική ύπαιθρο και αυτό είναι μία ένδειξη ότι μπορεί να ευδοκιμήσει εύκολα στον κήπο μας χωρίς πολλές καλλιεργητικές φροντίδες. Η συκιά είναι φυλλοβόλο δέντρο με καταγωγή από την μικρά Ασία, φθάνει συνήθως τα τέσσερα εως πέντε μέτρα σε ύψος και ζει για αρκετές δεκαετίες. 

Στον ελληνικό χώρο, η συκιά καλλιεργείται κυρίως στη νότια Ελλάδα σε περιοχές της Πελοππόνησου και της Στερεάς Ελλάδας, στην Εύβοια, στην Κρήτη καθώς σε νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου. 

Ας δούμε αναλυτικά τις κυριότερες ποικιλίες συκιάς για να φυτέψουμε μαζί με συμβουλές για τη φροντίδα τους, προκειμένου να απολάμβανουμε κάθε καλοκαίρι τα πιο νόστιμα σύκα από τον κήπο μας.

Οι πιο γνωστές ποικιλίες συκιάς

Όλες οι καλλιεργούμενες ποικιλίες συκιάς προέρχονται από το είδος της ήμερης συκιάς ενώ υπάρχει και το είδος της άγριας συκιάς (αρρενοσυκιά) με μικρότερου μεγέθους φύλλα η οποία σχηματίζει μικρότερους καρπούς που δεν τρώγονται. Υπάρχουν πολλές ντόπιες και ξένες ποικιλίες που καλλιεργούνται στη χώρα μας. Οι ποικιλίες της συκιάς διαχωρίζονται σε μονόφορες και δίφορες ανάλογα με τον ετήσιο αριθμό σοδειών, καθώς και με το χρωματισμό του φλοιού σε λευκές και έγχρωμες. Οι σημαντικότερες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι η Καλαμών, η Κύμης, η Βασιλική Μαύρη, Μαύρα Μαρκοπούλου, το Πολίτικο (λευκή), η Πρασινοσυκιά Λέσβου, η Φρακασάνα (λευκή) και η λευκή Βασιλική. Γνωστές ξένες ποικιλίες συκιάς είναι Alfiore, Brazilliana, Dauphine, Dottato, Mission και San piero. 

Σε τι συνθήκες ευδοκιμεί η καλλιέργεια της συκιάς; 

Η συκιά ευδοκιμεί σε όλους τους τύπους εδαφών εκτός από τα αργιλώδη εδάφη. Τα πλέον ευνοϊκά εδάφη είναι τα πλούσια, βαθιά, ελαφριάς σύστασης και καλά στραγγιζόμενα. Η συκιά αναπτύσσεται καλύτερα σε θερμά κλίματα, καθώς το φυτό δεν φαίνεται να απαιτεί χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα για να διαφοροποιήσει τους ανθοφόρους οφθαλμούς. Η συκιά είναι ευαίσθητη σε χαμηλές θερμοκρασίες καθώς σε θερμοκρασίες χαμηλότερες του μηδενός, παρουσιάζονται ζημιές στο φύλλωμα του δέντρου ενώ σε πολύ υψηλες θερμοκρασίες έχουμε υποβάθμιση του καρπού καθώς σκληραίνει ο εξωτερικός φλοιός. Επίσης, η υψηλή βροχόπτωση όταν ωριμάζουν τα σύκα προκαλεί σχίσιμο (σκάσιμο) των καρπών ενώ παράλληλα αλλοιώνεται η γεύση των σύκων καθώς ξινίζουν. 

