Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Πιστακία η Τερέβινθος (Pistacia terebinthus).

Πιστακία η Τερέβινθος



Eπιστημονική Oνομασία: Pistacia terebinthus
Άλλα Ονόματα: Τσικουδιά, Κοκκορεβυθιά, Αγρια Φιστικιά , Τραμιθιά ή Τριμιθιά
Φύλλο: σύνθετο, περιττόληκτο, 
Ταξιανθία: βότρυς, Φυτό: θάμνος ή δέντρο

Δένδρο γνώριμο στην περιοχή της Μεσογείου, για τους νόστιμους και πικάντικους καρπούς του. Συγγενεύει με τη φιστικιά (Pistacia vera) και το σχίνο (Pistacia lentiscus), από του οποίου τη Χιώτικη ποικιλία εξάγεται η μαστίχα.

Περιγραφή: Δένδρο δίοικο που φτάνει μέχρι και τα 10 μέτρα.  Πρέπει να φτάσει στην ηλικία των 7 έως 10 ετών για να κάνει καρπό. Ένα αρσενικό δένδρο φτάνει για να επικονιάσει από 8 έως 12 θηλυκά στην ίδια περιοχή. Με κατάλληλο κλάδεμα μπορεί να παραμείνει σε χαμηλό ύψος προκειμένου να είναι ευκολότερη η συγκομιδή των καρπών της.

Τα φύλλα: Ατρακτοειδή, πράσινα, γυαλιστερά και σχηματίζουν συστάδες των 9 (4 και 4 αντικριστά και ένα στην άκρη) σε σχήμα ψαροκόκκαλου. Τα νεαρά βλαστάρια γίνονται τουρσί και στο Πήλιο ονομάζονται Τσιτσίραβλα.

Το ρετσίνι: Ρητίνη με το όνομα κρεμεντίνα, όμοια με το ρετσίνι του πεύκου, από την οποία, μετά από ειδική επεξεργασία (βρασμός), παράγεται η τερεβινθίνη, το γνωστό νέφτι (Chian or Scio turpentine). Ακόμη χρησιμοποιείται σε βερνίκια και είναι βασικό συστατικό σε λαδομπογιές. Η διαφορά στην κρεμεντίνα είναι ότι περιέχει μεγάλες ποσότητες ταννίνης. Έτσι παράγεται ένα λάδι που χρησιμοποιείται για να σκουραίνει και να γυαλίζει δέρματα όπως και από το βελανίδι ή την πέτικα. Το μαστιχαδιενολικό οξύ που παράγεται από την κρεμεντίνα, χρησιμοποιείται ως αντιφλεγμονώδες, όπως απέδειξε ομάδα καθηγητών στο τμήμα φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου της Βαλένθια στην Ισπανία με πειράματα σε ποντίκια το 2002, αλλά και για πολλές άλλες φαρμακευτικές χρήσεις, όπως τα αντηλιακά έλαια.

Άγρια φιστίκια ή τσίκουδα:



Οι μικροί φιστικοειδείς καρποί ξεκινούν να μεγαλώνουν αμέσως μετά σε σχηματισμό κοντούρας. Αλλάζουν πολλά χρώματα και στο τέλος του καλοκαιριού από κόκκινοι μετατρέπονται σε σκούρο μελανό, ενώ το επόμενο σκούρο πράσινο χρώμα δείχνει και την ωριμότητά τους. Υπάρχουν σε πολλές ποικιλίες για διαφορετικές χρήσεις. Τα πρώιμα αρχίζοντας περίπου από τα τέλη Ιουνίου, τα Ψιλάντικα, τα Χατζημηνάτα, τα Ρεβυθάτα που είναι χοντρά και σαρκώδη, τα Ψιλά για την παραγωγή λαδιού και τα σέρτικα. Όλα εκτός από τα σέρτικα μπορούν με κατάλληλη πίεση να ανοίξουν το κέλυφός τους σε δύο ίσα μέρη - γαβαθάκια και να ελευθερώσουν το νόστιμο και θρεπτικό περιεχόμενο τους.

