Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

H Ομάδα ΠΙΟΝΤΕΣ ΛΑΓΙΑ ΜΑΝΗ στο Facebook

Η Μάνη!

Η Μάνη είναι ιστορική περιοχή της Πελοποννήσου.

Γεωγραφικά η κυρίως Μάνη ή Μέσα Μάνη, όπως ονομάζεται τοπικά, ορίζεται από τον αυχένα του Ταΰγετου Σαγιά και καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Η Μέσα Μάνη διακρίνεται με βάση την κατά μήκος κορυφογραμμή στην Ανατολική Μάνη ή προσηλιακή Μάνη, που βλέπει προς το Λακωνικό Κόλπο και στη Δυτική Μάνη ή Aπόσκερη ή Aποσκιερή Μάνη, που βλέπει στο Μεσσηνιακό Κόλπο. Βορειότερα της Δυτικής Μάνης, δηλαδή από την περιοχή της Καρδαμύλης, βρίσκεται η Μεσσηνιακή Μάνη, ή όπως την αποκαλούν τοπικά η Έξω Μάνη. Ο διαχωρισμός αυτός διακρίνεται και στα επίθετα των κατοίκων, όπου της μεν Λακωνικής Μάνης καταλήγουν σε -άκος και στη Μεσσηνιακή Μάνη σε -έας.



Η περιοχή της Μάνης περιλαμβάνει τις άλλοτε επαρχίες του Γυθείου και Οιτύλου της Λακωνίας. Η συνολική της έκταση φθάνει τα 1800 τ.χλμ. επί συνολικού μήκους 75 χλμ. και μέγιστου πλάτους 28 χλμ. που καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο, με σπονδυλική στήλη το όρος Ταΰγετος και ψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία (2.404 μ.). Ο συνολικός πληθυσμός της το 1961 έφθανε τους 20.300 κατοίκους, που ζούσαν σε 150 περίπου οικισμούς.

Σήμερα, μετά τη διοικητική αναδιοργάνωση Καλλικράτης (2011), η περιοχή της Μάνης αποτελείται από τους δήμους Δυτικής Μάνης, με έδρα την Καρδαμύλη, και Ανατολικής Μάνης, με έδρα το Γύθειο και ιστορική έδρα την Αρεόπολη.

Ο δήμος Δυτικής Μάνης ανήκει στην Π.Ε. Μεσσηνίας (πρώην νομό Μεσσηνίας) και προέκυψε από τη συνένωση των (καποδιστριακών) Μεσσηνιακών δήμων Λεύκτρου και Αβίας. Ο δήμος Ανατολικής Μάνης ανήκει στην Π.Ε. Λακωνίας (πρώην νομό Λακωνίας) και προέκυψε από τη συνένωση των Λακωνικών δήμων Σμήνους, Γυθείου, Οιτύλου και Ανατολικής Μάνης.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Όμορφη Μάνη - Γάμος : Μια από τις λίγες χαρές της παλιάς Μάνης.



Στην παλιά Μάνη δεν υπήρχαν χαρούμενες γιορτές και επέτειοι. Είχαν καταργηθεί σχεδόν και οι ονομαστικές εορτές. Οι λύπες ήσαν απείρως περισσότερες και τα μαύρα είχαν καθιερωθεί σαν τοπική φορεσιά.

Οι μοναδικές χαρές, όπως τις έλεγαν ήσαν ο γάμος και η γέννηση αγοριού, γιατί ήξεραν πολύ καλά όπως οι αρχαίοι Έλληνες ότι αυτό, το αγόρι, ο «κούρος» όπως το έλεγαν, βιολογικά θα διαιώνιζε την οικογένεια, την φυλή και θα ήταν ένα ντουφέκι πάρα πάνω στον αγώνα.

Τον γάμο λοιπόν τον συνδύαζαν με την αναγέννηση της οικογένειας, της φαμίλιας, της φυλής, σαν κάτι όπως ο καινούργιος χρόνος. Μόνον στα νεώτερα χρόνια λέγανε τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κάλαντα από σπίτι σε σπίτι και φτιάχνανε δίπλες, λελάγγια και μελομπουκιές.

Χαρές λοιπόν ονόμαζαν τους γάμους. «Στις χαρές σου» λέγανε συχνά στις προπόσεις τους με κρασί ή με κεράσματα. Στην παλιά Μάνη, σε καμία άλλη περίπτωση δεν τραγουδούσαν και δεν χόρευαν, εκτός από τον γάμο. Ο γάμος γιορταζόταν κατά τον πιο επίσημο και επιδεικτικό τρόπο, γι’ αυτό τον λέγανε και «χαρά».