Πόσο συχνά ποτίζουμε τις συκιές; 

Η συκιά είναι σχετικά ανθεκτική στην έλλειψη νερού, όμως για μια πλούσια παραγωγή θα απαιτηθεί πότισμα κατά την διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου. Ιδιαίτερα σε ξηρικές περιοχές, η συκιά θα χρειαστεί τακτικό πότισμα, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, τους καλοκαιρινούς μήνες για να έχει ικανοποιητική ανάπτυξη και ποιοτική καρποφορία. Το υπερβολικό πότισμα μπορεί να προκαλέσει σκάσιμο των καρπών και υποβάθμιση της ποιότητας ενώ η έλλειψη νερού μπορεί να συντελέσει στην εμφάνιση των κούφιων καρπών. Τα ακανόνιστα ποτίσματα μπορεί να προκαλέσουν πτώση φύλλων και σημαντική πτώση καρπών. 

Πόσο συχνά βάζουμε λίπασμα στην καλλιέργεια της συκιάς; 

Η καλλιέργεια της συκιάς έχει σημαντικές ανάγκες σε λίπασμα για να έχει καλή ανάπτυξη και πλούσια καρποφορία. Την περίοδο του χειμώνα, μπορούμε να ενσωματώσουμε στο χώμα χωνεμένη κοπριά και κομπόστ για να εφοδιάσουμε το έδαφος με θρεπτικά στοιχεία και οργανική ουσία. Στις αρχές της άνοιξης, προσθέτουμε πλήρες βιολογικό λίπασμα με υψηλότερη περιεκτικότητα σε κάλιο και επαναλαμβάνουμε στις αρχές του καλοκαιριού. Αποφεύγουμε, τα λιπάσματα αζώτου κατά την περίοδο της ανθοφορίας και μετά την καρπόδεση γιατί μπορεί να προκαλέσουν πτώση ανθέων και καρπών. 

Πώς γίνεται η επικονίαση και η γονιμοποίηση της συκιάς;

Η επικονίαση και η γονιμοποίηση σε αρκετές ποικιλίες συκιάς για την παραγωγή των σύκων γίνεται με την βοήθεια ενός εντόμου, του ψήνα, που βρίσκεται στους καρπούς της άγριας συκιάς και επικονιάζει τα θηλυκά άνθη των ποικιλιών της ήμερης συκιάς. Η μεταφορά της γύρης στην συκιά με το έντομο του ψήνα γίνεται από τα τέλη Μαίου ως τα τέλη Ιουνίου. Σε επαγγελματικές καλλιέργειες συκιάς, για ποικιλίες που χρειάζονται επικονίαση με τον ψήνα, για να εξασφαλίσουμε ικανοποιητική καρποφορία, αν δεν έχουμε φυτέψει ή αν δεν υπάρχουν κοντά άγριες συκιές, μπορούμε να βάλουμε μικρά σύκα άγριας συκιάς (αρρενόσυκα) που περιέχουν το έντομο του ψήνα σε πλαστικά δίχτυα ή χάρτινες σακούλες. Στη συνέχεια, βάζουμε τις σακούλες σε κάθε δέντρο συκιάς για να βελτιωθεί σημαντικά η επικονίαση και η γονιμοποίηση των σύκων. 

Ποιες ασθένειες και ποια έντομα προσβάλλουν τις συκιές; 

H συκιά προσβάλλεται από διαφορές μυκητολογικές ασθένειες όπως η κερκοσπορίαση που προκαλεί καστανέρυθρες κηλίδες στο φύλλωμα, το φουζάριο και ο βοτρύτης που προκαλεί σαπίσματα στους καρπούς. Για την προστασία από ασθένειες, ψεκάζουμε το φύλλωμα και τους καρπούς της συκιάς με διάλυμα χαλκού.

Η συκιά στην Μάνη

Η σουκιά (=συκιά) πολλαπλασιάζεται εύκολα. Φυτρώνει μόνη της από σποράκι του σύκου ή σαν παραφυάδα παλιότερης ή σαν καταβολάδα που φυτεύεται ειδικά και πιάνει εύκολα.