Συγκομιδή: Γίνεται στα τέλη του καλοκαιριού μόλις ωριμάσει ο καρπός, με το στρώσιμο υφασμάτων κάτω από το δένδρο όπου πέφτει ο καρπός, καθώς κάποιος ραβδίζει το δένδρο. Στη συνέχεια τρίβονται για να πέσουν από τα τσαμπιά και τοποθετούνται σε σκάφες με νερό για να ξεχωρίσουν τα κούφια που επιπλέουν, από τα γεμάτα. Στεγνά πλέον μεταφέρονται στο ελαιοτριβείο για να μετατραπούν σε λάδι. Αφού κοπανιστούν, αλέθονται και μπαίνουν στο στειράκι, όπου με πίεση βγαίνει όλος ο χυμός τους που συγκεντρώνεται σε δεξαμενή. Το λάδι που επιπλέει, μαζεύεται με μεγάλη κουτάλα και τοποθετείται σε μπουκάλια ή νταμιτζάνες για οικιακή χρήση. Το λάδι που προκύπτει από τους καρπούς περιέχει ένα δυνατό συνδυασμό πρωτεϊνών και τανίνης και είναι νόστιμο, παχύ και μυρωδάτο, κατάλληλο για την ζαχαροπλαστική αλλά και ως καρύκευμα φαγητών.


Συνίσταται για: Αντιφλεγμονώδες

Μήνες άνθισης: Μάρτιος, Απρίλιος

Στην Μάνη την λέμε κοκοροβυϊθιά ή κοκοροβυϊχιά.





Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Κουμαριά (Arbutus Unedo) στην Μάνη.


Η Κουμαριά ή Άρβουτος η κοινή (επιστ. Arbutus unedo L.) είναι αειθαλής μεγάλος θάμνος ή μικρό δέντρο, με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου έως τη δυτική Γαλλία και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά φυτά της μακίας βλάστησης.

Ονομασίες

  • Τον 3ο αι. π.Χ., ο φιλόσοφος Θεόφραστος στο βιβλίο του «Περί φυτών ιστορίαι» αναφέρει το φυτό με το όνομα Κόμαρος. 
  • Άλλες κοινές ονομασίες, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, είναι: Λαγομηλιά, Κουραμιά, Καρομηλία.



Περιγραφή

Η κουμαριά είναι φυτό με ελάχιστες απαιτήσεις, αναπτύσσεται σε ξηρές και πετρώδεις πλαγιές με καλά αποστραγγιζόμενα και σχετικά όξινα εδάφη. Πλούσιο και βαθύ, το έρπον ριζικό της σύστημα εκμεταλλεύεται την υγρασία του εδάφους, ενώ παράλληλα το προστατεύει από τη διάβρωση.

Το ύψος της κυμαίνεται συνήθως από 2–3 μ. αλλά  μπορεί να φτάσει έως και 12 μέτρα. Ο φλοιός της είναι καστανόχρωμος, ρυτιδωμένος και τραχύς, χαρακτηρίζεται δε από σφαιρικούς αδενώδεις καρπούς.

Έχει φύλλα στιλπνά, σκούρου πράσινου χρώματος, με ωοειδές σχήμα, οδοντωτά, τραχιά και δερματώδη. Τα ερμαφρόδιτα άνθη της είναι συνήθως λευκά ή ωχρόλευκα, κωδωνόσχημα, σχηματίζονται δε σε μικρές ταξιανθίες (τσαμπιά) που γέρνουν προς τα κάτω, ενώ έχουν λεπτό άρωμα μελιού. Η ανθοφορία διαρκεί συνήθως τρεις μήνες, από τα μέσα του φθινοπώρου μέχρι τις αρχές του χειμώνα. Οι εδώδιμοι καρποί ωριμάζουν μετά ένα έτος, κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, έτσι συνυπάρχουν στο ίδιο δένδρο άνθη και ώριμοι καρποί. Οι καρποί είναι σφαιρικοί, τύπου ράγας, με διάμετρο 15-20 χιλιοστά και περικλείουν πολυάριθμα σπέρματα. Αρχικά έχουν κίτρινο χρώμα το οποίο κατά την ωρίμανση γίνεται βαθυκόκκινο.