Αξίζει να σημειώσουμε ότι το όνομα του κοριτσιού μιας οικογένειας συνοδευότανε από την κατάληξη …ίτσα, ενώ το όνομα της καινούργιας γυναίκας στην οικογένεια, της νύφης, είχε το επίθετο με την κατάληξη …έισα. Αυτά κυρίως για την αποσκιαδερή Μάνη. Για παράδειγμα, η γυναίκα του Σταυριανού Κατσιρέα του Βασιλείου, έχανε τόσο το επίθετό της, όσο και το μικρό της όνομα και λεγόταν μετά τον γάμο της Σταυριανού Κατσιρέϊσα Βασιλόνυφη. Ανεφέρετο δηλαδή και σαν νύφη του αρχηγού της οικογένειας που ήταν ο πατέρας του γαμπρού. Κάτι παρόμοιο γινότανε και στην παλιά Ρωσία.

Για το γάμο ειδοποιούντο όλοι οι συγγενείς εγκαίρως σ’ όλα τα χωριά. Το σπίτι του γαμπρού επισκευαζόταν και ασπριζόταν. Επιστρατευόντουσαν όλες οι κοπέλες, συγγενείς και φιλικά πρόσωπα για να αλέσουν το στάρι και να φτιάξουν τα ψωμιά του γάμου ανάλογα με τους καλεσμένους.

Σαν προίκα, εκτός από τα διάφορα χωράφια (λαχίδια) που έπαιρνε η νύφη, αρκετά για την συμβολή της στο νέο της σπιτικό, έπαιρνε και πολλά οικιακά σκεύη ή και σκουτιά (ρούχα) ή μπατανίες (κουβέρτες) και άλλα. Στα σκουτιά επάνω πολλές φορές καρφίτσωναν με διάφορες κορδέλες δεμένα, παλαιά νομίσματα αξίας, συνήθως ασημένια.

Πολλά απ’ αυτά δωριζόντουσαν αργότερα στην γέννηση κάποιου νέου μέλους άλλης οικογένειας, συνήθως αγοριού, μαζί με βαμβάκι που σήμαιναν: Το παιδί να ζήσει ως τα βαθιά γεράματα έχοντας την δύναμη του χρήματος. Πάντως και οι δύο ευχές είχαν προφανώς γεννηθεί από τις δύο βασικές ελλείψεις των παλιών Μανιατών.

Πρώτον, ότι ο μέσος όρος ζωής ήταν φοβερά κατεβασμένος εξ’ αιτίας των πολλών σκοτωμών από τις εκδικήσεις και αντεκδικήσεις. Ήταν ένα είδος Texas της Πελοποννήσου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Δεύτερον, διότι οι Μανιάτες ήσαν υπερβολικά φτωχοί άνθρωποι και ήταν φυσικό να έχουν την παραπάνω επιθυμία.

Στα προικιά λοιπόν και στα σκουτιά δίνανε και μερικές εικόνες οικογενειακές για να συνοδεύουν Χριστιανικά τη νύφη στο νέο της σπιτικό και τραγουδούσαν:

“Τώρα την αυγή, τώρα η αυγή χαράζει,
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε:
ο δυόσμος και ο βασιλικός και τα’ άσπρο καρυοφύλλι
Αυτά τα τρία μαλώνανε το πιο μυρίζει κάλλιο.
Πετιέται το τριαντάφυλλο το μοσχομυρωδάτο.
Σωπάστε βρωμολούλουδα και σεις βρωμοβοτάνια,
Τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο της άνοιξης στολίδι,
Που το χειμώνα κρύβομαι στης αγκαθιάς τη ρίζα,
Το Μάη μήνα φαίνομαι σε νιού γαμπρού κεφάλι,
Σε παντρεμένης γόνατα στου κοριτσιού τον κόρφο
στης χήρας το προσκέφαλο βραδιάζω ξημερώνω”.

Όλα τα κινητά αντικείμενα της προίκας μεταφερόντουσαν με καραβάνι από μουλάρια και άλογα στο σπίτι του γαμπρού για την καινούργια εγκατάσταση. Τα ζώα αυτά ήσαν στολισμένα με μεταξωτά μαντήλια, χρωματιστά από καθαρό μετάξι, που ύφαιναν οι ίδιες οι μανιάτισσες χωρίς πρόσθετα και άλλες σύγχρονες αλχημείες.

Θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό, ίσα – ίσα που μπορούσα και κρατιόμουνα πανωσάμαρα όπως λέγανε σ’ ένα άλογο, να οδηγώ μια τέτοια πομπή.

Το σημαντικότερο βέβαια στοιχείο σε μια προίκα ήταν η στέρνα. Η “γηστέρνα” όπως την έλεγαν, γιατί το νερό ήταν στην παλιά Μάνη ο θησαυρός. Περισσότερο και από τα κτήματα και από τα σκουτιά και …πολλές φορές και απ’ αυτή την ίδια τη νύφη!!!

“Δεν έχουνε ποτάμια
Δεν έχουνε πηγάδια,
Δεν έχουνε πηγές,
Μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι’ αυτές,
Που ηχούν,
που ηχούν και που τις προσκυνούνε”
Όπως λέει ο Σεφέρης.

Σε άλλα μέρη, κυρίως της μέσα Μάνης, προίκα δεν δινόταν στην νύφη και τα έξοδα του γάμου εκαλύπτοντο από τα δώρα των συγγενών του γαμπρού κυρίως.

Οι αρραβώνες γινόντουσαν με πολύ απλό τρόπο. Πήγαιναν μερικοί άντρες στο σπίτι της νύφης, έριχναν μερικούς πυροβολισμούς, παίρναν ένα δακτυλίδι και το περνούσαν στα δάκτυλα των αρραβωνιασμένων και μετά κερνιόντουσαν ρακί Καλαμών.

Ο αρραβωνιαστικός έβλεπε την αρραβωνιαστικιά του παρόντων των γονέων της και αδελφών της και ποτέ μόνη. Πολλές φορές οι αρραβώνες γινόντουσαν χωρίς να είναι παρόντες οι αρραβωνιασμένοι. Αρκούσε να πήγαιναν δύο τρεις άντρες από το μέρος του γαμπρού στο σπίτι της νύφης και να έριχναν μερικές ντουφεκιές.

Σε άλλη περίπτωση ήταν αρκετό να πυροβολήσει ο γαμπρός χωρίς να πάει στο σπίτι της νύφης, ή από το χωριό του και να δηλώσει ότι “κρούει ντουφέκι για την τάδε”. Αυτό όμως, γινόταν όταν οι συγγενείς της νύφης δεν ήθελαν τον γαμπρό, γιατί ήταν αχαμνόμερος, δηλαδή από αδυνατότερη οικογένεια.

Με το βάρεμα αυτό του ντουφεκιού, τα πράγματα εξελίσσοντο σοβαρά, γιατί ο νέος εδέσμευε το κορίτσι και γιατί κανένας δεν έπαιρνε γυναίκα άλλου χωρίς να υπολογίσει μαζί του έχθρα μέχρι θανάτου. Επακόλουθα λοιπόν: Ή γάμος με απαγωγή, ή με συγκατάθεση ή έχθρα.

Η γυναίκα δεν είχε γνώμη για τον άντρα που θα έπαιρνε τις περισσότερες φορές. Πρωτοέβλεπε δε τον αρραβωνιαστικό της μετά τους αρραβώνες.

Κάποτε, κάποια Μαρία με τις φίλες της, καθισμένες στην ρούγα του χωριού, μια Κυριακή, σιγομιλούσαν και γέλαγαν, …όταν ξάφνου, ακούστηκε ένας σμπάρος!! Τι είναι αυτή η ντουφεκιά έκαναν όλες έκπληκτες. Και η ωραία Μαρία, που είχε μυριστεί τον αρραβώνα της με έναν που δεν τον ήθελε, είπε ήρεμα: “Δεν είναι τίποτα κορίτσια, εμένα σκότωσε ο πατέρας μου”.

Στις γεννήσεις των κοριτσιών δεν γινότανε τίποτα στο σπίτι. Ούτε επισκέψεις, ούτε συγχαρητήρια, ούτε κεράσματα. Στις γεννήσεις όμως των αγοριών πήγαιναν άντρες και γυναίκες και συγχαίρανε τους γονείς. Οι άντρες, πριν μπουν στη πόρτα του σπιτιού πυροβολούσαν και κατόπιν μπαίνανε στο σπίτι για να ευχηθούν: “Να ζήσει ο νέος και να σύρει κι’ άλλους”. Πολλές μέρες κρατούσε το γλέντι για την γέννηση του αγοριού και γινότανε γενναίο φαγοπότι.