Η ύπαρξη ενός έλλιζου (αρσενικής συκιάς που σπάνια λέγεται και ορνιός) που τα λίζια (πρόφερε: λίγια) του πολλαπλασιάζουν όλες τις θηλυκές σουκιές, είναι αρκετή για μια περιοχή ενός χωριού. Λίζι (πληθυντ. λίγια) είναι το αγίνωτο σύκο, αλλά και το αρσενικό. Οι συκιές καρποφορούν από 20 Ιουνίου κι ύστερα (Γυαλιστής μήνας) ως τον Σεπτέμβρη. Μερικές κρατούν ως ττον Δεκέμβρη.

Τα σύκα μαζεύονται τον Αύγουστο, λιάζονται ανοιγμένα ή όχι (σκοπαϊδες απ'το σουκοπαγίδες – παγίδευαν έντομα με αυτά και ιδίως σκούρκους). Φουρνίζονται και φυλάγονται για τροφή σ' ανθρώπους και ζώα.

Είδη: αραπόσουκα ή μαυρόσουκα (μαύρα), ασπρόσουκα (μικρά άσπρα), αυγόσουκα (μεγάλα άσπρα), βουβαλόσουκα (πολύ μεγάλα σταχτιά), λιζόσουκα (μέτρια καφετιά που ξανθαίνουν ξερά) και ασκαδόσουκα (που έχουν μερικές φορές και μούρη, σαν να βγαίνει δεύτερο από αυτά, όταν είναι εύρωστα. Πρλβ. Ασκός ή ασκιάδι. Είναι πράσινα και ξανθαίνουν όταν ξεραθούν και μαραγκιάσουν οπότε λέγονται και μαραγκούλες), μελισσόσουκα.

Ανάλογα ονόματα έχουν και οι συκιές (αραποσουκιά, λιζοσουκιά κλπ). Η χειρότερη αρρώστια της σουκιάς είναι η ψούρα (ψώρα). Προέρχεται απ'την πολλή κοπριά. Γι'αυτό συκιές που είναι κοντά σε σπίτια και “κοπρόγεια” δεν κάνουν καλά σύκα. Μέσα έχουν βρωμιά. Αντίθετα σουκιές σε προσήλια, ευάερα, καθαρά μέρη έχουν καλά σύκα.

Το δέντρο της σουκιάς είναι από τα πιο αντοχής. Απ' την ρίζα να την κόψεις ξαναβγαίνει (αν έχει σε καλό έδαφος ριζώσει). Πάνω σε γκρεμούς ή σε σπίτια φυτρώνει. Αν θέλεις να κόψεις ριζωμένη συκιά πρέπει ή να την ξεριζώσεις και σκεπάσεις τον τόπο της ή να την κάψεις καλά στην ρίζα και σκεπάσεις με συμπαγείς πέτρες. Η συκιά κοντά σε σπίτι δεν είναι καλή γιατί μαζεύει κουνούπι. Η αναπνοή της είναι βαρειά (αποπνέει άλλα αέρια από εκείνα της ελιάς ή του πεύκου) και είναι ανθυγιεινή για όποιον κοιμηθεί στην σκιά της.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Κυριάκου Δ. Κάσση "Λαογραφία της Μέσα Μάνης Α' Υλική Ζωή" Σελίδες 167-168.

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

Το Φασκόμηλο στην Μάνη.


Το φασκόμηλο ή φασκομηλιά ('Σάλβια η φαρμακευτική, ελλ. Ελελίφασκος ο φαρμακευτικόςSalvia officinalis) ανήκει στο γένος των Αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Ελελίφασκος (Salvia). Στα αγγλικά η κοινή του ονομασία είναι sage, ή garden sage, ή common sage. Το φασκόμηλο, πολυετές, θαμνώδες, με πολυάριθμα κλαδιά, ύψους μέχρι μισό μέτρο, βρίσκεται σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας κυρίως σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους. Καταναλώνεται σαν αφέψημα για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες, που όμως σε κάποιες περιπτώσεις έχει παρενέργειες.