Γεωγραφική κατανομή

Η κουμαριά είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές χώρες γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου (βλέπε επισυναπτόμενο χάρτη κατανομής) και συγκεκριμένα στις εξής: Ελλάδα, παράλια Τουρκίας, Λίβανο, Συρία, Ισραήλ, Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Ισπανία (συμπερ. οι Βαλεαρίδες Νήσοι), Γαλλία (συμπερ. η Κορσική), Ιταλία (συμπερ. η Σαρδηνία και Σικελία), Σλοβενία, Κροατία και Αλβανία. Αναπτύσσεται επίσης στη δυτική Γαλλία και τη Βουλγαρία. Μικροί αυτοφυείς πληθυσμοί υπάρχουν στη νοτιοδυτική Ιρλανδία, όπου η κουμαριά ονομάζεται δέντρο της φράουλας (αγγλ. Strawberry tree ή Irish Strawberry tree). Οι πληθυσμοί αυτοί είναι κατάλοιπα πρώην ευρύτερης κατανομής, παλαιότερων θερμότερων και υγρότερων περιόδων, όταν το κλίμα ήταν γενικά πιο ζεστό από σήμερα. Μια άγρια φυσική ποικιλία με κόκκινα άνθη, η Arbutus unedo var. rubra, γνωστή με την ονομασία ρόδινη κουμαριά (αγγλ. Pink Strawberry tree), ανακαλύφθηκε πρώτη φορά στην Ιρλανδία το 1835.

Χημικά συστατικά

  • Μέρη του φυτού με δραστικές ουσίες: Φύλλα, φλοιός.
  • Δραστικές ουσίες: Κουμαρίνες, πηκτίνες (φύλλα), αρβουτίνη (φλοιός), άλατα καλίου και νατρίου, σάκχαρα, γαλλικό και ταννικό οξύ, ρητίνη, κόμμι.

Διατροφική αξία



Κούμαρα. Οι καρποί της κουμαριάς, γνωστοί ως κούμαρα, είναι εδώδιμοι και τρώγονται στο στάδιο της πλήρους ωρίμανσης, όταν δηλαδή το χρώμα τους είναι έντονο κόκκινο, η υφή τους μαλακή και η γεύση τους γλυκεία. Οι ώριμοι καρποί έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα (40%), με κύρια παρουσία της φρουκτόζης, γλυκόζης και σουκρόζης. Στη γεύση των καρπών συμβάλλουν τα οργανικά οξέα (φουμαρικό και μαλλικό) και από τα φαινολικά οξέα το γαλλικό. Οι ταννίνες προσδίδουν στιφή και υπόπικρη γεύση. Τα κούμαρα περιέχουν ακόμα βιταμίνες: βιταμίνη C, βήτα-καροτένιο, βιταμίνη Β3 (νιασίνη) και τοκοφερόλες.

Μετά τη συγκομιδή, οι ώριμοι καρποί θα πρέπει να καταναλωθούν εντός 24 ωρών, διότι είναι ευαίσθητοι και θα αρχίσουν να αποσυντίθενται. Όταν αποκοπούν από το φυτό ενώ είναι ακόμα ανώριμοι δεν ωριμάζουν καλά. Για τους παραπάνω λόγους, είναι προτιμότερο τα κούμαρα να τρώγονται κατευθείαν από το δέντρο.