«Κι’ οι καλομοίρες λέγουσι, καλώς ήλθε να ζήσει
να γένη καλό στ’ άρματα και τους εχθρούς να σβήσει,
να μεγαλώσει, ν’ αξιωθεί και τον σαρμά να ζαλωθεί
να κυνηγήσει τον φονιά, από γκρεμό κι από βουνά
το γδίκιο μας να γδικιωθεί, το αίμα του πατέρα του».

Ο νεαρός Μανιάτης, μόλις έμπαινε στην εφηβεία, έπαιρνε το όπλο από τα χέρια του πατέρα του. Πολύ μεγάλη στιγμή!!!

Διαισθανόμενος το πραγματικό βάρος της διαδοχής, ασυναίσθητα ταυτιζότανε με τον πρόγονό του έφηβο και μουρμούριζε συγκινημένος “ΑΜΕΣ ΔΕ ΓΕΣΣΟΜΕΘΑ ΠΟΛΛΩ ΚΑΡΡΟΝΕΣ” (σημ. Εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι).

Αλλά, ήταν και μεγάλη η έπαρσή του. Παρ’ όλες τις πατρικές παραινέσεις για συνετή χρήση του όπλου, ο γεμάτος υπερηφάνεια έφηβος, το έπαιρνε τόσο επάνω του “που συχνά γινόταν επικίνδυνος”. Από εδώ και το ρητό “Ο Θεός να σε φυλάει από τον πρωταρμαδούρο”.

Το όπλο αυτό, συντρόφευε το Μανιάτη για όλη του την ζωή και μοναδική του έννοια ήταν πότε θάρθη ο καιρός να το τιμήσει. Αυτή ήταν η θέση του αρσενικού μέσα στην Μανιάτικη οικογένεια και την πατριαρχική κοινωνία. Στους νεόνυμφους, η καθιερωμένη ευχή ήταν να αποκτήσουν εννιά γιους και μια θυγατέρα. Χρειαζόταν βλέπετε και η θυγατέρα γιατί από αυτήν θα ξανάβγαιναν άλλοι εννιά γιοι.

«Νύφη μου ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι,
το ταίρι σου ‘ναι ζηλευτό κι’ όμορφο παλικάρι,
στο σπίτι το πεθερικό στη γειτονιά οπού ‘ρθες
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν δέντρο να ριζώσεις,
και σαν μηλιά γλυκομηλιά, τους κλώνους σου ν’ απλώσεις
υγιούς εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα».

Σ’ ένα τόπο τόσο άγριο που την άνοιξη κυκλοφορείς μέσα σε αρώματα βοτάνων και παρθένα αγριολούλουδα, γιορτές και γλέντια όπως είπαμε, δεν υπήρχαν. Προ παντός στη μέσα Μάνη.

Ούτε πανηγύρια γινόντουσαν εκεί. Μόνον τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ετοίμαζαν πρόσφορα και κόλλυβα, που το λέγαν «σπερνά» για την υγεία των γιορταζόντων και το συχώριο των νεκρών και τάστελναν στην εκκλησιά.

Όταν σχόλαγε η εκκλησία, οι άνθρωποι βγαίναν έξω και κάναν ρούγα. Εκεί μοιραζόντουσαν τα σπερνά των νεκρών που ήσαν από σκέτο στάρι βρασμένο και καθένας που έπαιρνε, έλεγε «Θεός σχωρέστον».

Τα σπερνά των γιορταζόντων όμως ήσαν στολισμένα με αραβοσίτη, σταφίδες, ρόδια και καρύδια. Απ’ αυτά λοιπόν, ας πάρουμε και μεις και ας ευχηθούμε σε αλλήλους ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Κείμενο: Σταυριανού Κατσιρέα (Ζωγράφου) από συνέντευξη στο BBC 13.11.88


Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Διακοπές στην Mάνη!

Ένας τόπος από πέτρα και φως

Πέτρα και φως

Πέτρα τραχιά, ακατέργαστη, πέτρα από την οποία έχουν χτιστεί μικρά και μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, πέτρα επάνω στην οποία η φύση επιμένει να μεγαλώνει κάθε άνοιξη χρωματιστά αγριολούλουδα, πέτρα επάνω στην οποία δε φυτρώνει τίποτα ψηλότερο από αυτά τα αγριολούλουδα. Πέτρα που λαμπυρίζει κάτω από το φως του ήλιου.