Χαρακτηριστικά
Τα φύλλα του είναι επιμήκη και παχιά, χρώματος λευκοπράσινου. Τα άνθη του φύονται κατά σπονδύλους, είναι χρώματος μοβ και ανθίζουν από τον Μάιο έως τον Ιούνιο.

Χρήσεις
Το φυτό έχει έντονη αρωματική οσμή και καλλιεργείται για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του, ως αφέψημα και ως καρύκευμα. Τα φύλλα που είναι και το κατεξοχήν χρησιμοποιούμενο μέρος του φυτού συλλέγονται λίγο πριν ή κατά την αρχή της ανθοφορίας με ξηρό και ηλιόλουστο καιρό, τον Μάιο ή τον Ιούνιο και ξηραίνονται στη σκιά.
Περιέχει ως κύρια ουσία αιθέριο έλαιο, φασκομηλόλαδο, άχρωμο ή ερυθροκίτρινο, σαπωνίνες, πικρές ουσίες, τερπένια, ρητίνες, πικρά διτερπένια, ταννίνες, τριτερπένια, φλαβονοειδή και θουγιόνη (thujone, μια μονοτερπενική κετόνη).
Τα φύλλα έχουν αντισηπτικές, αποχρεμπτικές και σπασμολυτικές ιδιότητες. Το φυτό έχει στομαχικές, τονωτικές και καρδιοτονωτικές ιδιότητες ενώ χρησιμοποιείται και κατά των νευραλγιών. Η φασκομηλιά χρησιμοποιείται στη θεραπευτική με τη μορφή αφεψήματος εσωτερικά ως ανθιδρωτικό (ιδιαίτερα κατά του νυχτερινού ιδρώτα φυματικών και νευρασθενών).
Στην αρχαιότητα οι πρόγονοί μας το χρησιμοποιούσαν σαν πολυφάρμακο και έχει εκθειαστεί από τον Ιπποκράτη, τον Διοσκουρίδη τον Γαληνό και τον Αέτιο. Οι Λατίνοι το θεωρούσαν ιερό φυτό και το χρησιμοποιούσαν σε τελετές. Ήταν το φυτό της αθανασίας.
Είναι ιδιαίτερα τονωτικό λόγω της τανίνης που περιέχει. Είναι καλό φάρμακο κατά της ατονίας του στομάχου και των εντέρων αλλά και απολυμαντικό και αποχρεμπτικό σε περίπτωση κρυολογημάτων. Θεωρείται τονωτικό της μνήμης και καταπολεμά τη νωθρότητα. Το φασκόμηλο είναι ευεργετικό στα μαλλιά και στυπτικό με μάσκα στο πρόσωπο.
Σε αρκετούς θάμνους σχηματίζονται σκληρά, χνουδωτά σφαιρίδια, οφειλόμενα σε προσβολή εντόμων. Επειδή μοιάζουν με καρπούς, ο λαός τα αποκαλεί «μήλα της φασκομηλιάς», απ’ όπου το φυτό πήρε το όνομά του. Παλιότερα τα μασούσαν για να καθαρίσουν τα δόντια τους. Το αφέψημά του χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ουλίτιδας και των δερματικών παθήσεων. Το αιθέριο έλαιό του κατά του πονόδοντου.
Στη Μάνη, αλισπακίδα λέγεται ο καρπός της φασκομηλιάς, η φασκομηλιά λέγεται σπάκα από το αρχαίο σφάκος, καθώς και η αλισπακίδα από το αρχαίο ελελίσφακος. Άργαση λένε το βρασμένο νερό με φύλλα βελανιδιάς και φασκομηλιάς, με το οποίο πλένουν τα πιθάρια.

Ως αφέψημα
Στις περιοχές της Μεσογείου αποξηραίνεται και πίνεται ως αφέψημα, το γνωστό φασκόμηλο.
Το αφέψημα λαμβάνεται και σερβίρεται αμέσως μετά το βράσιμο. Αν παραμείνει αρκετή ώρα μαζί με τα φύλλα που έβρασαν, οι πικρές ουσίες μέσα στο αφέψημα αυξάνονται και η γεύση του γίνεται δυσάρεστη.
Στη μαγειρική χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό διαφόρων ζωμών, φαγητών και του ξιδιού ενώ θεωρείται και μελισσοτροφικό φυτό παρέχοντας μέλι εκλεκτής ποιότητας.