Προφυλάξεις

Τον 1ο αι., ο γιατρός και βοτανολόγος Διοσκουρίδης χαρακτηρίζει το κούμαρο «καρπό κακοστόμαχο και κεφαλαλγή».

Υπερώριμα κούμαρα μπορεί να προκαλέσουν δηλητηρίαση, ενώ ανώριμα μπορεί να προκαλέσουν τάση για εμετό. Η υπερκατανάλωση του καρπού μπορεί να προκαλέσει μέθη, καθώς προκαλείται γρήγορη ζύμωση και σχηματισμός αλκοόλης μέσα στο στομάχι. Για τον λόγο αυτό πήρε το δεύτερο όνομα είδους «unedo» που προέρχεται από τη λατινική φράση «unum edo» και σημαίνει «τρώω μόνο ένα».

Μέλι κουμαριάς

Τα άνθη της κουμαριάς επικονιάζονται από τις μέλισσες και το μέλι που προκύπτει έχει την τάση να κρυσταλλώνει, αποκτώντας μια βουτυρώδη υφή. Το χρώμα του είναι σκούρο κίτρινο έως καφέ, η δε γεύση του πικρή και πολύ ιδιαίτερη, που το κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα μέλια και να θεωρείται «γκουρμέ». Στην υπόπικρη γεύση του οφείλει τη διεθνή ονομασία του ως «bitter honey» (πικρό μέλι). Έχει χαμηλότερα ποσοστά σακχάρων σε σύγκριση με άλλα μέλια, έτσι εμπεριέχει και λιγότερες θερμίδες. Είναι τονωτικό τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τις μέλισσες και οι μελισσοκόμοι συνήθως το αφήνουν στις κυψέλες για τροφή του μελισσιού τους χειμερινούς μήνες. Μέλι κουμαριάς παράγεται στην Ελλάδα (σε αμιγή μορφή  ή ανάμεικτο με ρεικόμελο), την Πορτογαλία, την Ισπανία και σε σημαντικές ποσότητες στη Σαρδηνία, γνωστό ως "Miele di Corbezzolo" (μέλι κουμαριάς), το οποίο θεωρείται το πιο φίνο και σπάνιο μέλι του νησιού.



Το γένος Arbutus στην Ελλάδα

Στην Ελληνική χλωρίδα απαντώνται δύο είδη του γένους Arbutus (Άρβουτος), ένα υβρίδιο και μια ποικιλία:

  1. Το είδος Άρβουτος η κοινή (Arbutus unedo), η κοινή κουμαριά 
  2. Το είδος Άρβουτος η αδράχνη (Arbutus andrachne) με κοινή ονομασία η αγριοκουμαριά ή γλιστροκουμαριά ή ελαφοκουμαριά ή ανδρουκλιά (κυπρ.)

Το φυσικό υβρίδιο Arbutus x andrachnoides (αγγλ. hybrid strawberry tree), το οποίο προέρχεται από διασταύρωση των δύο παραπάνω ειδών και παρουσιάζει παρόμοια μορφολογικά χαρακτηριστικά με τους δύο γονείς του. Εμφανίζεται σε περιοχές όπου τα δύο είδη συνυπάρχουν, κυρίως στα Ελληνικά νησιά και στις δυτικές ακτές της Τουρκίας.

Η ποικιλία Arbutus unedo var. rubra, η ονομαζόμενη ρόδινη κουμαριά (γνωστή και ως pink strawberry). Τα ρόδινα άνθη της ποικιλίας αυτής αποτελούν τη μοναδική μορφολογική διαφορά με την κοινή κουμαριά που φέρει λευκά άνθη.



Τα πεντανόστιμα κούμαρα είναι αγαπημένο φρούτο στη περιοχή της Μάνης και σε όσους γνωρίζουν ότι τρώγονται. Το εντυπωσιακό σχήμα και χρώμα των κλαριών με καρπούς, συνήθως καταλήγουν ως διακοσμητικό στοιχείο σε κάποιο βάζο.