Ένα φως ανελέητο, εκτυφλωτικό, που κάνει τα μάτια να μισοκλείνουν έτσι όπως αντανακλά πάνω στην πέτρα.

Ναι, έχει κάτι από Άγρια Δύση η Μάνη. "Last gas station" γράφει η πινακίδα έξω από το βενζινάδικο στην έξοδο του Γερολιμένα, και σχεδόν μπορείς να φανταστείς αχυρόμπαλες να κυλούν αργά πίσω από την επόμενη στροφή, παρασυρμένες από τον αέρα της ερήμου, σαν χαρακτηριστική σκηνή από γουέστερν. Απλά εδώ η έρημος είναι πέτρινη αντί για αμμουδερή. Και ακουμπά σε μια θάλασσα που λαμπυρίζει ως τη γραμμή του ορίζοντα.

Δεν είναι να απορείς που ο θρύλος θέλει τους Μανιάτες να είναι οι τελευταίοι απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών. Ποιος άλλος θα μπορούσε να δαμάσει αυτή την σκληρή, άνυδρη γη, να φτιάξει από την πέτρα της ολόκληρες αριστουργηματικές πολιτείες, και να κάνει ετούτο το κομμάτι γης σύμβολο ελευθερίας –και κάπως ιδιοσυγκρασιακού ταμπεραμέντου;

Για να δεις τη Μάνη, λέει, περαστικός, θέλεις τρεις μέρες. 

Περιπατητής, τρεις μήνες. Και για να την καταλάβεις, τρεις ζωές. Μια για τη στεριά, μία για την θάλασσα, και μία για τους ανθρώπους της. Μπορεί να λέμε και λίγο.

Στάση 1η: Η Αρεόπολη

Καθότι η γενική «ο Άρης-του Άρεως» δεν είναι συνηθισμένη στα νέα ελληνικά, λίγος κόσμος κάνει με την πρώτη τον συνειρμό πως αυτό εδώ το χωριό έχει πάρει το όνομά του από τον Άρη. Περήφανος θα είναι ο αρχαίος θεός του πολέμου που η σημαία της Ελληνικής Επανάστασης υψώθηκε για πρώτη φορά εδώ, στις 17 Μαρτίου 1821.

Σήμερα, η Αρεόπολη είναι ένα πανέμορφο χωριό, ίσως το ωραιότερο της Μάνης, όλο πέτρινα καλντερίμια που κάνουν ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα σε εξίσου πέτρινα πυργόσπιτα με λουλουδιασμένες αυλές, χρωματιστά café και ατμοσφαιρικά ταβερνάκια που απλώνουν τραπεζάκια έξω στα λιθόστρωτα. Στην κεντρική πλατεία του χωριού, που λέγεται φυσικά πλατεία 17ης Μαρτίου, δεσπόζει η εκκλησία των Ταξιαρχών, με το εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο και το γιγάντιο καμπαναριό που θα σε βοηθήσει να βρεις τον δρόμο σου αν παρ’ ελπίδα χαθείς στα λαβυρινθώδη σοκάκια, καθώς είναι ορατό από παντού.

Από την πλατεία και κάτω τα λιθόκτιστα δρομάκια στενεύουν, οι πύργοι ψηλώνουν και η οχυρωματική αρχιτεκτονική του οικισμού γίνεται εμφανής. Πέτρινα σπίτια με οικόσημα στις προσόψεις, μικρά εκκλησάκια που ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί και ψηλές πέτρινες μάντρες που προστατεύουν την καρδιά του οικισμού συνθέτουν γειτονιές στις οποίες δεν χορταίνεις να τριγυρνάς –χαλάλι οι απότομες ανηφοροκατηφόρες. Στα αξιοθέατα περιλαμβάνονται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη των Μαυρομιχαλαίων, στην ομώνυμη πλατεία, με τις θαυμάσιες τοιχογραφίες της που χρονολογούνται από το 1746, και ο εξαίσιος Πύργος Πικουλάκη, που σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό Μουσείο Μάνης.