Παρενέργειες
Πάντως η χρήση του πρέπει να γίνεται με σύνεση γιατί υπάρχουν περιπτώσεις δηλητηρίασης από υπερβολική χρήση που οφείλεται κυρίως στην ουσία θουγιόνη που υπάρχει στο φυτό. Αυτή η χημική ουσία μπορεί να προκαλέσει επιληπτικές κρίσεις, βλάβες στο συκώτι και το νευρικό σύστημα. Σύμφωνα με τα επιτρεπτά όρια θουγιόνης που ορίζει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) δεν πρέπει να καταναλώνονται περισσότερα από 7-12 (ή με άλλη έρευνα 2-20) αφεψημάτα φασκόμηλου την ημέρα.
Λόγω της εμμηναγωγού δράσης του φασκόμηλου δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από γυναίκες σε αναπαραγωγική προσπάθεια διότι μπορεί να προκαλέσει αποβολή.  Δεν πρέπει να καταναλώνεται από μικρά παιδιά και για τον ίδιο λόγο από γυναίκες που θηλάζουν.


Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Η Αμυγδαλιά (Prunus amygdalus) στην Μάνη.


Η αμυγδαλιά (Prunus amygdalus) είναι ένα φυλλοβόλο, πολυετές, καρποφόρο δέντρο που μπορεί να ζήσει και 90 χρόνια και να φτάσει σε ύψος τα 12 μέτρα και πλέον. Κατάγεται από τις περιοχές της Ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Πρόκειται για δέντρο με το μεγαλύτερο ετήσιο κύκλο βλάστησης, καθώς είναι εκείνο που ανθίζει και βλαστάνει πρώτο την άνοιξη και το τελευταίο που ρίχνει τα φύλλα του το φθινόπωρο. Σχηματίζει φύλλα λογχοειδή, κατ’ εναλλαγή, γυαλιστερά, οδοντωτά, αδενοφόρα, χωρίς τριχίδια, πράσινου χρώματος, με δύο παράφυλλα στη βάση τους. Τα άνθη της εμφανίζονται πριν τη βλάστηση, είναι λευκά ή λευκορόδινα, με έως και 40 στήμονες στο εσωτερικό τους και είναι ερμαφρόδιτα. Ωστόσο, οι περισσότερες ποικιλίες είναι αυτόστειρες, γι’ αυτό απαιτείται η παρουσία επικονιαστών για ικανοποιητική παραγωγή. Παράγουν πολύ καλής ποιότητας νέκταρ, προσελκύοντας πληθώρα μελισσών και άλλων επικονιαστών και η εικόνα που δημιουργούν ιδιαίτερα όταν βρίσκονται πολλές αμυγδαλιές μαζί είναι εντυπωσιακή, σηματοδοτώντας το τέλος του χειμώνα και την αρχή της άνοιξης. Από τα άνθη που θα γονιμοποιηθούν προκύπτουν τα αμύγδαλα, που είναι ώριμα προ το φθινόπωρο, με βρώσιμο τμήμα το σπέρμα τους, ενώ απολαμβάνουν πολλές άλλες χρήσεις από τον άνθρωπο.