Στάση 2η: Από το Οίτυλο στο Λιμένι

Μια μικρή στεριανή θάλασσα από πέτρινα σπίτια σκεπασμένα με κόκκινες κεραμιδοσκεπές, σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του βουνού. Αυτό είναι το Οίτυλο, η μεγαλύτερη και σημαντικότερη από τις πόλεις της Μάνης τον Μεσαίωνα, ένα γλυκύτατο μυστικό και ήσυχο ορεινό χωριό σήμερα. Δύο σημαντικά αξιοθέατα κοντά στο χωριό είναι η ιστορική Μονή Δεκούλου ή Ντεκούλων, απ’ όπου ξεκίνησαν τα Ορλωφικά του 1770, είναι όμως περισσότερο γνωστή για την τοιχογραφία με τον ζωδιακό κύκλο, και το οθωμανικό Κάστρο της Κελεφάς, που χτίστηκε γύρω στο 1670, και από το οποίο σήμερα σώζονται τα εξωτερικά τείχη, τέσσερις πύργοι και κάποια ερειπωμένα κτίσματα στο εσωτερικό του.

Κάποιοι μελετητές λένε πως ίσως αυτό εδώ να είναι το θρυλικό Κάστρο της Μαΐνης, που έχτισαν οι Φράγκοι το 1250. Η σκόνη της Ιστορίας σκέπασε κάποια στιγμή τα ίχνη του μεγαλείου του, με αποτέλεσμα η αναζήτησή του σήμερα να πονοκεφαλιάζει ειδικούς και ερευνητές. Τρία ακόμα μανιάτικα κάστρα, το Κάστρο της Ωριάς, το Τηγάνι και το κάστρο στο Πόρτο Κάγιο διεκδικούν τον τίτλο του μυθικού, εξαφανισμένου κάστρου.

Φωλιασμένο στην αγκαλιά ενός κόλπου με καταγάλανα νερά, το Νέο Οίτυλο συγκεντρώνει τη μερίδα του λέοντος σε προτάσεις διαμονής και φαγητού στην περιοχή. Από εδώ ξεκινά –ή εδώ καταλήγει, αναλόγως από πού το βλέπεις– το Φαράγγι Μυλολάγκαδο, η πεζοπορική διαδρομή στο οποίο είναι ό,τι πρέπει για αρχάριους πεζοπόρους: Εύκολη και πανέμορφη, περνά κάτω από πυκνή βλάστηση και πλάι σε εγκαταλελειμμένους νερόμυλους.

Λίγο νοτιότερα, το Λιμένι είναι ένα καρτποσταλικό παραθαλάσσιο χωριό, με τους πέτρινους πύργους του να ακουμπούν μια θάλασσα εξωπραγματικά τιρκουάζ. Φημισμένο για τα ταβερνάκια του που σερβίρουν φρέσκο ψάρι πλάι στο κύμα, το Λιμένι είναι γεμάτο πύργους και καπετανόσπιτα, από τα οποία ξεχωρίζει ο τετραώροφος Πύργος των Μαυρομιχαλαίων (της γνωστής οικογενείας του Πετρόμπεη) με τα τοξωτά παράθυρα και τις σειρές από πολεμίστρες. Στα αξιοθέατα του χωριού περιλαμβάνεται επίσης η ερειπωμένη εκκλησία της Παναγίας Βρεττής με το εντυπωσιακό καμπαναριό της.

Στάση 3η: Η Βάθεια

Την πρώτη φορά που την αντικρίζεις, μοιάζει βγαλμένη από εικονογράφηση μεσαιωνικού παραμυθιού: Μια καστροπολιτεία που θα μπορούσε να έχει για κατοίκους της ιππότες και νεράιδες. Οι πανύψηλοι πύργοι της ακροβατούν στην κορυφή του λόφου, περιτριγυρισμένοι από χαμηλά, πετρόχτιστα σπιτάκια, και αγναντεύουν από τη μία την απεραντοσύνη της θάλασσας που λαμπυρίζει ως τη γραμμή του ορίζοντα και από την άλλη τις άγονες κορυφές της Μάνης. Μια βόλτα στα πετρόχτιστα σοκάκια της, ανάμεσα σε πυργόσπιτα, σκαλοπάτια που οδηγούν στο κατώφλι παλιών αρχοντικών, μικρά εκκλησάκια και ελαιοτριβεία προηγούμενων αιώνων, μοιάζει με ταξίδι στον χρόνο.

Η Βάθεια είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένη (6 κατοίκους μέτρησε η απογραφή του 2011), διαπνέεται όμως από μια παράξενη αίσθηση συνέχειας: λες και οι κάτοικοί της κάπου πετάχτηκαν, άφησαν τα σπίτια τους για λίγο και επιστρέφουν από στιγμή σε στιγμή. Ό,τι ώρα και να έρθεις, φρόντισε να μείνεις ως το ηλιοβασίλεμα, για να θαυμάσεις από κάποιο πέτρινο πλάτωμα το υπερθέαμα του ήλιου να βουτά στην θάλασσα και να λούζει στο χρυσαφένιο του φως τους πέτρινους πύργους της, κάνοντας το σιωπηλό τοπίο ακόμα πιο απόκοσμο.

Στάση 4η: Τα Σπήλαια του Διρού

Ό,τι ήξερες για τα σπήλαια… ετοιμάσου να το ξεχάσεις. Τα Σπήλαια του Διρού  είναι μακράν τα εντυπωσιακότερα που έχεις δει ποτέ –είναι, επίσης, τα μεγαλύτερα σε μέγεθος που έχουμε στην Ελλάδα. Ο θρύλος λέει πως οι υπόγειοι διάδρομοί τους φτάνουν ως τη Σπάρτη –αυτό που ξέρουμε με βεβαιότητα είναι πως οι σπηλαιολόγοι έχουν εξερευνήσει ένα συνολικό μήκος 12 χιλιομέτρων, από το οποίο επισκέψιμο είναι το ενάμισι· αλλά τι ενάμισι.

Το πρώτο μισό της επίσκεψης αποτελεί η πραγματικά συναρπαστική βόλτα με τη βάρκα, η οποία περνά κάτω από φαντασμαγορικούς σχηματισμούς σταλακτιτών και σταλαγμιτών και μέσα από απόκοσμα τούνελ, πλέοντας στα σχεδόν ακίνητα νερά που καθρεφτίζουν τους φωτισμένους σταλακτίτες, σε μια εικόνα ονειρική. Το βάθος των νερών, που είναι κατά το ήμισυ θαλασσινά και κατά το ήμισυ υπόγειου ποταμού, αγγίζει σε ορισμένα σημεία τα 30 μέτρα, ενώ οι σταλακτιτικοί σχηματισμοί –πολλοί εκ των οποίων μετρούν την ηλικία τους σε δισεκατομμύρια χρόνια– είναι τόσο παράξενοι που έχουν βαφτιστεί με ονόματα όπως «το κεφάλι του αλόγου», «ο ιπτάμενος δίσκος», «η γέφυρα των στεναγμών» και «οι ηράκλειες στήλες». Τα δε σπήλαια περιλαμβάνουν τον «Μεγάλο Ωκεανό», το «Άντρο του Δράκοντα», τα «Ροζ Διαμερίσματα», τη «Λίμνη των Νεράιδων» και άλλα τόσο παραμυθένια όσο ακούγονται.

Το δεύτερο μισό της βόλτας είναι περίπου τετρακόσια μέτρα χερσαίας διαδρομής, κατά την οποία διασχίζεις ένα ατμοσφαιρικά φωτισμένο μονοπάτι, χαζεύοντας ακόμα μερικούς εντυπωσιακούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες, μέχρι να βγεις στην έξοδο πλάι στην παραλία του Διρού. Συνολικά, η επίσκεψη στο Σπήλαιο της Βλυχάδας, όπως είναι το επίσημο όνομά του, διαρκεί περί την μισή ώρα.

Λίγα μέτρα από την έξοδο του σπηλαίου βρίσκεται το Νεολιθικό Σπήλαιο του Διρού, που φιλοξενεί νεολιθικά εργαλεία, μαρμάρινα ειδώλια και αγγεία που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στα σπήλαια της Βλυχάδας και της Αλεπότρυπας –το δεύτερο, προς το παρόν, δεν είναι επισκέψιμο. Και αν ο όρος «νεολιθικό» δεν σου λέει τίποτα, να σημειώσουμε πως σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες τα δύο σπήλαια κατοικούνταν από ανθρώπους που έφτιαχναν εργαλεία και έκαναν εμπόριο γύρω στο 6000 π.Χ. –ή, σα να λέμε, τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν ξεκινήσει ο Αγαμέμνονας για την Τροία.

Στάση 5η: Το Ακρωτήρι Ταίναρο

Από εδώ κατέβηκε στον Άδη απαρηγόρητος ο Ορφέας, να φέρει πίσω την Ευριδίκη. Από εδώ ανέβασε στον κόσμο των ζωντανών τον Κέρβερο ο Ηρακλής, στον δωδέκατο και τελευταίο άθλο του. Εδώ, στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, υπάρχει ένα μέρος θαλασσοδαρμένο, μαγικό, που οι αρχαίοι ημών πίστευαν πως οδηγεί στον Άδη.