Η αμυγδαλιά αγαπά τα θερμά και ξηρά κλίματα. Σε πιο ψυχρά κλίματα δεν καρποφορεί και χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό δέντρο. Μάλιστα, χρειάζεται προσοχή σε ανοιξιάτικους παγετούς που προκαλούν μεγάλη ζημιά στα άνθη πού έχουν ήδη ξεπροβάλει στα κλαδιά. Ευδοκιμεί σε πλήρως ηλιόλουστες θέσεις και σε βαθιά, μέτριας γονιμότητας και υγρασίας, αλλά καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη. Μπορεί να ανεχτεί περιόδους ξηρασίας και άγονα εδάφη, αλλά όχι τα βαριά αργιλώδη με κακή αποστράγγιση. Συστήνεται μία εφαρμογή λίπανσης λίγο πριν την έξοδο από το λήθαργο και μία το φθινόπωρο. Απαιτείται, ακόμα, το κλάδεμα ως καλλιεργητική τεχνική, τόσο για την ενίσχυση της καρποφορίας, όσο και για την επίτευξη του επιθυμητού σχήματος. Είναι ευαίσθητη σε προσβολή από έντομα, αλλά και σε μυκητολογικές ασθένειες, όπως η μονίλια, γι’ αυτό απαιτείται η τήρηση των κανόνων υγιεινής ή εφαρμογή ψεκασμών, τόσο προληπτικά, όσο και επεμβατικά. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο και έπειτα εμβολιασμό των σποροφύτων - υποκειμένων με εμβόλιο που φέρει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά.


Οι αμυγδαλιές καλλιεργούνται για πολλές χιλιάδες χρόνια από τους ανθρώπους, ξεκινώντας από περιοχές της Ασίας, της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και πλέον καλλιεργούνται από σχεδόν όλα τα μέρη του κόσμου. Όπου οι συνθήκες δεν ευνοούν την καρπόδεση, τα δέντρα αυτά φυτεύονται ως καλλωπιστικά, αφού χαρίζουν εντυπωσιακές εικόνες κυρίως την περίοδο ανθοφορίας τους. Συχνά φυτεύονται κατά μήκος εθνικών οδών, βελτιώνοντας ταυτόχρονα και της ποιότητα του εδάφους, αλλά και του τοπίου. Ο βασικότερος λόγος καλλιέργειάς τους, όμως, είναι η παραγωγή των αμυγδάλων. Αυτά καταναλώνονται ως ξηροί καρποί, και με πολλές άλλες εφαρμογές σε συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Από το εδώδιμο τμήμα, όμως, εξάγεται και το γνωστό αμυγδαλέλαιο με πολλές χρήσεις τόσο στη μαγειρική, αλλά και ως βάση για την παρασκευή καλλυντικών, σαπουνιών και φαρμάκων. Χρησιμοποιείται, ακόμα, ως συστατικό για παρασκευή ποτών, όπως η σουμάδα. Από την ψίχα παράγεται και το γάλα αμυγδάλου, με μεγάλη αξιοποίηση ως εναλλακτικό γαλακτοκομικό προϊόν, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Εκτός από το εδώδιμο τμήμα, από τις αμυγδαλιές, ο άνθρωπος αξιοποιεί και άλλα τμήματά του, όπως το περικάρπιο, πλούσιο σε κάλιο, η στάχτη του οποίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξαιρετικά από σαπωνοποιούς. 


Το ξύλο της αμυγδαλιάς μπορεί να χρησιμοποιηθεί, επίσης, ως καύσιμη ύλη, αλλά και στην ξυλογλυπτική, για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. Παράλληλα, εξάγεται και το αιθέριο έλαιο, από τη διάσπαση της αμυγδαλίνης που περιέχεται στην ψίχα των πικραμύδγαλων (όπως και στον πυρήνα βερίκοκων). Πολλές σύγχρονες έρευνες επιβεβαιώνουν τις ιαματικές ιδιότητες που διαθέτουν τα διάφορα τμήματα του φυτού, χάρη στην πληθώρα φυτοχημικών που περιέχονται, όπως λιπαρά οξέα και φαινολικά συστατικά. Έτσι, έχει φανεί πως τα διάφορα προϊόντα προερχόμενα από το αμύγδαλο έχουν αντιοξειδωτική, νευροπροστατευτική, αντιφλεγμονώδη δράση, αλλά και συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της χοληστερολαιμίας και άλλων διαταραχών.