Το αυτοκίνητο φτάνει μέχρι τον αρχαιολογικό χώρο, εδώ που στην αρχαιότητα βρισκόταν το ιερό του Ταινάριου Ποσειδώνα, με υλικά από το οποίο φτιάχτηκε το εκκλησάκι του Αγίου Ασωμάτου που θα δεις σήμερα. Μακράν το εντυπωσιακότερο μνημείο του χώρου είναι το Άστρο της Αρίας, ένα φαντασμαγορικό ψηφιδωτό ρωμαϊκής έπαυλης που υπήρχε εδώ τον 1ο αιώνα μ.Χ.

Από τον αρχαιολογικό χώρο ξεκινά το μονοπάτι που θα σε φέρει, μετά από ένα 40λεπτο περπάτημα, στο νοτιότερο σημείο της βαλκανικής χερσονήσου, στο Ακροταίναρο ή Κάβο Ματαπά, όπου ο περίφημος φάρος του 1882 συνεχίζει να φωτίζει δύο θάλασσες και εκατοντάδες πλοία που περνούν από εδώ καθημερινά. Η διαδρομή είναι φαντασμαγορική, με την θάλασσα να μην χάνεται ποτέ από τα μάτια σου, αλλά το εξωπραγματικά βραχώδες και άνυδρο τοπίο της Μάνης την κάνει μάλλον απαγορευτική τα καλοκαιρινά μεσημέρια.

Η ανατολική ακτή: Από τα Κορογιάννικα ως τον Κότρωνα

Το χωριουδάκι… τσέπης που λέγεται Κορογιάννικα αγναντεύει από το υψόμετρο των 360 μέτρων την θάλασσα και το ακρωτήρι Ταίναρο. Λίγο βορειότερα, η πεντάμορφη Λάγια είναι ξακουστή για τις βυζαντινές εκκλησίες της, όπως και το (ορεινό, μη σε ξεγελά το όνομα) Ακρογιάλι σχεδόν δίπλα της. Η λιλιπούτεια Σπείρα μετά, με τους εντυπωσιακούς της πύργους να ακροβατούν στην κορυφή του λόφου, η Κοκκάλα και η Αλύπα, χτισμένες πλάι στην θάλασσα, και η μικρούλα Αργιλιά που αγναντεύει από ψηλά τον λακωνικό κόλπο. Και βέβαια ο Κότρωνας, το μεγαλύτερο από τα χωριά της Ανατολικής Μάνης. 

Η δυτική ακτή: Από την Κυπάρισσο στον Πύργο Διρού

Η λιλιπούτεια Κυπάρισσος, μια χούφτα πέτρινα σπίτια πλάι στη θάλασσα, που ο Παυσανίας ονομάζει Καινήπολη, νέα πόλη δηλαδή. Λίγο βορειότερα, τα πανέμορφα Άλικα, με τους πέτρινους πύργους τους στη σειρά, λες κι έχουν πάρει πόζα για να φωτογραφηθούν. Το φυσικό λιμάνι του Γερολιμένα μετά, αλλοτινό ορμητήριο πειρατών, έχει μερικές από τις καλύτερες επιλογές για διαμονή και φαγητό στην περιοχή. Το μικρούλι Σταυρί, το χωριό με τους περισσότερους αναστηλωμένους και κατοικήσιμους πύργους σε ολόκληρη τη Μάνη.

Η Κίττα, που θα τη δεις γραμμένη και ως Κοίτα, με τα βυζαντινά εκκλησάκια της (ο Άγιος Θεράπων χρονολογείται από τον 14ο αιώνα) και τους επιβλητικούς πολεμόπυργους. Ο Μέζαπος, φωλιασμένος στον ομώνυμο κόλπο, στο ακρωτήρι που λέγεται πολύ χαριτωμένα Τηγάνι, με τα ερείπια του πύργου ενός πειρατή, του Νικόλαου Σάσσαρη. Το μικρούλι Μπρίκι, με τον εντυπωσιακό Πολεμόπυργο του Λαγούδη. Και ο Πύργος Διρού, 4 χιλιόμετρα από τα σπήλαια, με τον ψηλότερο ίσως πύργο της Μάνης, τον Πύργο Σκλαβουνάκου, που υψώνεται επιβλητικός στα 25 μέτρα.